Μικρασιατική καταστροφή: «γενοκτονία» ή «µοιραία συνέπεια» ενός πολέµου;
του Άγγελου Μ. Συρίγου[1]
1. Εισαγωγή
Το 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το νόµο 2645/1998. Σύµφωνα µε το πρώτο άρθρο του νόµου[2] η 14η Σεπτεµβρίου κάθε έτους ορίσθηκε «ως ηµέρα εθνικής µνήµης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Η ψήφιση του νόµου έγινε οµόφωνα χωρίς τη διατύπωση αντιρρήσεων ή έστω κάποιων επιφυλάξεων για το περιεχόµενο και τον σκοπό του. Αντιθέτως, δύο χρόνια αργότερα το 2001, η διαβίβαση για υπογραφή ενός σχεδίου Προεδρικού Διατάγµατος κατ’ εφαρµογήν του άρθρου 2 του Νόµου[3] από την ίδια κυβέρνηση, συνάντησε προβλήµατα και απετέλεσε αντικείµενο πολιτικής αντιπαραθέσεως.[4]
Η πολιτική αντιπαράθεση οδήγησε στο να τεθεί το ερώτηµα κατά πόσον τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μικρά Ασία στις αρχές του 20ου αιώνα και κορυφώθηκαν τον Αύγουστο και Σεπτέµβριο του 1922 συνιστούν γενοκτονία του ελληνισµού της Μικράς Ασίας ή αποτελούν µοιραία συνέπεια ενός πολέµου που διήρκεσε πολλά χρόνια και είχε πολλά βίαια επεισόδια. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι, µε βάση τα ιστορικά στοιχεία, να εξετασθεί ο νοµικός χαρακτηρισµός των γεγονότων εκείνης της εποχής και να διαπιστωθεί η ορθή νοµική τους αντιµετώπιση πέραν από πρόσκαιρες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
2. Τί είναι Γενοκτονία
Σύµφωνα µε το άρθρο 2 της Συµβάσεως του ΟΗΕ του 1948 για την πρόληψη και καταστολή της γενοκτονίας, όπως επαναλαµβάνεται και στο άρθρο 6 του Καταστατικού Χάρτη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου του 1998
«γενοκτονία νοείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις που ενεργούνται µε την πρόθεση ολικής ή µερικής καταστροφής οµάδος εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής:
α. φόνος των µελών της οµάδας,
β. σοβαρά βλάβη της σωµατικής ή διανοητικής ακεραιότητας των µελών της οµάδας,[5]
γ. εκ προθέσεως υποβολή της οµάδας σε συνθήκες διαβιώσεως δυνάµενες να επιφέρουν την πλήρη ή τη µερική σωµατική καταστροφή αυτής»[6]
δ. µέτρα αποβλέποντα εις την παρεµπόδισιν των γεννήσεων εις τους κόλπους ορισµένης οµάδος κ.λ.π..»
Φυσικά η σύµβαση αυτή δεν ίσχυε κατά το χρόνο των γεγονότων της µικρασιατικής καταστροφής, ούτε έχει αναδροµική ισχύ. Η χρήση της όµως και η επίκληση του ορισµού της γίνεται αφ’ ενός διότι πρόκειται περί του µοναδικού κειµένου που καθορίζει ρητώς την έννοια της γενοκτονίας. Αφ’ ετέρου, όπως έχει αναφέρει και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης από το 1951:
«οι αρχές που περιλαµβάνονται στη σύµβαση αναγνωρίζονται από τα πολιτισµένα κράτη ότι δεσµεύουν όλα τα κράτη ακόµη και εάν δεν έχουν συµβατική υποχρέωση. Η πρόθεση ήταν η Σύµβαση [κατά της γενοκτονίας] να έχει παγκόσµιο πεδίο δράσεως»[7]
Συνεπώς, η Σύµβαση καθιερώνει συµβατικά µία οικουµενική αρχή, την απαγόρευση της γενοκτονίας, που ίσχυε και προ της καταγραφής της το 1948. Αυτή η αρχή δεσµεύει όλα τα κράτη εθιµικά, ασχέτως εάν έχουν υπογράψει τη σύµβαση του 1948. Ο οικουµενικός χαρακτήρας της Συµβάσεως, καθώς και οι αντιδράσεις π.χ. στην περίπτωση της αρµενικής γενοκτονίας το 1915, όπως αναλύεται κατωτέρω, βεβαιώνουν ότι πολύ πριν το 1948, η γενοκτονία ήταν καταδικασµένη ως έγκληµα κατά της ανθρωπότητας.
Επίσης, πρέπει να τονισθεί, ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στο άρθρο 5 του Καταστατικού του ξεχωρίζει τη γενοκτονία από τα λοιπά εγκλήµατα στα οποία έχει αρµοδιότητα, κατατάσσοντας αυτή σε ξεχωριστη κατηγορία, ενώ ακολουθούν τα εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήµατα πολέµου. Αυτή η διαφοροποίηση δείχνει και τη σοβαρή διαφορά µεταξύ γενοκτονίας και λοιπών εγκληµάτων.
3. Η απαγόρευση εγκληµάτων που συνιστούσαν γενοκτονία πριν το 1948
Η καθολική απαξία πράξεων που συνιστούσαν γενοκτονία και αποτελούσαν εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας, ήταν ήδη γνωστή πριν από τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, ιδίως σε σχέση µε την γενοκτονία των Αρµενίων. Πιο συγκεκριµένα στη Σύµβαση της Χάγης του 1907 είχε περιληφθεί ο «όρος Μαρτενς»[8] που ανέφερε ότι
«Έως ου καταρτισθή πληρέστερος κώδιξ των εν πολέµω νόµων τα Υψηλά συµβαλλόµενα Μέρη, κρίνουσι σκόπιµον να βεβαιώσωσιν ότι εις τας περιπτώσεις τας µη παρ’ αυτών κανονισθείσας οι τε πληθυσµοί και οι εµπόλεµοι µένουσιν υπό την προστασίαν και το κράτος των αρχών του διεθνούς δικαίου, οίαι αύται πηγάζουσιν εκ των υπό των πεπολιτισµένων εθνών τεθέντων εθίµων, των νόµων της φιλανθρωπίας και των απαιτήσεων της δηµοσίας συνειδήσεως».[9]
Το κείµενο αυτό καταδεικνύει ότι η διεθνής κοινότητα αναγνώριζε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ότι υπήρχαν υπέρτερες αρχές και διεθνή έθιµα που δεν είχαν ακόµη κωδικοποιηθεί και τα οποία προστάτευαν τους πληθυσµούς κατά την περίοδων ενόπλων συγκρούσεων.[10]
Αυτό κατέστη σαφέστερο όταν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, την 24η Μαΐου 1915, οι δυνάµεις της Αντάντ καταδίκασαν τις σφαγές των Αρµενίων από την Οθωµανική κυβέρνηση. Προειδοποίησαν ότι «λόγω των νέων αυτών εγκληµάτων της Τουρκίας κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισµού» θα θεωρούσαν υπευθύνους όλα τα µέλη της τουρκικής κυβερνήσεως καθώς και τους αξιωµατούχους που είχαν αναµειχθεί στις σφαγές.[11] Η Τουρκία απάντησε ότι εντός των συνόρων της µπορεί να λάβει οποιοδήποτε µέτρο για την ασφάλειά της χωρίς να έχει υποχρέωση να εξηγήσει τις ενέργειές της σε ξένες κυβερνήσεις. [12]
Το 1919 κατά τη διάσκεψη για την ειρήνη στο Παρίσι θεσπίσθηκε ειδική επιτροπή µε αντικείµενο τις ευθύνες και κυρώσεις που έπρεπε να επιβληθούν στις ηττηθείσες δυνάµεις κατά τον Πόλεµο. Εκεί συζητήθηκαν µεταξύ άλλων και τα εγκλήµατα που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια του πολέµου, περιλαµβανοµένης και της γενοκτονίας των Αρµενίων. Ο Νικόλαος Πολίτης, µέλος της επιτροπής και Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος πρότεινε τη υιοθέτηση µίας νέας κατηγορίας εγκληµάτων πολέµου που συνιστούν «σοβαρές παραβιάσεις του ανθρωπίνου δικαίου» αν και για τεχνικούς λόγους µπορεί να µην αντίκεινται σε συγκεκριµένες διατάξεις του ποινικού δικαίου.[13]
Οι θέσεις του Πολίτη έγιναν δεκτές από την επιτροπή που είχε αναλάβει να µελετήσει το θέµα. Το αποτέλεσµα ήταν ότι στα άρθρα 226 και 230 της Συµβάσεως των Σεβρών θεσπίσθηκε ρητή υποχρέωση της Τουρκίας να παραδόσει για να δικασθούν πρόσωπα που ήσαν υπεύθυνα για τις «σφαγές» που έλαβαν χώρα σε εδάφη της αυτοκρατορίας.
Εν όψει της πιθανής παραποµπής τους σε δικαστήριο για τις σφαγές των Αρµενίων, επτά υψηλόβαθµοι αξιωµατούχοι της ηγεσίας των Νεοτούρκων, άµεσα ενεχόµενοι στα εγκλήµατα, είχαν ήδη διαφύγει από την Κωνσταντινούπουλη από το Νοέµβριο του 1918.[14] Τελικώς, το 1920 οι Βρετανοί φυλάκισαν στην Μάλτα 118 υψηλόβαθµους Τούρκους που ενέχονταν σε εγκλήµατα πολέµου. Η µεγάλη δυσκολία συγκεντρώσεως αποδεικτικού υλικού για την περίοδο των σφαγών κατά τον Α΄Παγκόσµιο Πόλεµο και η απροθυµία συνεργασίας επ’ αυτού του θέµατος της οθωµανικής κυβερνήσεως, οδήγησε τελικώς το 1921 σε απελευθέρωση όσων Τούρκων παρέµεναν ακόµη στα χέρια των Βρετανών και δεν είχαν δραπετεύσει.
Παρ’ όλα αυτά στην ίδια την Οθωµανική αυτοκρατορία µεταξύ 1919-1921 διεξήχθησαν κάποιες δίκες αξιωµατούχων που έλαβαν µέρος στη γενοκτονία των Αρµενίων ενώπιον στρατοδικείων. Εκατόν τριάντα κατηγορούµενοι παραπέµφθηκαν για παραβίαση των οθωµανικών νόµων και όχι του διεθνούς δικαίου, γεγονός που αποδεικνύει ότι πέραν των εθιµικών διεθνών κανόνων υπήρχαν και εσωτερικοί τουρκικοί νόµοι που ποινικοποιούσαν µαζικές σφαγές αµάχων.14
Πέραν της καταδίκης κάποιων χαµηλόβαθµων αξιωµατούχων (σε µία περίπτωση σε θάνατο) οι δίκες παρέµειναν ηµιτελείς µέσα στη σύγχυση και στο χάος που επικρατούσε στην Τουρκία εκείνης της περιόδου. Η επιβολή του κεµαλικού καθεστώτος και η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης µε την οποία ουσιαστικά αµνηστεύθηκαν τα εγκλήµατα εκείνης της περιόδου,[15] οδήγησε στην τελική ατιµωρησία των υπευθύνων.
Συµπερασµατικά, η καταδίκη εγκληµάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως είναι η γενοκτονία, δεν ήταν έννοια άγνωστη προ του 1948. Αφ’ ενός µεν είχε περιληφθεί η σχετική αναφορά στους κανόνες του διεθνούς εθιµικού δικαίου στη σύµβαση της Χάγης του 1907. Αφ’ ετέρου δε τα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει τον Α΄Παγκόσµιο Πόλεµο και η προσπάθεια για εκδίκαση των ενεχοµένων στη γενοκτονία των Αρµενίων καθώς και η φυγή των πρωταιτίων καταδεικνύουν ότι ήταν σαφές και στην Τουρκία ότι πράξεις όπως οι µαζικές δολοφονίες, οι προσχηµατικές µετακινήσεις πληθυσµών που κατέληγαν σε εξόντωσή τους, η σφαγή όλων των ανδρών, οι βιασµοί γυναικών κ.λ.π. ήσαν απολύτως καταδικαστέες τόσο από το διεθνές όσο και από το οθωµανικό δίκαιο.
4. Τα γεγονότα µετά την κατάρρευση του µετώπου στην Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922
Με βάση τον ορισµό της γενοκτονίας της συµβάσεως του 1948, θα εξετασθούν τα γεγονότα του 1922. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν αρκούν φόνοι σε εκτεταµένη κλίµακα για να υπάρχει γενοκτονία. Πρέπει ταυτοχρόνως να µπορεί να αποδειχθεί ότι υπήρχε πρόθεση ολικής ή µερικής καταστροφής των Ελλήνων. Σε άλλη περίπτωση θα έχουµε εγκλήµατα πολέµου ή εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας, όταν στρέφονται κατά αµάχων, αλλά δεν θα υπάρχει γενοκτονία.
Μαζικές συλλήψεις και εκτοπισµοί αρρένων: Στις 3/16 Σεπτεµβρίου 1922, µία εβδοµάδα µετά την είσοδο των Τούρκων στη Σµύρνη, ο στρατιωτικός διοικητής Σµύρνης Νουρεντίν µε την υπ’ αριθµόν 5 διαταγή του[16] έδωσε εντολή να συλληφθούν όλοι οι άρρενες Έλληνες και Αρµένιοι ηλικίας από 18 έως 45 ετών. Στην πράξη περιελήφθησαν όλοι οι άρρενες ηλικίας 16 έως 55-60 ετών. Όλοι αυτοί εστάλησαν στα Τάγµατα Εργασίας [Αµελέ Ταµπουρού] (για τα οποία γίνεται λόγος κατωτέρω) και εξοντώθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Η σύλληψη και εξόντωση όλου του άρρενος πληθυσµού µίας οµάδας αποτελεί κατ’ εξοχήν µέσον γενοκτονίας, αφού στερεί την δυνατότητα αναπαραγωγής της φυλής και, υπό τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, προστασίας των γυναικοπαίδων και παροχής µέσων για την επιβίωσή τους.
Εθνικές εκκαθαρίσεις: Με την ίδια απόφαση εκλήθησαν όλες οι οικογένειες Ελλήνων και Αρµενίων που κατάγονταν από τα παράλια της Σµύρνης να εγκαταλείψουν µέχρι την 17/30 Σεπτεµβρίου 1922 τη χώρα. Όσοι δεν είχαν φύγει µέχρι τη συγκεκριµένη ηµεροµηνία θα εθεωρούντο ύποπτοι απειλής κατά της ασφάλειας του στρατού και της δηµοσίας τάξεως µε συνέπεια την εξορία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι µαζικές διώξεις και οι συλλήβδην εκτοπίσεις όλων των γυναικοπαίδων, λαµβανοµένων υπ’ όψιν και των αντίστοιχων µεθόδων που ακολούθησαν οι Τούρκοι για τη γενοκτονία των Αρµενίων, συνιστούν εθνοκάθαρση και γενοκτονία.
Τάγµατα εργασίας: Οι αιχµάλωτοι άνδρες και όσα γυναικόπαιδα δεν µπόρεσαν εντός του καθορισµένου από τον Νουρεντίν διαστήµατος των 13 ηµερών να διαφύγουν από τη Μικρά Ασία (µέχρι δηλ. την 17/30 Σεπτεµβρίου 1922), οδηγήθηκαν στα Τάγµατα Εργασίας. Αρκετοί από αυτούς εσφάγησαν τις αµέσως επόµενες ηµέρες. Οι υπόλοιποι εξολοθρεύθηκαν από κακουχίες, ασιτία, επιδηµίες εξανθηµατικού τύφου και εντερίτιδας.
Από τον δεκάδες χιλιάδες αιχµαλώτων (µόνον από την πόλη και την περιοχή της Σµύρνης υπολογίζεται ότι είχαν συλληφθεί 150.000 άτοµα) επέζησαν και ήλθαν στην Ελλάδα το 1924 περίπου 15.000.[17] Αξίζει να σηµειωθεί ότι όσοι επιζούσαν ένα περίπου χρόνο µετά τη σύλληψή τους, κατά την υπογραφή της Συµβάσεως περί ανταλλαγής πληθυσµών, έπρεπε σύµφωνα µε το άρθρο 4 να σταλούν αµέσως στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά οι τουρκικές αρχές τους κράτησαν παρά τη συµφωνία για ακόµη εννέα µήνες, υποβάλλοντάς τους σε σκληρή καταναγκαστική εργασία.[18]
H πυρπόληση της Σµύρνης: Στις 31 Αυγούστου/13 Σεπτεµβρίου 1922 έγινε η πυρπόληση της Σµύρνης. Σύµφωνα µε όλες τις µαρτυρίες, η πυρπόληση ήταν εσκεµµένη[19] και καθοδηγούµενη από τον τουρκικό στρατό. Τούρκοι στρατιώτες µε δοχέια πετρελαίου και εµπρηστικές βόµβες πυρπόλησαν όλες τις ελληνικές και την αρµενική συνοικία, «αφήνοντας την πιο εύφλεκτη τουρκική συνοικία» απείρακτη.[20] H φωτιά διήρκεσε επί µία εβδοµάδα καταστρέφοντας 55.000 σπίτια, εκ των οποίων 43.000 ελληνικά, 10.000 αρµενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Η καταστροφή των κατοικιών εκ προθέσεως, όπως έγινε µε το σύνολο σχεδόν των ελληνικών κατοικιών στη Σµύρνη, συνιστά αποστέρηση των κατοίκων από τις εστίες τους και υποβολή της οµάδας σε συνθήκες διαβιώσεως δυνάµενες να επιφέρουν την πλήρη ή µερική σωµατική καταστροφή αυτής.
Μαζικές σφαγές ελληνικών πληθυσµών: Παραλληλα µε τις συλλήψεις, την εθνοκάθαρση και τους εκτοπισµούς, σηµειώθηκαν πολλές µαζικές σφαγές του ελληνικού πληθυσµού στη Δυτική Μικρά Ασία[21] και στον Πόντο. Ο Ρακτιβάν, σύµβουλος του Βενιζέλου κατά τη συνδιάσκεψη της Λωζάνης, χρησιµοποιώντας τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του ο Βενιζέλος θεωρεί, ότι τα θύµατα µεταξύ των Ελλήνων στην περίοδο 1919-1922 ανέρχονταν περίπου σε 500.000.[22] Εξ άλλου ήδη από τον Μάϊο του 1922 είχαν συζητηθεί στο βρετανικό κοινοβούλιο αναφορές για «τροµακτικές ωµότητες» των κεµαλικών δυνάµεων στον Πόντο «στα πλαίσια συστηµατικής πολιτικής για την εξολόθρευση των χριστιανικών µειονοτήτων στη Μικρά Ασία».[23]
Μαζική έξοδος: Λόγω της απειλής των σφαγών, 760.000 πρόσφυγες,[24] η κατά άλλους συγγραφείς 848.000[25] ή 900.000,[26] διέφυγαν το χρονικό διάστηµα αµέσως µετά τη κατάρρευση του µετώπου στην Ελλάδα για να γλυτώσουν τη ζωή τους.
Κατόπιν αυτών των στοιχείων είναι εµφανές ότι υπήρξαν µαζικές εξοντώσεις του πληθυσµού είτε άµεσα µε σφαγές, είτε µε υποβολή σε συνθήκες που επέφεραν το φυσικό τους θάνατο. Οι εξοντώσεις ήσαν συστηµατικές και στράφηκαν αδιακρίτως κατά του ελληνικού άµαχου πληθυσµού. Η πρόθεση για αυτές τις εξοντώσεις από πλευράς τουρκικής ηγεσίας, εκδηλώθηκε µε τις σχετικές αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο, όπως φαίνεται µε διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Σµύρνης Νουρεντίν, αλλά και τη µετέπειτα στάση της τουρκικής κυβερνήσεως µε την πρακτική των Αµελέ Ταµπουρού. Κατόπιν αυτών των στοιχείων είναι προφανές ότι υπήρξε γενοκτονία του ελληνισµού, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στις περιοχές που ήσαν από το 1919 υπό ελληνική διοίκηση.[27] Η γενοκτονία συνοδεύθηκε από εθνοκάθαρση του ελληνικού και αρµενικού στοιχείου.
5. Η αµφισβήτηση της γενοκτονίας
Τα βασικά επιχειρήµατα όσων αµφισβητούν τη γενοκτονία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία είναι τα εξής:
α. Τα όσα έγιναν στη Μικρά Ασία ήταν «συνέπεια ενός αιµατηρού πολέµου στον οποίο η Ελλάδα όχι µόνον ήρξατο πρώτη χειρών αδίκων, αλλ’ ενεπλάκη σε ένα αδιέξοδο για σκοπούς κατακτητικούς και όχι απελευθερωτικούς…»[28]
β. η εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία έγινε στο πλαίσιο της Συνθήκης περί ανταλλαγής πληθυσµών του 1923[29]
γ. αντιστοίχως η Ελλάδα µπορεί να κατηγορηθεί για ανάλογη συµπεριφορά έναντι των Τούρκων.
δ. «δεν είναι γνωστό κάποιο σχέδιο, όπως στην περίπτωση των Αρµενίων. Δεν υπάρχει για τους Έλληνες κάτι αντίστοιχο µε την εντολή του Ταλάτ Πασά για τη ‘µαζική εκτόπιση’ των Αρµενίων το 1915»,30
Επ’ αυτών πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα:
α. Ο ελληνοτουρκικός πόλεµος δικαιολογεί τα όσα έγιναν στη Μικρά Ασία το Σεπτέµβριο του 1922;
Ανάλογο επιχείρηµα είχε αντιµετωπίσει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση της προσφυγής της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατά της Γιουγκοσλαβίας. Το Διεθνές Δικαστήριο τότε είχε τονίσει ότι από πουθενά δεν συνάγεται πως η απαγόρευση της γενοκτονίας εξαρτάται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή εκτελείται. Η γενοκτονία απαγορεύεται σε περιόδους πολέµου και ειρήνης. Το κρίσιµο στοιχείο που ενδιαφέρει είναι να εκτελούνται οι πράξεις που συνιστούν γενοκτονία και όχι η φύση της διαµάχης και οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η γενοκτονία.[30]
Συνεπώς, είναι παντελώς αδιάφορο εάν η γενοκτονία των Ελλήνων έλαβε χώρα αµέσως µετά τη συντριβή του ελληνικού στρατού και ήταν “µοιραία συνέπεια” του θυµού ή της εκδικήσεως των Τούρκων για εκείνους που είχαν εισβάλλει στην πατρίδα τους. Με αυτή τη “λογική”, οι λαοί της Ευρώπης θα µπορούσαν αµέσως µετά το τέλος των δύο παγκοσµίων πολέµων να προβούν σε γενοκτονία των Γερµανών όντας απολύτως δικαιολογηµένοι.
Επιπλέον, εκτός από νοµικά αδιάφορος, είναι και εκτός ιστορικής πραγµατικότητας ο ισχυρισµός ότι η Ελλάδα “ήρξατο πρώτη χειρών αδίκων”. Πολύ πριν τη µικρασιατική εκστρατεία, η πολιτική των Νεοτούρκων ήταν η εξόντωση των µη µουσουλµανικών πληθυσµών. Ιθύνων νούς υπήρξε ο γερµανός στρατηγός Λίµαν Φον Σάντερς που ανέλαβε το 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας.
Υπό την καθοδήγησή του άρχισε ο βίαιος εκτοπισµός των ελληνικών πληθυσµών της δυτικής Μικράς Ασίας προς την ενδοχώρα.[31] Η εντολή δόθηκε µε απόφαση της τουρκικής κυβερνήσεως στη διοίκηση Σµύρνης στις 14 Μαϊου 1914.[32] Αν και ο εκτοπισµός δεν επεκτάθηκε στην πόλη της Σµύρνης, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες από τις αγροτικές περιοχές της Τροίας έως τον κόλπο της Σάµου εκτοπίσθηκαν ή διέφυγαν στην Ελλάδα για να γλυτώσουν. Παράλληλα µε τους εκτοπισµούς γίνονταν και επιτάξεις περιουσιών µε στόχο τον πλήρη αποκλεισµό των Ελλήνων από την οικονοµική ζωή.
Πολλές φορές οι εκτοπισµοί συνοδεύονταν από αθρόες σφαγές (π.χ. Φώκαια). Υπενθυµίζεται ότι µε τη µέθοδο των εκτοπισµών και των πορειών µέσα σε δυσµενείς καιρικές συνθήκες εξοντώθηκε το αρµενικό στοιχείο. Οι διωγµοί και οι βίαιοι εκτοπισµοί των Ελλήνων συνεχίσθηκαν µέχρι και το 1917.[33] Τα σπίτια των εκτοπισθέντων καταλάµβαναν αµέσως µουσουλµάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια. Τέλος, οι αστικοί πληθυσµοί διώχθηκαν δια µέσου της υποχρεωτικής στρατολογήσεως των ανδρών από 20-45 ετών, οι οποίοι εστάλησαν υπό εξοντωτικές συνθήκες εργασίας στα περιώνυµα Αµελέ Ταµπουρού-Τάγµατα Εργασίας. Υπολογίζεται ότι κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο συνολικά 200.000 Έλληνες υποχρεωθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από τη Μικρά Ασία είτε ως πρόσφυγες είτε ως εκτοπισµένοι στην Ανατολία.[34]
Η γενοκτονία των Ελλήνων το 1922 δεν υπήρξε ένα συµπτωµατικό, «τυχαίο» γεγονός. Ήταν συνέχεια ενός ευρύτερου σχεδίου που είχε ξεκινήσει η ηγεσία του νεοτουρκικού κινήµατος µε σκοπό τη δηµιουργία εθνικού κράτους απαλλαγµένου από µη µουσουλµανικά-τουρκικά στοιχεία. Είχε ξεκινήσει κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου µε τους Αρµενίους γενικώς και τους Έλληνες της περιοχής της Σµύρνης. Συνεχίσθηκε από το κεµαλικό καθεστώς µε την εξόντωση όχι µόνον όλων των Ελλήνων της Ανατολίας αλλά και κάθε χριστιανικού στοιχείου στη δυτική Μικρά Ασία µετά την είσοδο των κεµαλικών στρατευµάτων στη Σµύρνη. Μετά το τέλος του πολέµου στόχος έγιναν οι εναποµείνασες µη µουσουλµανικές µειονότητες στην Κωνσταντινούπολη και οι Κούρδοι της νοτιανατολικής Τουρκίας.[35]
β. Η εκδίωξη των Ελλήνων έγινε στο πλαίσιο της συνθήκης περι ανταλλαγής πληθυσµών
Η Συνθήκη περί υποχρεωτικής ανταλλαγής των ελληνικών πληθυσµών που ζούσαν στην Τουρκία και των µουσουλµανικών πληθυσµών που ζούσαν στην Ελλάδα υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923. Κατ’ εφαρµογή της συγκεκριµένης συνθήκης αντηλλάγησαν 189.916 Έλληνες και 355.635 Τούρκοι. Ο αριθµός του 1.100.000 Ελλήνων προσφύγων που αναφέρεται ότι έχει φθάσει στην Ελλάδα από την Τουρκία, περιλαµβάνει και όσους έφυγαν υπό την απειλή σφαγής πριν την υπογραφή της συνθήκης. Οι 189.000 Έλληνες προέρχονταν όλοι από περιοχές άλλες εκτός των αιγαιακών παραλιών της Μικράς Ασίας αφού εκεί δεν είχε µείνει ούτε ένας Έλληνας. Όπως ανέφερε και ο ΄διος ο Βενιζέλος σε µία επιτροπή προσφύγων το 1929:
«Το σύµφωνο της Λωζάνης στην ουσία δεν αποτελεί σύµφωνο για την ανταλλαγή ελληνικών και µουσουλµανικών πληθυσµών και των περιουσιών τους αλλά µόνον ένα σύµφωνο για την αποχώρηση του µουσουλµανικού πληθυσµού από την Ελλάδα µετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία. Αυτή είναι η πραγµατικότητα»[36]
Συνεπώς, η εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας είχε συντελεσθεί µήνες πριν την υπογραφή της συνθήκης και δεν είχε σχέση µε την ανταλλαγή των πληθυσµών.[37]
Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η συµφωνηθείσα ανταλλαγή των πληθυσµών βασίσθηκε εν πολλοίς και στην εµπειρία που είχε προηγηθεί από τη γενοκτονία των Αρµενίων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου. Η αρµενική γενοκτονία νοµιµοποιούσε τη βασική ιδέα της µετακινήσεως ενός τόσο µεγάλου αριθµού ατόµων αφού τυχόν παραµονή θα εγκυµονούσε σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλειά τους.39
γ. Τα έκτροπα του ελληνικού στρατού την περίοδο 1919-22
Είναι γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός κατά τη διάρκεια της περιόδου 1919-22 προέβη σε αρκετές περιπτώσεις σε έκτροπα εις βάρος Τούρκων.[38] Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα γεγονότα αµέσως µετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη το 1919 (που οδήγησαν στη σύσταση ειδικής διασυµµαχικής ανακριτικής επιτροπής προς διερεύνηση των γεγονότων),[39] οι καταστροφές τουρκικών χωριών στη ζώνη επιχειρήσεων κατά την εκστρατεία του 1921 και οι πυρπολήσεις χωριών, σιδηροδροµικών σταθµών και γεφυρών κατά την υποχώρηση των υπολειµµάτων του στρατού µετά τη διάσπαση του µετώπου το 1922.[40]
Για να διαπιστωθεί όµως η γενοκτονία απαιτείται να διαπιστωθεί και η πρόθεση για την ολική ή µερική καταστροφή της οµάδας. Στην προκειµένη περίπτωση κρίσιµο στοιχείο είναι να δούµε ποιά ήταν η επίσηµη θέση της ελληνικής πλευράς και κατά πόσον είχε την πρόθεση της γενοκτονίας, κατευθύνοντας αντιστοίχως και τον ελληνικό στρατό προς αυτή την κατεύθυνση. Επ’ αυτού του θέµατος υπάρχει πληθώρα στοιχείων σύµφωνα µε τα οποία η επίσηµη ελληνική πολιτική ήταν η τιµωρία όσων ενέχονταν σε εγκλήµατα πολέµου κατά των Τούρκων. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:
Την ηµέρα αποβιβάσεως των ελληνικών στρατευµάτων στη Σµύρνη το 1919 υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισµών µε Τούρκους στρατιώτες, που είχε ως αποτέλεσµα τον τραυµατισµό και θάνατο 47 πολιτών διαφόρων εθνικοτήτων, 5 Τούρκων στρατιωτών και 2 Ελλήνων. Επίσης, µετά τα επεισόδια δολοφονήθηκαν αιχµάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες. Ανάλογα περιστατικά έγιναν και στο Αϊδίνιο κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού. Επ’ αυτών των επεισοδίων ο Βενιζέλος τηλεγράφησε τα ακόλουθα:
«…των αξιοθρήνητων τούτων γεγονότων η ευθύνη βαρύνει τα στελέχη του στρατού της κατοχής. Και κατά µεν των αµεσώτερον ευθυνοµένων αξιωµατικών θα ασκηθή ο προσήκων έλεγχος µετά πάσης της επιβαλλοµένης εκ των περιστάσεων αυστηρότητος. Αλλά αισθάνοµαι την ανάγκη να απευθυνθώ προς πάντας τους αξιωµατικούς του σώµατος κατοχής και να ζητήσω παρ’ αυτών να δειχθούν άξιοι της υψηλής αποστολής…Δια τούτο αξιώ παρά των αξιωµατικών όπως συναισθανόµενοι πλήρως την κρισιµότητα της δηµιουργηθείσης καταστάσεως, αντιδράσουν αποτελεσµατικώς κατ’ αυτής όχι µόνον δι’ απαύστου διδασκαλίας προς τους στρατιώτας αλλά και εκθέτοντες εν ανάγκη εις κίνδυνον αυτήν την ζωή των δια να προλάβουν παρεκτροπάς των υπ’ αυτούς ανδρών…
Ήλθοµεν εις Μικράν Ασίαν όχι δια να φέρωµεν την ελευθερίαν εις µόνους τους οµοεθνείς µας αλλά και δια να διασφαλίσωµεν αυτήν εξ ίσου εις όλα τα στοιχεία του πληθυσµού. Εάν εις το υψηλόν έργον όπερ αναλάβοµεν τους εύροµεν αντιπράττοντες θα συµπεριφερθώµεν προς αυτούς ως προς εχθρούς. Εφιστώ ακόµη την προσοχήν των αξιωµατικών επί της ανάγκης να αποδέχωνται δυσπίστως τα καταγγελόµενα υπό το οµογενών κατά αλλογενών. Η µακρά δουλεία και τα µακρά παθήµατα άγουν αυτούς πολλάκις να ρέπουν εις διατύπωσιν υπερβολικών, ενίοτε και αβασίµων κατηγοριών δια να εκδικηθούν παλαιάς ή και προσφάτους αδικίας…»[41]
Η ίδια στάση κυριάρχησε µέχρι και του τέλους της επίσηµης ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πόλη της Σµύρνης παρέµειναν καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής άνω των 200.000 Τούρκων. Εάν υπήρχε πρόθεση γενοκτονίας αυτοί θα έπρεπε να ήσαν τα πρώτα θύµατα. Εξ άλλου, η παραµονή ως Ύπατου Αρµοστή στη Σµύρνη του Αριστείδη Στεργιάδη από το 1919 έως το 1922 παρά την αλλαγή των κυβερνήσεων, ήταν χαρακτηριστική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς. Ο Στεργιάδης ήταν γνωστός για την αυστηρότητά του στην τήρηση της ισοπολιτείας. Συχνά η ελληνική κοινή γνώµη τον κατηγορούσε ότι τιµωρούσε υπερβολικά χριστιανούς ανώ αντιθέτως ήταν επιεικής µε τους µουσουλµάνους.
Τα εγκλήµατα που διέπραξε ο ελληνικός στρατός κατά την παραµονή του στη Μικρά Ασία ήσαν αναφίβολα εγκλήµατα πολέµου. Υπεύθυνοι για τη διάπραξή τους ήσαν οι στρατιώτες και οι διοικητές τους. Όσον καιρό όµως υπήρχε οργανωµένη ελληνική διοίκηση στη Μικρά Ασία καταδίκαζε αυτά τα γεγονότα και τιµωρούσε σε γενικές γραµµές τους υπαίτιους. Επιπλέον τα συγκεκριµένα εγκλήµατα δεν έλαβαν ποτέ µαζική µορφή εις βάρος συλλήβδην των Τούρκων που κατοικούσαν στην περιοχή υπό ελληνική διοίκηση και φυσικά δεν µπορούν σε καµία περίπτωση να θεωρηθούν γενοκτονία.
Η διάκριση µεταξύ αυτών των εγκληµάτων πολέµου µε τη γενοκτονία είναι αντίστοιχη µε τις εκτελέσεις Ελλήνων από τους Γερµανούς και την εξαφάνιση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση των εκτελέσεων έχουµε έγκληµα πολέµου, που σαφώς καταδικάζεται, ενώ στη περίπτωση των Εβραίων έχουµε γενοκτονία ενός πληθυσµού.
δ. Δεν υπάρχει στην περίπτωση των Ελλήνων αντίστοιχη εντολή σαν αυτή του Ταλάτ Πασά για τη γενοκτονία των Αρµενίων
Όπως αναφέρεται και στην αρχή του κειµένου, υπάρχει η διαταγή υπ’ αριθµόν 5 του Νουρεντίν Πασά µε ηµεροµηνία 3 Σεπτεµβρίου 1922. Το περιεχόµενό της είναι όµοιο µε αυτό των εντολών του Ταλαάτ Πασά από 9 Φεβρουαρίου 1915 µέχρι 7 Μαρτίου 1916,[42] που οδήγησαν στη γενοκτονία των Αρµενίων.
6. Μικρασιατική Καταστροφή ή γενοκτονία;
Είναι γεγονός ότι η ψήφιση του Ν. 2645/98 έγινε σε µία περίοδο που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήσαν κακές. Είναι επίσης γεγονός, ότι ο όρος που έχει καθιερωθεί µεταξύ των Ελλήνων και απεικονίζει πλήρως την πραγµατικότητα των όσων συνέβησαν στη Μικρά Ασία µετά την κατάρρευση του µετώπου τον Αύγουστο του 1922 είναι ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή». Αυτό δεν σηµαίνει ότι όσα έγιναν στη Μικρά Ασία δεν συνιστούσαν γενοκτονία, όπως αντιστοίχως ό όρος «ολοκαύτωµα» δεν σηµαίνει ότι δεν έγινε γενοκτονία των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Εξ άλλου στα κείµενα της εποχής για τη Μικρά Ασία αναφέρεται ο όρος «εξανδραποδισµός» των Ελλήνων.[43]
Ο όρος καταστροφή αποκοµµένος από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε µπορεί να σηµαίνει τα πάντα: από την πυρκαγιά ενός σπιτιού µέχρι την έκρηξη ενός ηφαιστείου. Ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» στις ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε περιλαµβάνει εκτός από τη γενοκτονία, την εθνοκάθαρση, την καταστροφή των ελληνικών πολιτιστικών µνηµείων στην απέναντι όχθη του Αιγαίου, τη βίαιη αποκοπή του ελληνισµού από τις πατρογονικές εστίες του, το χάος της προσφυγιάς στην Ελλάδα, τη διάλυση ενός ολόκληρου κόσµου για ενάµισυ εκατοµµύριο Έλληνες.
Είναι σαφές ότι ο όρος ο οποίος θα συνεχίζει να περιγράφει τα όσα συνέβησαν το 1922 θα εξακολουθεί να παραµένει ο όρος Μικρασιατική Καταστροφή και δεν πρόκειται να αντικατασταθεί από τον όρο γενοκτονία. Η γενοκτονία όµως υπήρξε. Η γνώση των γεγονότων εκείνης της περιόδου δεν θα πρέπει να αποφεύγεται. Οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, πρέπει να χτίσουν τις σχέσεις τους βασιζόµενοι στην πραγµατικότητα, γνωρίζοντας τα ιστορικά γεγονότα και προσπαθώντας συνειδητά να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους για να µην ξαναζήσουµε τέτοιες εφιαλτικές ηµέρες.
[1] Δικηγόρος, λέκτορας του διεθνούς δικαίου στο Τµήµα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστηµίου και εταίρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).
[2] ΦΕΚ Α΄, 234/1998, σελ. 1013. Βλ. επίσης τους ακόλουθους νόµους µε ανάλογο αντικείµενο: Ν. 2193/1994, ΦΕΚ Α΄, 32/1994, σελ. 311, που καθιέρωσε την 19η Μαΐου ως ηµέρα µνήµης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, προς εκτέλεση του οποίου εκδόθηκε το Π.Δ. 99/1994, ΦΕΚ Α΄ 78/1994· επίσης ο Ν. 2397/1996, ΦΕΚ Α΄, 80/1996, σελ. 510 σύµφωνα µε τον οποίο «ορίζεται η 24η Απριλίου ως ηµέρα µνήµης της γενοκτονίας των Αρµενίων από την Τουρκία» προς εκτέλεση του οποίου εκδόθηκε το Π.Δ. 162/1997, ΦΕΚ, Α΄ 144/1997, σελ. 707· επίσης το Ν. 3218/2004, ΦΕΚ Α΄ 12/2004, σελ. 127, 27 για την καθιέρωση της 27ης Ιανουαρίου ως ηµέρα µνήµης των Ελλήνων Εβραίων µαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώµατος, προς εκτέλεση του οποίου εκδόθηκε το Π.Δ. 31, ΦΕΚ Α΄ 51/2005.
[3] Σύµφωνα µε το άρθρο 2 «ο χαρακτήρας, το περιεχόµενο, ο φορέας και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων εθνικής µνήµης καθορίζονται µε Προεδρικό Διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δηµόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Πολιτισµού, ύστερα από γνώµη της Οµοσπονδίας Προσφυγικών Σωµατείων Ελλάδος».
[4] Χρονικά η προώθηση του Π.Δ. συνέπεσε µε την απόφαση της γαλλικής εθνοσυνελεύσεως να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρµενίων στις 18 Ιουνίου 2001, βλ. Fabre, C., “La France s’apprête à reconnaître le génocide arménien de 1915”, & “Arménie, devoir de mémoire” (κύριο άρθρο), Le Monde, 18 Ιουνίου 2001. Το γεγονός προκάλεσε όξυνση στις σχέσεις Γαλλίας-Τουρκίας.
Ο Τούρκος πρέσβης στη Γαλλία αποχώρησε για µερικές ηµέρες από τη χώρα, το τουρκικό Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας καταδίκασε τη γαλλική στάση και απειλήθηκαν οι εµπορικές σχέσεις των δύο χωρών, Turkish Daily News, 23 Ιανουαρίου 2001. Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε ότι µπορεί να υπήρχαν αντίστοιχες αντιδράσεις από την Τουρκία σε µία περίοδο που γινόταν σοβαρή προσπάθεια να µειωθεί η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.
[5] Σύµφωνα µε την προπαρασκευαστική Επιτροπή για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που επεξεργάσθηκε και διευκρίνησε τους κανόνες που θα εφαρµόσει το Δικαστήριο, η σοβαρή βλάβη της σωµατικής ή διανοητικής ικανότητας µπορεί να περιλαµβάνει βασανισµούς, βιασµούς, σεξουαλική βία και απάνθρωπη ή υποτιµητική µεταχείριση. Report of the Preparatory Commission for the International Criminal Court, 2 November 2000, Addendum, PCNICC/2000/add.2
[6] Σύµφωνα µε την ίδια Επιτροπή, ο όρος «συνθήκες διαβιώσεως» µπορεί να περιλαµβάνει µελετηµένη αποστέρηση των πόρων που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση, όπως τροφή και ιατρικές υπηρεσίες καθώς και συστηµατική αποβολή από κατοικίες. Idem.
[7] “The principles underlying the Convention are recognised by civilised nations as binding on States even without any conventional obligation. It was intended that the Convention would be universal in scope. Its purpose is purely humanitarian and civilising. The contracting States do not have any individual advantages or disadvantages nor interests of their own, but merely a common interest.”, Reservation to the Convention on the prevention and punishment of the crime of Genocide, Advisory Opinion, 28 May 1951.
[8] Για περισσότερα βλ. Ticehurst, R., “The Martens Clause and the Laws of Armed Conflict”, στο συλλογικό έργο A Manual of International Humanitarian Laws, editor Naorem, S., Regency Publications, New Delhi, 2004.
[9] Σύµβασις περί των νόµων κι Εθίµων του κατά ξηράν πολέµου και προσηρτηµένος κανονισµός, (Convention (No IV) respecting the laws of war on land, 18 October 1907, preamble, Treaty Series No 539 Hague Convention) όπως το κείµενο µεταφράζεται στα Κείµενα Διεθνούς Πρακτικής-Ένοπλες Συρράξεις και Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, επιµέλεια Περράκη, Σ. & Μαρούδα, Μ-Ν., εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2001, σελ. 335.
[10] Στο πλαίσιο της ίδιας αντιλήψεως περί της προστασίας άµαχου πληθυσµού και µαχητών, τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν παρέµβει επανειληµµένως κατά τον 19ο αιώνα στην Οθωµανική αυτοκρατορία ζητώντας την προστασία χριστιανικών πληθυσµών που κινδύνευαν µετά από επαναστατικά γεγονότα, βλ. Dadrian, V., “Genocide as a problem of national and international law: the World War I Armenian case and its contemporary legal ramifications”, Yale Journal of International Law, 1989, vol. 14, σελ. 234-237.
[11] Bloxham, D., The Great Game of Genocide, Oxford University Press, Oxford, 2005, σελ. 136-139.
[12] Οppenheim’s International Law, Lauterpacht, H., 7th edition, Longmans, London, 1947, σελ. 583.
[13] Willis, J., Prologue to Nuremberg: the politics and diplomacy of punishing war criminals of the first World War, Greenwood Pub Group, New York, 1982, σελ. 157.
[14] βλ. Dadrian, ως ανωτέρω υποσ. 9, σελ. 282. Η Γερµανία στην οποία είχαν καταφύγει κάποιοι από τους πρωταίτιους όπως π.χ. ο Ταλάτ Πασάς αρνήθηκε τη σύλληψη και έκδοσή του στην Τουρκία. 14 Για περισσότερα βλ. Dadrian, ως ανωτέρω υποσ. 9, σελ. 293-317.
[15] Βλ. VII. Δήλωσις περί αµνηστείας και Πρωτόκολλον, 24 Ιουλίου 1923.
[16] Το ακριβές κείµενο της διαταγής µε ηµεροµηνία 3/16 Σεπτεµβρίου 1922 ή 16/9/1338 κατά το τουρκικό ηµερολόγιο αναφέρεται µεταξύ άλλων στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόµος ΙΕ, σελ. 237. Το αναφέρει επίσης και Αγγελοµάτης, Χρονικόν Μεγάλης Καταστροφής, Εστία, Γ΄Έκδοσις. Βλ. επίσης σε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαταγή υπ’ αριθ. 10/10 Σεπτεµβρίου 1922, σελ. 238.
[17] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόµος ΙΕ, σελ. 244. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, στους οµήρους που επέστρεψαν δεν περιλαµβάνονταν γυναίκες ή παιδιά.
[18] Το θέµα ήλθε κατ’ επανάληψη στη Μικτή Επιτροπή που είχε αναλάβει την Ανταλλαγή, βλ. σχετ. Commission Mixte pour l’ echange des populations Grecques et Turques, Procès-Verbaux, xii, 2nd meet. 9 October 1923, 13th meet. 31 October 1923 & 14th meet. 2 November 1923.
[19] Μοναδική εξαίρεση στη συµφωνία ελληνικών και ξένων πηγών για την εσκεµµένη πυρπόληση της Σµύρνης αποτελούν Τούρκοι συγγραφείς που αναφέρουν ότι «η τουρκική ευθύνη δεν αποδείχθηκε ποτέ», βλ. Shaw & Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Vol. II, Cambridge University Press, 1977, σελ.363 & fn.96. Ακόµη και ο Kinross στην αγιογραφία του Κεµάλ παραδέχεται ότι τη φωτιά ξεκίνησαν Τούρκοι στρατιώτες στην αρµενική συνοικία, Ataturk, the rebirth of a nation, Weidenfeld and Nicolson, London, 1990, σελ.324-326.
[20] “…which burned the European quarter and left the inflammable Turkish quarter scathless”, Toynbee, A. & Kirkwood, K., Turkey, Ernest Benn Ltd, London, 1926, σελ.107.
[21] Ενδεικτικά αναφέρονται οι πόλεις µε ακµαίο ελληνικό πληθυσµό Βουρλά, Αιβαλί, Μοσχονήσια, Μουδανία, Αξάρι, Μαγνησία, Κασαµπά.
[22] Βλ. αναφορά σε σχετική επιστολή του Ρακτιβάν προς τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, 24 Μαϊου 1924, όπως αναφέρεται σε Αποστολόπουλο, Φ.Δ., «Εισαγωγή», Η Έξοδος-Μαρτυριες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Τόµος Α’, Αθήνα, 1980, σελ. π΄, υποσ. 2. Για τον ακριβή αριθµό των θυµάτων υπάρχουν διάφορες εκτιµήσεις που ξεκινούν από τις 300.000 (Μαρκεζίνης), 400.000 (Μισαηλίδης), 640.000 (Πάλλης) και φθάνουν στο 1.000.000 (Καψής). Για τα αριθµητικά στοιχεία βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόµος ΙΕ, σελ. 247.
[23] Chamberlain, House of Commons, 3 & 15 Μαϊου 1922. Επίσης A History of the Peace Conference of Paris, ed. Temperley, Τόµος VI, Oxford, 1924, σελ. 36.
[24] Βλ. ακριβή στοιχεία σε Ladas, S., The exchange of minorities between Bulgaria, Greece and Turkey, The Macmillan Company, New York, 1932, σελ.437-442. Στην απογραφή του 1928 κατεγράφησαν 1.221.849 πρόσφυγες. Από αυτούς 151.892 είχαν µεταναστεύσει στην Ελλάδα πριν τη µικρασιατική καταστροφή. 117.633 πρόσφυγες προέρχονταν από άλλες χώρες εκτός Τουρκίας, π.χ Βουλγαρία, Ρωσία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία. Επίσης 189.916 Έλληνες ήλθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία µετά την ανταλλαγή των πληθυσµών το 1923. Είναι άγνωστος ο αριθµός των ατόµων που πέθαναν στην Ελλάδα λόγω των κακουχιών. Επίσης είναι αγνωστος ο αριθµός όσων µετανάστευσαν για τρίτες χώρες. Βλ. Πάλλης, Α., Συλλογή Στατιστικών σχετικώς µε την Ανταλλαγή Πληθυσµών, Αθήνα 1929, σελ. 4.
[25] Βλ. Πετροπουλος, Γ., «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσµών¨ελληνoτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», Ελευθέριος Βενιζέλος-κοινωνία-οικονοµία-πολιτική στην εποχή του, επιµ. Βερέµης & Γουλιµή, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1989, σελ. 443.
[26] Θεοτοκάς, Μ., Νοµικά και ιστορικά µελετήµατα, Αθήναι, Ίκαρος, 1947, σελ. 57.
[27] Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είχε ξεκινήσει από το 1919 και δεν αναφέρεται αυτοτελώς στην παρούσα µελέτη.
[28] Βλ. σχετ. Ελεφάντη, Α., «14 Σεπτεµβρίου: ηµέρα εθνικής αµνησίας», Τα Νέα, 24-25 Φεβρουαρίου 2001.
[29] Μπρεδήµας, A., «Ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή µία γενοκτονία;», Αυγή, 18 Φεβρουαρίου 2001. 30 Γαλατσιάτος, Π., “Ερωτηµατικά από αίµα για τη Μικρασιατική Καταστροφή», Τα Νέα, 24-25 Φεβρουαρίου 2001.
[30] “The Court will begin with a consideration of Yugoslavia’s first proposition. In doing so, it will start by recalling the terms of Article I of the Genocide Convention, worded as follows:
“The Contracting Parties confirm that genocide, whether committed in time of peace or in time of war, is a crime under international law which they undertake to prevent and to punish.”
The Court sees nothing in this provision which would make the applicability of the Convention subject to the condition that the acts contemplated by it should have been committed within the framework of a particular type of conflict. The contracting parties expressly state therein their willingness to consider genocide as “a crime under international law”, which they must prevent and punish independently of the context “of peace” or “of war” in which it takes place. In the view of the Court, this means that the Convention is applicable, without reference to the circumstances linked to the domestic or international nature of the conflict, provided the acts to which it refers in Articles II and III have been perpetrated.
In other words, irrespective of the nature of the conflict forming the background to such acts, the obligations of prevention and punishment which are incumbent upon the States parties to the Convention remain identical”. Case concerning application of the Convention on the prevention and punishment of the crime of genocide (Bosnia-Herzegovina v. Yugoslavia), 11 July 1996, ICJ Reports, General List No. 9, par. 31.
[31] Για τα στοιχεία που αποδεικνύουν το ρόλο των Γερµανών επιτελών στον ξεριζωµό του ελληνικού στοιχείου βλ. Αποστολόπουλος, Φ.Δ., «Εισαγωγή», στο Η Έξοδος-Μαρτυριες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Τόµος Α’, Αθήνα, 1980, σελ. νθ΄, υποσ. 6. Μεταξύ άλλων αναφέρεται δηµοσίευµα του Γερµανού Στρατηγού Ίµχωφ στον τύπο της Βιέννης, στις 29 Ιανουαρίου 1914 για ξεριζωµό του ελληνικού στοιχείου από την Τουρκία.
[32] Βλ. σχετ. Αλαµανή & Παναγιωτοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόµος ΙΕ, σελ. 98-102.
[33] Στις 27 Μαρτίου 1917 όλοι οι κάτοικοι του Αϊβαλιού από 20 έως 80 ετών υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να εκτοπισθούν στο εσωτερικό.
[34] Το αριθµό αυτό δίνει ο Ladas, S., The exchange of minorities between Bulgaria, Greece and Turkey, The Macmillan Company, New York, 1932, σελ.21. βλ. επίσης Psomiades, H., The Eastern Question: the last phase-a study in Greek-Turkish diplomacy, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1968, σελ.61-62, fn.8, όπου αναφέρεται πλήθος πηγών και στοιχείων. Η “Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή υπέρ των µετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσµών» αναφέρει 88.485 πρόσφυγες από τη Θράκη, 144.559 από τη δυτική Μικρά Ασία, 257.019 από τον Πόντο, σύνολο 490.063, Μαύρη Βιβλος, Κωνσταντινούπολις, 1919.
Στη σχετική συζ΄τηση που έγινε στη Γ’ Εθνοσυνέλευση αναφέρθηκε ο αριθµός των 727.286 που αφορά όµως το σύνολο των διωχθέντων και κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέµων, Βλ. Πρακτικά της Γ’ των Ελλήνων Εθνοσυνελεύσεως, Απρίλιος 1921, σελ. 21-22. Βλ. επίσης Puaux, R., La deportation et le rapatriement des Grecs en Turquie, Paris, 1919, σελ.6-8.
[35] Από την πλούσια βιβλιογραφία που υπάρχει σχετικώς, επισηµαίνεται το πρόσφατο βιβλίο του Bloxham, ως ανωτ. υποσ. 10, που προσεγγίζει εκ νέου όχι µόνον την πολιτική των Νεοτούρκων περί δηµιουργίας ενός «οµογενοποιηµένου» κράτους αλλά και τους λόγους που τα γεγονότα εκείνης της εποχής αγνοήθηκαν σε µεγάλο βαθµό µετά το 1923.
[36] Ladas, S., The exchange of minorities between Bulgaria, Greece and Turkey, The Macmillan Company, New York, 1932, σελ.465.
[37] Αξίζει να παρατηρηθεί ότι, ενώ κατά τα συµφωνηθέντα οι ανταλλαγέντες Έλληνες θα έφευγαν από τη Μικρά Ασία µετά τον Μάιο του 1924, για να προστατευθούν από τις δυσµενείς χειµερινές καιρικές συνθήκες, οι Τούρκοι τους κρατούσαν στα λιµάνια της Μικράς Ασίας υπό άθλιες συνθήκες και κινδύνευαν να αποδεκατισθούν από την πείνα και τις ασθένειες, βλ. «…Mr. Jackwith of the Near East Relief, in a report to Mr. Widding, neutral member of the Commission, reported that the Greecs driven to the ports of Asia Minor were in danger of suffering decimation during the winter from epidemics and starvation”, Ladas, S., The exchange of minorities between Bulgaria, Greece and Turkey, The Macmillan Company, New York, 1932, σελ.427-427. 39 Βλ. σχετ. Barutciski, M., “Population exchanges in international law and policy” στο συλλογικό έργο
Crossing the Aegean-An appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, Hirchon, R., editor, Berghahn Books, New York-Oxford, 2004, σελ. 27. Επίσης Bloxham, ως ανωτ. υποσ. 10, σελ. 110-111.
[38] Βλ. χαρακτηριστικά το βιβλίο του Toynbee, The western question in Greece and Turkey. A study in the conflict of civilizations, London, 1922, το οποίο πρακτικώς είχε ως συνέπεια να χάσει ο κορυφαίος ιστορικός την έδρα Κοραή στο Kings College του Λονδίνου, βλ. σχετ. Clogg, R., «Κικγς Κολλετζ, Λονδίνο και Ελλάδα, 1915-1922», Ελευθέριος Βενιζέλος-κοινωνία-οικονοµία-πολιτική στην εποχή του, επιµ. Βερέµης & Γουλιµή, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1989, σελ. 164-166.
[39] Για την τουρκική άποψη επί του θέµατος βλ. Erhan, Ç, Greek occupation of Izmir and adjoining territories Report of the inter-allied Commission of inquiry, (May-September 1919), Sam Papers No. 2/99, Ankara – April 1999. Επίσης βλ. σχετ. Αλαµανή-Παναγιωτοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόµος ΙΕ σελ. 125-126.
[40] “…the Greeks abandoning everything but their rifles and living off the country, stopped only long enough to set fire to village after village as they fled through them, leaving a trail of burning ruins behind”, αναφέρουν οι Toynbee, A. & Kirkwood, K., Turkey, Ernest Benn Ltd, London, 1926, σελ.106.Επίσης «Οι Έλληνες υποχωρώντας ή πιο σωστά φεύγοντας ασύντακτοι, έκαιγαν και κατάστρεφαν χωριά. Μα και οι Τούρκοι έσφαζαν τους Έλληνες που έπιαναν και έκαιγαν τα σπίτια των Χριστιανών», Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Τόµος ΧΙΙΙ, 1958, σελ.577 & υποσ.1. βλ. επίσης Kinross, Ataturk, the rebirth of a nation, Weidenfeld and Nicolson, London, 1990, σελ.314.
[41] Τηλεγράφηµα Βενιζέλου προς Στρατηγό Νίδερ, 1782/6625ΔΙ:[28]5.7.19, όπως αναφέρεται σε Σολοµωνίδου Β., «Βενιζέλος-Στεργιάδης, µύθος και πραγµατικότητα», στο συλλογικό έργο Ελευθέριος Βενιζέλος-κοινωνίαοικονοµία-πολιτική στην εποχή του, επιµ. Βερέµης & Γουλιµή, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1989, σελ. 509-510. Βλ. επίσης σχετ. Τριανταφυλλίδης, Χ., Η Μικρασιατική εκστρατεία και το ηµερολόγιον ενός οπλίτου, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιαννινα, 1984, σελ. 27.
[42] Τα τηλεγραφήµατα του Ταλαάτ Πασά δηµοσιεύθηκαν στην εφηµερίδα του Λονδίνου Daily Telegraph, 29 Μαϊου 1922.
[43] Αγγελοµάτης, ως ανωτ υποσ. 16, σελ. 271. Επίσης αναφέρεται σε σχέση µε τις δύο διαταγές του Νουρεντίν ότι φανέρωναν «την συστηµατικήν εφαρµογήν του σχεδίου εξαφανισµού πάσης ελληνικής ζωής και πλήρους εκτουρκισµού της Μικράς Ασίας»