Μικρασιάτικα αντέτια στον κύκλο του χρόνου

You are currently viewing Μικρασιάτικα αντέτια στον κύκλο του χρόνου

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΙ ΑΝΤΕΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ

Θοδωρής Κοντάρας, φιλόλογος

Κάθε γειτονιά συνήθειο, κάθε μαχαλάς κι αντέτι.

Αμέτρητα κι αλογάριαστα είναι τα έθιμα σε κάθε περιοχή του ελληνικού κόσμου. Έτσι και στην Ιωνία της Μικρας Ασίας, στη Σμύρνη και τα χωριά της, καθώς και στους εξήντα μικρούς και μεγάλους ελληνικούς οικισμούς της Ερυθραίας χερσονήσου, υπήρχαν πολλά αντέτια, δηλαδή έθιμα συνδεδεμένα με κάθε θρησκευτική ή λαϊκή γιορτή στον κύκλο του χρόνου. Πολλά από αυτά έχουν αρχαία καταγωγή και οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων ελληνικής ζωής στους τόπους εκείνους.

Άλλα είναι παρόμοια και κοινά σε περισσότερα μέρη κι άλλα συνηθίζονταν μόνο σε έναν οικισμό. Μερικά από αυτά, ολοένα και πιο λίγα, επιβιώνουν έως σήμερα στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, όμως τα περισσότερα δυστυχώς έχουν απολησμονηθεί, λόγω του διαφορετικού τρόπου ζωής των σημερινών ανθρώπων, που δεν συνάδει με τον παραδοσιακό πολιτισμό.

    Θα αναφερθούμε σε διάφορα  Μικρασιάτικα αντέτια, τα οποία συνηθίζονταν σχεδόν από όλους τους Ρωμιούς κατοίκους εκεί, στη γη της Ιωνίας, μέχρι το 1922, με βάση κάμποσες σκολάδες του καλανταριού.[1]

    Σκόπιμα χρησιμοποίησα το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, γιατί μου θυμίζει πάντα τους ανθρώπους της οικογένειας και της γειτονιάς μου, οι οποίοι μου χαρίσανε τη λατρεία τους για τις πατρίδες της Μικρασίας και μ’ έμαθαν εξ απαλών ονύχων ν’ αγαπώ καθετί το μικρασιάτικο. Έτσι, με τη ντοπιολαλιά τούτη μου φαίνεται πως τους ανασταίνω κι είναι σαν ν’ ακούω τη φωνή τους.

    Η σκόλη τ’ Άη-Γιωργιού, που ήπεφτε πάντα μετά τη Λαμπρή, πότες τον Απρίλη και πότες το Μα, ήτανε σκεδό σα μια δεύτερη Λαμπρή. Τήνε τιμούσανε για πολύ μεγάλη γιορτή και παντού ηστένανε παναΰρι, με αρνιά ψητά ή κεσκέκι,[2] γερό φαγοπότι και ξεφαντώματα, με παιχνίδια,[3] τραγούδια, χορούς και κούνιες, που τσι λέγανε λέμπι.

Τα γλέντια αυτά πιότερο ηγενούντοστε στσι εξοχές, μέσα στσι πρασινάδες, τα πούλουδα και τα δέντρα, που ήντουστε στην καλύτερή ντως ώρα. Μοναχά αν είχε μέσα στο χωριό γιά στην πόλη μεγάλη εκκλησιά τ’ Άη-Γιώργη, τότες ηκάνανε αυτού το παναΰρι, όπως στα Βουρλά, που ηγιόρταζε η δεύτερη εκκλησιά τση πολιτείας, στον Γκιούλμπαξε, που ηκάνανε το ξακουστό κεσκέκι (αντέτι που το συνεχίζουνε ακόμας οι Γκιουλμπαξώτες στα Μελίσσια), στο Μουρντουβάνι, που ‘χε και χωριό τ’ Άη-Γιωργιού, στον Τσεσμέ, που ηγιόρταζε το μοναστήρι,[4] και σε πολλά άλλα μέρη. Άσε πια τη Σμύρνη, που η ωραιότερη εκκλησιά τσης ήτανε αφιερωμένη στον Άγιο Γιώργη.[5]

Εκειδά ηγενούντανε το σώσε στο μέγα παναΰρι του! Πήχτρα η εκκλησιά στη λειτουργιά, πήχτρα και τα κέντρα του Και[6] κι αλλού, που ηβάνανε μπάλλους με παιχνίδια και μουζικάντηδοι και τραγουδιστάδες. Ο κόσμος αυτού μέσα ηδιασκέδαζε κι ηυκαριστιούντανε ώσαμε τα χαράματα.

    Τούτη τη μέρα στα χωριά ηματζεύανε και τ’ Άη-Γιωργιού τα πουλουδάκια γιά τ’ αγιωργίτικα, καταπώς ηλέανε το χαμομήλι, που το ‘χει βλοημένο –λέει– ο Άης Γιώργης, για ταύτος είναι φάρμακο και γιατρικό σε χίλια δυο παθήματα τ’ αθρώπου.

    Στην Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ είχανε ένα ωραίο αντέτι την παραμονή τση γιορτής να γυρνούνε πόρτα-πόρτα οι ψαρτάδες κι οι άλλοι καλλίφωνοι τση γειτονιάς με εικονίτσες τ’ Άη-Γιωργιού στα χέρια και να λένε τ’ Άη-Γιωργιού τα κάλαντρα, κείνο το παμπάλαιο επικό τραγούδι με το δράκο, μαθές, που το λένε σε ούλα τα μέρη τση πατρίδας μας, για να παινέψουνε το λεβέντη Άγιο μας:

Άη μου Γιώργη αφέντη μου κι ασημοκαβαλάρη,

αρματωμένε με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι,

στη δόξα και στη δύναμη θέλω ν’ σ’ αντιβάλω,[7]

όπου σκοτώνεις το θεριό, το δράκο το μεγάλο.

Θεριό έχομε στον τόπο μας σ’ ένα βαθύ πηγάδι

κι αθρώποι το ταΐζομε κάθε πρωί και βράδυ

κι α’ δεν του δώσομ’ άθρωπο μια μέρα να δειπνήσει,

σταλιά νερό δεν έδινε τον τόπο να δροσίσει…

Ο κόσμος τσι κερνούσανε γλυκά και λογιού-λογιού γλιγουδάκια.[8] Τ’ απόεμα τση γιορτής, όσοι δεν ηπηαίνανε σε βίζιτες και χαιρέτια,[9] ηβολτετζάρανε[10] με τσι βάρκες μέσα στο λιμανάκι του χωριού, με τραγούδια λαμπριάτικα και μαγιάτικα. Κι ήτανε ένα ωραίο πράμα να βλέπεις τόσες στολισμένες βαρκούλες γιομάτες με τσι πανηγυριστάδες να πηγαινόρκουνται σερίνικα[11] μέσα στη θάλασσα!

    Στη γιορτή τση Αναλήψεως γιά στα Σαράντα τση Λαμπρής, καταπώς την ηλέανε, αρκινούσε το καλοκαίρι. Ο κόσμος δεν ηδουλεύανε, παρά ηξεχυνούντανε στα κατάγιαλα[12] και στσι ακροθαλασσές, για να βραχούνε με θαλασσινό νερό και να πιάσουνε τη μαλλιαρή, μια πέτρα που ‘χε φυτρωμένα απάνου τσης κάτι ασπριδερά χορτάρια τση θάλασσας. Τούτη ‘δωνά τηνε κουβανούσανε στο σπίτι ντως, για να διώχνει τα μαμούνια ούλο το καλοκαίρι.

    Αυτού στην ακρογιαλιά, οι άντροι και τ’ αγόρια που ηξέρανε να κουλουμπάνε, ηπέφτανε για πρώτη φορά στη θάλασσα, ηπροσπαθούσανε να περάσουνε από σαράντα κύματα και να βυθιστούνε μέσα στο νερό τρεις βολές, για να ‘ναι γεροί και δυνατοί. Το γυναικομάνι κοίταε νά μπει στο νερό μοναχά ώσαμε τα γόνατα. Ηθυμιάζανε τη θάλασσα κι ημπουσκιουρντίζανε[13] με θάλασσα τα κεφάλια ντως και τσι κεφαλές των παιδακιώνε τως, λέγοντας τρεις βολές «Αναλείβγετ’ ο Χριστός, αναλείβγομαι κι εγώ» γιά «Συναλείβετ’ ο Χριστός, συναλείβομαι κι εγώ».[14]

Πίνανε και τρεις γουλίτσες νερό, για το καλό. Η θάλασσα ηθαρρούσανε πως ήτανε πια βλοημένη κι αγιασμένη, επειδής μέσα απ’ αυτήνανε αναλήφτηκε ο Χριστός στα ουράνια. Ηφέρνανε θαλασσινό νερό στο σπίτι ντως και με τούτο ημπουσκιουρντίζανε το σπίτι και τσι αυλές, ανώγια και κατώγια, τα ντάμια[15] και τα μπαξεδάκια, «για ν’ ανεληφτούνε», να φύουνε τα κακά, τ’ αμπάσκαμα,[16] η γουρσουζά κι η κακογλωσσά.

     Ούλα τούτα έχουνε μεγάλη σκέση, καταπώς φαίνεται, με τσι αρχαίες τελετές, με τον εξαγνισμό και την κάθαρση του σωμάτου μέσα αφ’ το θαλασσινό νερό. Έτσι κι αλλιώς, το μπάνιο κάμει πάντα καλό στο σώμα.

    Τη μέρα ετούτη ηματζεύανε και βοτάνια λογιώ-λογιώ για να κάνουνε αλοιφές. Πιστεύανε πως θα έχουν μεγάλη θεραπευτική δύναμη, συνδυάζοντας στο μυαλό ντως τσι λέξεις ανάληψη και αλοιφή.

    Στο Μελί, τση Αναλήψεως, τα κορίτσα ηκάνανε κλήδονα, όπως τόνε ξέρομε που τον ηκάνανε στ’ άλλα μέρη τ’ Ά-Γιαννιού του Φανιστή.[17] Έβαζαν αποβραδίς μέσα σ’ ένα κουμνί[18] με αμίλητο νερό τα ριζικά[19] ντως, το σκέπαζαν με κόκκινο πανί, το κλείδωναν τάχα με μια παλιοκλειδαριά και κλαδιά αλυγαριάς και τ’ αφήνανε να ξαστριστεί[20] ούλη τη νύχτα. Ανήμερα τόνε ανοίγανε, λέγοντας διάφορα στιχάκια, την ώρα που ητραβούσανε το ριζικό τση καθεμιανής. Έτσιδας ηπροσπαθούσανε να μαντέψουνε την τύχη ντως, το γάμο μαθές.

      Στ’ Αλάτσατα τούτη τη μέρα οι νοικοκυράδες πρωί-πρωί διαμοιράζανε γάλας από τσι κατσίκες τως για το καλό κι ετούτη τη μέρα πολλοί τήνε λέανε Γαλατερή Πέφτη. Το ίδιο ηκάνανε και οι Μελιώτες τσομπάνηδοι, που ήντανε και ξακουστοί. Τούτοι ‘δώ δεν ηβράζανε το γάλας ούτες ηπήζανε τυριά τση Αναλήψεως. 

      Στην Κάτω Παναγιά ηβγάζανε μετά τη λουτουργιά μια μεγάλη εικόνα τση Αναλήψεως στην ακροθαλασσιά κι από ‘κειδά θε’ να περνούσε ούλο το χωριό, που ασήμωνε την εικόνα με παράδες, με φαντά,[21] με λογιού-λογιού τάματα κι απέ ξεχύνουνταν στο γιαλό. Σε μιαν αμουλίτσα[22] ηπαίρνανε νερό από σαράντα κύματα και το ‘χανε για φάρμακο στο σπίτι, αφού με τούτοδα ηβρέχανε την κεφαλή ντως, όποτε τσι πονούσε. Οι γυναίκες και τα κορίτσια, που δεν ηκουλουμπούσανε τότες, ηβολτετζάρανε με τσι βάρκες πέρα-δώθε, ηψέλνανε το Χριστός Ανέστη κι ητραγουδούσανε ίσαμε το βράδυ. Τότες, κατά το δείλι, ηγιάγερνε η εικόνα στην εκκλησιά τσης, ματζί με τα τάματα, κι ο κόσμος ερχούσανε σπίτια ντως ευκαριστημένοι, καλοπερασμένοι και… αγιασμένοι.

     Στη Σμύρνη το πρώτο κολύμπι ηγενούντανε στα μπάνια του Ντυσσού, που ‘τανε στην άκρια τση Πούντας, στο τέρμα σκεδόν του Και. Αυτά τα μπάνια ήτανε ξέχως[23] για τσι άντροι και ξέχως για τσι γυναίκες. Μα οι πιο πολλοί Σμυρνιοί ηπηαίνανε στα προάστια για νά μπουνε στη θάλασσα, στο Καρατάσι και στο Κοκάργιαλι, στα Πετρωτά, στην Αγιά-Τριάδα, στο Κορδεγιό κι αλλού. Ηγιόρταζε και το Μπαργιακλί, που ‘χε μιαν ωραία εκκλησιά τση Ανάληψης κι ήκανε μεγάλο παναΰρι. Οι καφενέδες στην ακρογιαλιά ησερβέρνανε πολλοί μεζέδες κι ωραία σμυρναίικα φαγιά, ηπαίζανε τα παιχνίδια κι οι λατέρνες, ο κόσμος ηχόρευε, ητραγουδούσε κι ηδιασκέδαζε με την ψυχή του ώσαμε τη νύχτα.

[1] Γιορτές του ημερολογίου.

2 κεσκέκι: ειδικό γιορτινό φαγητό (για γάμους και πανηγύρια) που παρασκευάζεται με βραστό κρέας από πρόβατο, γίδα ή ταύρο, κρεμμύδια και κοπανισμένο στάρι. Ο χυλός αυτός είναι πολύ εύγευστος και θρεπτικός.

3 παιχνίδια: μουσικά όργανα.

4 Το διάσημο μοναστήρι του Άη-Γιώργη βρισκόταν στα βόρεια του Τσεσμέ. Η περιοχή του ακόμη και σήμερα ονομάζεται από τους Τούρκους Αγιά-Γιώργκη (Ayayorgi).

5 Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου της Σμύρνης βρισκόταν κοντά στην Αγ. Φωτεινή και ήταν από τις παλαιότερες της πόλης, χτισμένη στις αρχές του 17ου αι., ίσως και παλιότερα.

6 Και (γαλλ. Quai): η προκυμαία της Σμύρνης, συνολικού μήκους 3.350 μ.

7 αντιβάλλω: αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.

8 γλιγούδια, γλεούδια: λιχουδιές, κυρίως ξηροί καρποί μαζί με καραμέλες.

9 βίζιτες, χαιρέτια: επισκέψεις σε ονομαστικές γιορτές.

10 βολτετζάρω, βολτετζέρνω: βολτάρω, σεργιανώ.

11 σερίνικα: γαλήνια, ήρεμα.

12 κατάγιαλα: οι παραλίες, οι γιαλοί.

13 μπουσκιουρντίζω, μπουσκρουντίζω: ψεκάζω, πιτσιλώ.

14 Οι λέξεις αυτές στη σημασία τους αποτελούν συμφυρμό με τα ρήματα αλείφομαι και πασαλείβομαι.

15 ντάμι: αποθήκη.

16 αμπάσκαμα: βασκανία.

17 Γιορτάζει στις 24 Ιουνίου.

18 κουμνί, κουμνάκι: πήλινο δοχείο για ελιές, τουρσιά κ. ά., με ανοιχτό στόμιο.

19 ριζικά: τα τυχερά αντικείμενα (κοσμήματα, μικροαντικείμενα κλπ.)

20 να ξαστριστεί: να το δουν τα άστρα.

21 φαντά: υφαντά, εργόχειρα.

22 άμουλα, αμουλίτσα: μπουκάλι, μπουκαλάκι.

23 ξέχως: χωριστά.