Η Ελλάδα και η Τουρκία μοιράζονται πολλά κοινά. Το πιο επίκαιρο από αυτά είναι η στάση τους στο ζήτημα της γενοκτονίας των Οθωμανών χριστιανών στη Μικρά Ασία.
Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος
Η Τουρκία αποτελεί μια ειδική περίπτωση στις Διεθνείς Σχέσεις, λόγω του απολυταρχικού και εθνικιστικού χαρακτήρα που λαμβάνει, ως κράτος, θεμελιακά. Προϊόν της συντηρητικής επανάστασης των Νεότουρκων, ο διακηρυγμένος στόχος της ομάδας των ακραίων εθνικιστών στις αρχές του 20ου αι., ήταν να εθνικοποιήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή να εξοντώσουν όλες τις μη-τουρκικές εθνότητες.
Όπως οι Ναζί διακήρυτταν ότι οι Εβραίοι στερούν τον πλούτο από τους Γερμανούς, έτσι και οι οι Νεότουρκοι, αρκετά νωρίτερα σε σχέση με τους χιτλερικούς, πίστευαν ότι οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Ασσυροχαλδαίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στερούσαν το ψωμί των Τούρκων. Η συστηματική μελέτη της περιόδου, έχει αποδείξει πλέον τις ιδεολογικές και πρακτικές συγγένειες του Κεμαλισμού με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Γερμανοί αξιωματικοί που δημιούργησαν τα στραρόπεδα συγκέντρωσης, είχαν εκπαιδευτεί από τους Τούρκους συναδέλφους τους, οι οποίοι ήταν πρωτοπόροι στη μαζική εξόντωση πληθυσμών μέσα από τους εκτοπισμούς, τις μακρές πορείες στα βάθη της Ανατολής και τέλος τον εγκλεισμό στα Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας).
Πέραν της Τουρκίας όμως, υπάρχει και η Ελλάδα που «αρνείται» τη Γενοκτονία. Όχι αυτήν που διέπραξε –διότι δεν διέπραξε- αλλά αυτή που υπέστησαν οι Οθωμανοί Έλληνες. Τυπικά, το η ελληνική Βουλή τιμά τη μνήμη των θυμάτων στις 18 Μαΐου. Ουσιαστικά, η ιστορική μνήμη διώκεται από παντού: τον δημόσιο λόγο, την πολιτική, το σχολείο. Υπάρχουν κάποιοι που αρνούνται τον όρο για λόγους ποσοτικούς, επειδή, λένε, δεν σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί!
Αγνοούν, ότι ο όρος «γενοκτονία» είναι νομικός όρος, τεκμηριωμένος από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και αναφέρεται στην οργανωμένη προσπάθεια εξόντωσης εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων, δεν σχετίζεται με τον αριθμό των νεκρών ούτε με το αποτέλεσμα του στόχου. Έστω κι έτσι όμως, οι Έλληνες που χάθηκαν επειδή ήταν ‘Ελληνες, αριθμούν περίπου 1,5 εκατομμύριο ψυχές. Υπάρχουν άλλοι που αρνούνται στο πλαίσιο ενός ιδεολογικοποιημένου ψευδο-προοδευτισμού. Κατ’ αυτούς, οι Έλληνες φταίνε πάντα και για όλα ενώ οι αξιώσεις τους είναι «υπερβολικές». Οδηγούν, έτσι, τη συζήτηση σε μια αλά καρτ εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Ταυτόχρονα, το ελλαδικό πολιτικό σύστημα, κάποιες φορές για να μην διαταράξει την πολυ-διαφημισμένη –πλην ατελέσφορη- «ελληνο-τουρκική φιλία», κάποιες για να μην αποκαλυφθούν οι πολιτικές του ευθύνες για την εξόντωση των ομογενών του και παγίως γιατί δεν έχει το ηθικό ανάστημα να προβάλει οποιαδήποτε ανθρωπιστική αξίωση στον διεθνή στίβο, προσπαθεί να αποσιωπήσει κάθε αναφορά σε «γενοκτονία».
Ο περιβόητος νόμος 2870/1922, που με τις υπογραφές του Βασιλιά Κωνσταντίνου, του Γούναρη και του Ρούφου, απαγόρευε στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, όχι μόνο την μετάβαση στην Ελλάδα αλλά και την άμυνα απέναντι στις αναμενόμενες κεμαλικές δυνάμεις, είναι ενδεικτικός των ευθυνών του κράτους των Αθηνών. Για τις αποφάσεις αυτές όμως, δεν ευθύνονται οι Μικρασιάτες και πάντως το σχέδιο του Κεμάλ ήταν ανεξάρτητο από τη θρασυδειλία των σπιθαμιαίων πολιτικών της Ελλάδας.
Η Ευρώπη των φιλελεύθερων ιδεών και των ανθρωπιστικών αξιών έχει χτιστεί, μετά την εμπειρία του Β’ ΠΠ, με την προοπτική να μην επιτρέψει ποτέ ξανά τον σπαραγμό και τη θηριωδία. Όμως, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ανθρώπινης τραγωδίας έχει λησμονηθεί προκλητικά από τον αναπτυγμένο κόσμο και η Δύση οφείλει, αργά ή γρήγορα, να αποτίσει φόρο τιμής σε όλες τις κατηγορίες θυμάτων που εξοντώθηκαν απλώς και μόνο γιατί ήταν Έλληνες, Αρμένιοι ή Εβραίοι.
Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Joachim Gauck, στις 23 Απριλίου 2015 τίμησε την ημέρα μνήμης της «γενοκτονίας των Αρμενίων, των Αραμαίων και των Ποντίων Ελλήνων». Στην Ελλάδα, οι κήνσορες και οι ριψάσπιδες ψεύδονται δια της παραλείψεως, «συνωστίζοντας» κατασκευασμένες πληροφορίες σε σχολικά εγχειρίδια, και με τα «φρονηματικά εχέγγυα» του ιστορικού μηδενισμού απολαμβάνουν πολιτικές προνομίες. Το αίμα όμως, δεν ξεθωριάζει.