Μιαν άγνωστη σελίδα γεγονότων από τη Μικρασιατική Καταστροφή και όσων την ακολούθησαν κάνει γνωστή ο Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών Μυτιλήνης «Το Δελφίνι».
Δίνοντας στη δημοσιότητα μιαν άγνωστη μαρτυρία για τη δημιουργία και τη δράση μιας αντάρτικης ομάδας προσφύγων από τα χωριά της χερσονήσου της Ερυθραίας, όπου επέστρεψαν από τη Μυτιλήνη -που είχαν φτάσει ως πρόσφυγες- προκειμένου να απελευθερώσουν συγχωριανούς τους Γκιουλμπαξώτες, που ζούσαν εγκλωβισμένοι στα βουνά.
Πρόκειται για τη μαρτυρία του Παντελή Σαλιάρη ή Θωμαΐδη από τον Γκιούλμπαξε της Ερυθραίας, που κατέγραψε ο γιος του Λευτέρης Θωμαΐδης (Σαλιάρης).
«Πολλοί πηγαίνουν στην Τουρκία. Εγώ δεν ταίριασε να πάω. Μάλλον ο πατέρας μου δεν ήθελε, διότι αυτά που είδε τις τελευταίες μέρες ήταν πολύ δυσάρεστα. Μετά ήταν και το επεισόδιο που έκανε μικρός με τον διοικητή του χωριού, τον Τούρκο μουντούρη, και έφυγε στα βουνά. Ήταν γνωστός πια, διότι τον είδαν που τον χαστούκισε στη πλατεία του χωριού. Οι χωριανοί μας μαζί με τον καλόγερο, άνοιξαν δρόμο κι έφυγε» λέει. Και συνεχίζει:
«Θα σας διηγηθώ κάτι που δεν γνωρίζετε και που τόσες φορές μας το έλεγε και δάκρυζε ο πατέρας μου» σημειώνει, αποκαλύπτοντας πως στην τελευταία ανταρτική ομάδα που πήγε στο χωριό «συμμετείχε και ο πατέρας μου, ίσως ήταν εκείνος αφορμή να πάνε».
Σύμφωνα με την άγνωστη μαρτυρία από τα αρχεία του Συλλόγου Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών Μυτιλήνης «Το Δελφίνι», συμμετέχοντας σε μια αποδεκατισμένη ομάδα στρατιωτών της εκστρατείας, αποβιβάστηκε στη Μυτιλήνη μέσω του Αδραμυττηνού κόλπου.
Αποβίβαση στη Μυτιλήνη
Ήταν μαζί «με άλλους στρατιώτες, βγήκαν στη Μυτιλήνη μόνο 22 άτομα, από 300 που ήταν. Τους αποδεκάτισαν οι τσέτες. Και οι 22 παρέδωσαν το οπλισμό τους στο Φρουραρχείο Μυτιλήνης. Μετά έπιασε και ρωτούσε για πατριώτες του. Την ίδια μέρα, βρίσκει στον Κέντρο, (σ.σ. αναφέρεται στον οικισμό Κέδρο, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Μυτιλήνης), τον θείο Νικολή τον Ψαραδάκο και τον θείο Γιάννη Καριώτη. Ρώτησε για τις αδελφές του, δεν υπήρχε καμία και επειδή του είπαν ότι έμειναν ορισμένοι στα βουνά κρυμμένοι, ξεσηκώθηκε να πάει στο χωριό».
Στην μαρτυρία αυτή αναφέρεται πως «ξεσηκώθηκαν και οι θείοι του, μάλιστα το συζητούσαν από μέρες οι τελευταίοι να πάνε στο χωριό ξανά, διότι όπως έλεγε ο θείος Γιάννης Καριώτης, μια Μαργετούλα Τσιριγώτη είχε κρυμμένα πολλά ασημικά. Μια που θα πήγαιναν, ας τα έπαιρναν, να μην τα βρουν οι Τούρκοι… Ξαναπήρε τον οπλισμό του από το Φρουραρχείο, μετά από φασαρία που έκανε και μάλιστα πήρε όπλα και σφαίρες και για τους άλλους. Ήταν ο Τσαγανός, ο Χατζηπαντελής και οι θείοι του Νικολής και Γιάννης».
Γκιούλμπαξε Ερυθραίας
Από τη Μυτιλήνη βγήκαν στο Λυθρί της χερσονήσου της Ερυθραίας και από ‘κεί πήγαν στο χωριό τους, τον Γκιούλμπαξε. «Δεν μπόρεσαν όμως να μπούνε στο χωριό, διότι ήταν γεμάτο τουρκικό στρατό. Έπιναν και γλεντούσαν, είχαν αναμμένες φωτιές και έψηναν το βιος μας. Τα βρήκαν όλα έτοιμα, κατσίκια, ζωντανά, κρασιά κλπ. Πήγαν οι δικοί μας έξω από το χωριό να ξεκουραστούν σε μια τσαρδάκα και βρήκαν κρεμασμένο έναν πατριώτη μας, πολύ καλό άνθρωπο, λησμονώ το όνομα του.
Την ημέρα είδαν στη θάλασσα και έπλεαν σαν βαρέλια οι σκοτωμένοι και οι πνιγμένοι, όσοι έπεσαν στη θάλασσα συμπατριώτες μας, στο Καραμπουνάρι, για να σωθούν από τις σφαίρες των Τούρκων. Τους έφερναν του βοριά τα κύματα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να φύγουν. Σούρουπο ξεκίνησαν, γιατί μόνο νύχτα περπατούσαν.
Όπως βάδιζαν, αναφέρεται στη μαρτυρία, πετάχτηκε κάποιος μπροστά τους. Τον κυνήγησε ο πατέρας μου. Ήταν πολύ γερός στο πόδι. Τον πέρασαν για Τούρκο και όταν σήκωσε το μαχαίρι ο γέρος, αυτός φώναξε “δεν σας έκανα κακό!” Τότε εξήγησε πως “και εμείς Έλληνες είμαστε. Μόνος σου είσαι;” ρώτησε. “Όχι, είναι ακόμη 17 άτομα”. Τους πήραν και έφθασαν στο πλοίο που τους περίμενε».
Ιδιαίτερα φορτισμένος συναισθηματικά ο Λευτέρης Σαλιάρης ή Θωμαΐδης, ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή, με τη φόρτισή του να μεταφέρεται στη γραπτή του μαρτυρία, καταλήγει: «Το σημείο που δάκρυζε ο γέρος μας, όταν μας το διηγιόταν, ήταν όταν το αγοράκι έξι ετών που είχε στον ώμο του έπεσε μαζί με τον πατέρα μου σε μια απότομη κατηφοριά και βρέθηκαν αλλού το παιδί, αλλού ο γέρος και το ντουφέκι του. Σηκώθηκαν και συνέχισαν.
Μετά από λίγη ώρα ο πατέρας μου έγινε μούσκεμα. Κοιτάζει, αίμα! Αίμα έτρεχε από το κεφαλάκι του παιδιού και ούτε που έκλαψε ούτε είπε τίποτα, φοβούμενο μη το παρατήσουν και φύγουν. Ευτυχώς για το παιδί, που ο θείος Νικολής ήξερε από τέτοια και με καπνό τού έδεσαν το κεφάλι και σταμάτησε η αιμορραγία και γλύτωσε. Έχω ακούσει τόσα για τον Γκιουλμπαξέ, που πρέπει να ήταν “γη της επαγγελίας” και ο γέρος έφυγε από τη ζωή με μεγάλο πόνο και μοναδικό για τη χαμένη πατρίδα» καταλήγει.