Μαρτυρίες Ευγενίας Κατιδάκη- Βαλλή και Κατίνας Βαλλή – Σωτηρίου

You are currently viewing Μαρτυρίες Ευγενίας Κατιδάκη- Βαλλή και Κατίνας Βαλλή – Σωτηρίου

Μαρτυρίες ξεριζωμού της Ευγενιας Κατιδάκη-Βλλή και της Κατίνας Βαλλή Σωτηρίου στο Λαύριο.

Ευγενία Κατιδάκη- Βαλλή 26/10/08

Η θεία Η Γερμανού, του παππού του Φώτη η αδερφή ανειρεύτηκε – κι είχανε πολύ ωραίο κήπο…αυλή, τριανταφυλλιές..- βλέπει ένα παλικάρι και της λέει:θα πας σε ‘κείνο το δέντρο, λέει, στη ροδακινιά, που είναι η τριανταφυλλιά η μεγάλη, από κάτω είναι ένα κιούπι γεμάτο Κωνσταντίνου και Ελένης, κωνσταντινάτα φλουριά, χρυσά. Θα πάρεις και τη Μάρθα κα θα πάτε και οι δύο. Θα πάρετε κι ένα κόκορα, θα τον σφάξετε εκεί κι εγώ φεύγω. Είναι γεμάτο κωνσταντινάτα φλουριά. Η θεία η Γερμανού ……..δεν πήρε τη γιαγιά τη Μάρθα, δεν πήρε ούτε κόκορα να σφάξει…….πάει μόνη της, αξία, σκάβει, βγάζει το κιούπι και να είναι μαύρα όλα, καφέ χρώμα. Γιατί;

Γιατί δεν πήρε ό,τι της είπε…..Λοιπόν η Αφησιά γέμιζε κωνσταντινάτα φλουριά αλλά όχι χρυσά. Πάρτε, έλεγε η γιαγια μου η Μάρθα, πάρτε, πάρτε, πάρτε, είναιχαλασμένα, δεν είναι χρυσά, γιατί η κουνιάδα μου δεν πήρε κι εμένα που της είπε..ποιος ήταν ο Χριστός ήτανε ο αγιος Φανούριος ήτανε, ποιος ήτανε, δεν με πήρε κι έτσι πάρτε κόσμε……..Το ΄21 είμαι γεννημένη εγώ, αλλά ο μπαμπάς μου για να μην καθεται εκεί, ήταν σε ποστάλι της Κωνσταντινούπολης. Κούταλη, Αφησιά, Αρετσού….εκεί τα νησιά και Κωνσταντινούπολη προπαντως πήγαινε….Είμαι αγράμματη εγώ. Τετάρτη Δημοτικού τελείωσα και θα πήγαινα στην Πέμπτη – και πάω δύο μήνες στην Πέμπτη και παθαίνει η μαμά μου ίκτερο, ο μπαμπάς μου στη θεσσαλονίκη, οι ανηψιές μας λείπανε στην Αθήνα τότε, ….και εμείς είμαστε μονάχοι.

Τί θα κάναμε;Ποιος θα την κοιτάει τη μαμά; Δεν πήγα σχολείο κι έμεινα στραβή, αόμματη είμαι, που βλέπω και περνάω βελόνι στο λεπτο……Τρίτη φορά την προσφυγιά γνωρισε η ψυχή μου κι η προσφυγιά μου άφησε σημάδι στο κορμί μου. Το βλέπετε αυτό; Το βλέπετε;Λέτε και είναι χειρουργική επέμβαση. Δεν είναι. Μες στο βαπόρι το έπαθα το καημένο. Ο Μπέης…..είχε σκυλάι αυτός, ένα υπέροχο σκυλάκι και φαίνεται είχε τσιμπούρι το σκυλάκι…..όπως ήμουνα 18 μηνών παιδί, γιατί μας σηκώσανε οι Τούρκοι, πήγαμε στη Σμύρνη 4-5 μήνες , μετά μας ξαναφέρανε στην Αφησιά – από τη μαμά μου τα έχω ακούσει – εγώ ήμουνα 18 μηνών.

Λοιπόν ήρθαμε Αγίου Δημητρίου στο Λαύριο. Αλλά πρωτίστως 5 ημέρες, ξυνόμουνα μέσα στο καράβι. Λέει η μαμά μου η συγχωρεμένη στη γιαγιά. Καλέ, λέει, γιατί ξύνεται; μήπως πήρε κανένα ζωύφιο όπως τα λεγε η μαμά μου, ψείρα..για να δω και κάει έτσι και βλέπει το τσιμπούρι να είναι όρθιο στο λαιμάκι μου 18 μηνών παιδί.

Αυτή δεν ήξερε η καημένη. Το τραβά και μένει μέσα τα πόδια και η μύτη……ήρθα και πρήστηκα το παιδάκι εγώ. και ο μπαμπάς μου ναυτικός πάει και του λέει του καπετάνιου, λέει, καπετάνιε το κοριτσάκι έχει γίνει χάλια. Λέει αν πάθει κάτι, τίποτα, να ξέρεις ότι θα το πετάξουμε στη θάλασσα, γιατί αν πάθει κάτι θα κάνουν το καράβι καραντίνα και δεν θα μπορεί να βγει κανένας άνθρωπος.

Τότε η μαμά μου να μπάνια, 40 πυρετό, να το ένα να το άλλο φτάσαμε εν τέλει Αγίου Δημητρίου σήμερα στο Θορυκό κι όπως βγάζουνε, βγαίνουμε όλοι, η θεία η Ειρήνη….είχε από αυτά τα πικραγγουράκια, πικραγγουριά που λένε, και λέει, το σωτήριο του παδιού. Ποιο σωτήριο λέει η μαμά μου; Αυτό το πικραγγουρακι. Βγάζω, λέει, τουλμπάνι μου, έτσι λεγανε΄, ωραία πραγματα με πούλιες, το σκίζει το μισό, το τυλάει, το σπάει και βάζει το πικραγγουράκι εδώ. Αμέσως δηλητηριάστηκε εκείνο, πέθανε, ψόφησε να το πω και να ανοίξει μια οπή τέτοια και να είναι όπως το δαχτυλάκι μου τα πόδια του τσιμπουριού κι έτσι σώθηκα.

Ήρθαμε στο Λαύριο.
….εκεί όλος ο πληθυσμός που φύγαμε – πήγαμε στο οπωροπωλείο εδώ, τώρα που έχει ο Πανάγος, εκεί. Αυτό ήτα ως την παλιά αστυνομία ανοιχτά τελείως και βάζανε σανό για τα πρόβατα ο κόσμος εδώ του Λαυρίου και τέτοια….εκεί μέσα , μπαιλντίσαμε, όπως θα λεγε η μαμά μου, δηλαδή περάσαμε βάσανα, πίκρες. Πήγαιναν οι δικοί μας να πιάσουνε δουλειά στη Γαλλική σκάλα και δεν τους επιτρέπανε.

Εσείς οι πρόσφυγες δεν έχετε καμιά δουλειά, να πάτε στα μέρη σας. Ποια μέρη μας; Εμάς μπορεί να ήταν μέρη αλλά δεν ήμασταν Τουρκο, που ας αποκαλούσαν Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε ..αυτή είναι Τουρκοσπορίτισσα, αυτός είναι Τουρκοσπορίτης.

Είχαμε όμως κάτι παλικάρια, όμορφα, λεβέντικα, Κουταλιανά, Αφησιανά, Αρετσιανά, ωραία παιδιά, άνδρες και μια μέρα κατεβαίναμε κάτω κι ήταν κι ο θείος μας ο Κουταλιανός, δικός μας είναι από τον μπαμπά μου, ο θείος μας ο Κουταλιανός είχε πάρει την αδερφή του μπαμπά μου, κι όπως ερχότανε από την Ελληνική, από τη Γαλλική, μάλλον όχι Γαλλική, από το πλυντήριο μέσα έπαιρνε κάρβουνα πλυμένα να τα δώσει στην Ελληνική.

 Θύμωσε ο, λέγανε τα παλικάρια τα Κουταλιανά, τα Αφησιανά ότι δεν μας πιάνουνε και μας λένε Τουρκόσπορους, το ένα το άλλο και λεει ο θείος μου ο Κουταλιανός, ΄κάνει έτσι ,τώρα λέει να πάω να σταματήσουν κι αυτά να σταματήσουνε όλα. Και σταματάει τη μηχανή, την ατμομηχανή, το Ελληνάκι – Κουταλιανάκι. Ελληνάκι τη λένε την ατμομηχανή.

Το σταμάτησε το Κουταλιανάκι, ο Κουταλιανός. Λοιπόν την άλη μέρα πάνε και τους πιάσανε στη δουλειά. Σου λέει αυτοί οι άνθρωποι είναι από οικογένειες, είναι αυτά, τους πιάσανε στη δουλειά. Ο μπαμπάς μου εργαζότανε στο πλυντήριο όμως, τότε. Δεν είχε πάει με τα καράβια, αφού είχαν έρθει από τη Μικρα Ασία κι ήτανε μουσαφίρης εδώ. Κάθισε περίπου τρία χρόνια εδω και μετά μπαρκάρισε ο μπαμπάς μου, μπαρκάρισε, έφυγε.

….Η μαμά μου είχε τουμπερλέκι και αυτό γινότανε στην Τουρκία. Αλλά έβγαζε και τραγούδια πολύ ωραία. Η εξαδέλφη της ήτα η βαθύπλουτη της Αφησιάς. Είχανε χρυσωρυχείο, αυτά τα νταμάρια. Όλο χρυσό, παιδιά δεν είχανε. Και μια μερα περνούσε ένα Αρμενάκι, ένα πανέμορφο παιδί ,μελαχρινούτσικο, γλυκό παιδάκι και του λέει η Μάρθα μας. Λέει δεν το παίρνουμε Βαγγέλη αυτό το παιδάκι.

Εμείς παιδιά δεν έχουμε. Θησαυρό μας έχει δωσει ο θεός, παιδιά δεν έχουμε. Παίρνουνε το παιδάκι. Στο χρόνο επανω μένει έγκυος, 17 χρόνια παντρεμένοι.Πήρανε το Αρμενάκι, το μεγαλώσανε μες στα πλούτη και μέσα στα…….ελευθερώνεται. Αθηνόδωρος ο ένας και ο Νίκος ο άλλος. Αθηνόδωος ο μπαμπάς. Και Νίκος ο άλλος.

Το Αρμενάκι δεν ξέρω πώς το λέγανε, πως της διέφυγε της μαμάς μου να μου το πει. Είχε συννεφιά ένα βράδυ, κι είχανε μια πολύ πολυτελέστατη βάρκα από την Κωνσταντινουπολη και πήραν τα παιδιά. Ήταν ο ένας 17, ο άλλος 18…και παίρνει μπουρίνι και πνίγονται τα παιδιά και τα δύο. Κι έρχεται στην Αφησιά η είδηση.

 Έγινε η Αφησιά, όλοι μαυροφορεθήκανε μ’αυτό το συμβάν που έγινε και βγάζει η μαμά μου ένα τραγούδι:
Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά, βάρκα γύρισ’ άνω κάτω και πνιγήκαν δυο παιδιά. – Η μαμά μου το γραψε αυτό- Ένας ήτανε ο Νίκος, του Αθηνόδωρου ο γιος, τ’ άλλο ήταν Αρμενάκι στη μορφάδα ξακουστός. Στο χωριό όσοι το ‘μάθαν όλοι λυπηθήκανε ως και τα μικρά παιδάκια μαυροφορεθήκανε.

———————————————————————————————

Κατίνα Βαλλή – Σωτηρίου / 25-1-2009

Η μάνα μου είναι από τη Ραιδεστό, απάνω από τη Θράκη. Θρακιώτισσα ήτανε και ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας, δηλαδή τότε υπηρετούσε τη θητεία του και ήταν χωροφύλακας. Τον είχανε ντυμένο ωραία, σαν αξιωματικός! Εν τω μεταξύ η μάνα μου κατεβήκανε από το χωριό τους, από κει τους διώξανε και κατεβήκανε στο Λαγκαδά, στο Αρακλί.

Εκεί τους δώσανε χτήματα, περιουσία, όλα αυτά και ζούσαν εκεί. Αλλά έτυχε ο πατέρας μου να είναι στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε η μανα μου, έτσι για βόλτα, και ο πατέρας μου σαν την είδε την άρεσε. Λέει, εγώ θα την παντρευτώ τη Διαμάντω. Οι αδελφές της δε θέλανε, ούτε η μάνα της. Της λέει δε θα τον πάρεις. Εγώ, λέει, θα τον πάρω, τον αγαπάω, θα τον πάρω. Θα τον πάρεις, λέει, που θα σε πάει; Παντρεύτηκε στη Σαλονίκη και την παίρνει και πάνε στο παλιό χωριό, στην παλιά Αφησιά.

Εκεί έμεινε η μάνα μου πια , έφυγε από τα αδέλφια της. Όταν έγινε ο διωγμός – εγώ γεννήθηκα το 22 εκεί, ο αδελφός μου ο μεγάλος το 18, πιο μπροστά. Έφυγε η μάνα μου, όταν έγινε ο διωγμός, λέει, θα φύγουμε, που θα πάμε; Το καράβι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ, δεν ξέρω πόσα χωριά σήκωσε, Μαρμαρά, όλα αυτά, και θα πάμε λέει, στο Λαύριο.

Όταν ήρθαν εδώ και μπήκε το καράβι, άραξε, δεν ήθελε ο πατέρας μου να μείνει, ούτε η μάνα μου. μας παίρνει τα δύο παιδιά και πάμε στη θεσσαλονίκη. Έπιασε εκεί ο πατέρας μου δουλειά και η μάνα μου ήτανε κοντά στο χωριό στο Λαγκαδά, πήγαινε κι ερχότανε. Του λέει, Γιώργο, λεει, θα πάρουμε χτήματα στο χωριό που είναι οι αδελφές μου και θα μείνουμε εδώ. Όχι, λέει, δε θέω, θέλω, λέει, να πάω στο χωριό στη Νέα Αφησιά, όπως πάνε όλοι. Πήγε γραφτηκε, πήγε η μάνα μου ξεγράφτηκε.

Είχε εμένα, τον αδελφό μου το μεγάλο κι ύστερα έκανε και τον άλλο το Χρήστο, αυτόν τώρα που χάσαμε. Το μικρό τον έκανε στο χωριό, στη Νέα Αφησιά. Όταν πήγαμε εκεί πήραμε χτήματα, αλλά ήμασταν ξεκάρφωτοι, δηλαδή δεν είχαμε τίποτα άλλο. Δούλευε ο πατέρας μου τελοσπάντων εκεί με τα χωράφια, να θερίσει, να αλωνίσει, σπίτι δεν είχαμε, μας παίρνουν και μας πάνε στο μετόχι. Ήτανε καλογερικό αυτό. Εκεί πήγαινα και σχολείο. Μας δώσανε ύστερα ένα σπίτι, καθίσαμε.

Ο πατέρας μου δεν είχε δουλειά, η μάνα μου αρρώστησε. Αρρωσταίνει η μάνα μου πολύ άσχημα. Τη παίρνουν, την πάνε στη Θεσσαλονίκη, την πήραν οι αδελφές της. Εγώ ήμουνα τότε 10 χρονών. Τη φέρανε, ήτανε πια τα χάλια της. 11 χρονών εγώ τη μάνα μου την έχασα, πέθανε. Άφησε τα τρία αγόρια, γιατί το μικρό τον αδελφό μου τον γέννησε εκεί στη Νέα Αφησιά. Ήτανε πέντε χρονών, στα πέντε στα έξι πεθαίνει η μάνα μου και τ’αφήνει μικρό και τα άλλα τα δυο αδέλφια μου.

 Κι έμεινα εγώ μόνη με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ο καημένος δούλευε, έπιασε ταχυδρόμος μετά και πήγαινε στη Συκιά γράμματα κι έφερνε και δούλευε. Όταν όμως ήτανε να πεθάνει η μάνα μου, μου λέει, εγώ, λέει, κορίτσι μου θα πεθάνω και που θα σ’αφήσω που δεν έχεις κανένα, είσαι ορφανό λέει, και δεν έχεις ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε κανέναν.

…………17 χρονών – 18 παντρεύτηκα. Λέει ο αδελφός μου ο μεγάλος ελάτε στο Λαύριο, έχει δουλειά. Ο άντρας μου, λέει, εγώ τα παιδιά θέλω να τα πάω στο Λαύριο, να τα ξεκινήσω να τα μορφώσω βρε παιδί μου λέει, εδώ τι θα κάνουνε; Όχι, λέει, θα φύγουμε…..

Ήρθαμε εδώ και ήμασταν σ’ένα σπίτι με την Ευγενία μαζί. Με τη νύφη μου μείναμε 17 μέρες 18, κανά μήνα κάναμε μαζί, τρώγαμε όλοι μαζί, οικογένεια μεγάλη, τελοσπάντων άδειασε ένα σπιτάκι, πήγαμε εκεί, καθίσαμε, το φτιάξαμε. Ζήσαμε εκεί πολλά χρόνια, καλά, μαζί. Δούλευε ο άντρας μου, είχα τα τέσσερα παιδιά, φτωχά βέβαια, αλλά δουλευτής άνθρωπος, άξιος….

…….Η Αφησιά είχε μια θάλασσα απέραντη, είχε καικια, είχε βάρκες, είχε ψαρόβαρκες κι εκείνο που θυμότανε ο άντρας μου, θυμόταν το χωριό και ήθελε να πάει. Είχαν ένα σπίτι αλλά ήτανε πολύ αγαπημένοι με τους Τούρκους.

Για το σπίτι σας τι σας λέγανε; Πώς ήταν εκεί στην Αφησιά;

Στην Αφησιά ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Είχανε κι απάνω και κάτω. Το λέγανε δίπατο. Ήτανε ωραίο το σπίτι, έλεγε ο πατέρας μου. Είχαμε από κάτω κρασιά, είχαμε αυτά….και στο καράβι ακόμα, λέει, που φύγαμε – τότε ήταν μεγάλο, ένα καράβι απέραντο που τους πήρε – ανοίξαμε, λέει, τις βρύσες και τρέχαν τα κρασιά και φεύγανε.

Τα χύναμε, δεν τα αφήναμε. Αλλά με τους Τούρκους, λέει, περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν είχαμε παράπονα, μας αγαπούσαν.

Η πρώτη συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Τριανταφυλλιά Μήτρου και τον Παναγιώτη Μούτση στις 26/10/2009

Η δεύτερη συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Τριανταφυλλιά Μήτρου στις 25/01/2009

Απομαγνητοφώνηση: Τριανταφυλλιά Μήτρου