Γυρνώντας τα μάτια μου στην ιστορία μας,πολλές φορές σταματώ στα αρχοντικά και τις εκκλησιές της Μικρασίας…
Του Θάνου Κώτση
Στις γειτονιές του Τσεσμέ και των Βουρλών,στην Παναγιά της Σμύρνης.Μέσα στα αρώματα απ’τα Πολίτικα τσουρέκια και τα παρφούμια των γυναικών.Στους καφενέδες και τους τεκέδες των αντρών με τους ναργιλέδες και τα λαγούτα,στην Ελλάδα της Ανατολής.
Ξάφνου μέσα απ’τις εικόνες των γυναικών με τα λούσα και τα μαρμαρένια αρχοντικά ξεπετιούνται καπνοί και μυρωδιές από στάχτη και καμμένη σάρκα.Εικόνες από ξεμαλιασμένες κυράδες με σκισμένα ρούχα και ματωμένα βρέφη στα χέρια τους και μια φωτογραφία του αντρός τους,που είτε κρέμασαν,είτε έσυραν στα βάθη της Ασίας οι Τούρκοι.Άντρες χτυπημένοι απο βόλια,με σπασμένα ποδια,κατατρεγμένοι να σέρνονται μπροστά απ’τις εκκλησιές, που μέχρι χθες σφίζαν απο κόσμο.
Γυναίκες που τις θαύμαζαν και βασίλισσες,καίγαν τα βλέφαρα τους για να φαίνονται γριές και να σωθούν.Και στρατός,πολύς στρατός παντού τριγύρω έτρεχε σαν τα κυνηγημένα ελάφια μέσα στα σύννεφα απ’τις φωτιές της πόλης.Νέα παλληκάρια,όλο ανθός γυρνούσαν με κατεβασμένα κεφάλια,γεμάτα πίκρα,κυνηγημένα από καβαλάρηδες που μοιάζαν βγαλμένοι απ’την Αποκάλυψη.Εκείνοι που το ΄19 αφήσαν μάνα και πατέρα και τρέξαν για λευτεριά με το χαμογελο,στις πατρίδες των σοφών του Ελληνισμού,τώρα ο φόβος τους κυριέυε γιάτι μείναν μόνοι,χωρίς κανένα σύμμαχο…και ξαφνου…
“Η ΣΜΥΡΝΗ ΜΑΝΑ ΚΑΙΓΕΤΑΙ.Και οι Nationes μάνα;Εγγλέζοι;Αμερικάνοι;Πού είναι αυτοί τώρα που τους έχουμε ανάγκη;Αυτοί δεν είπαν στους Έλληνες να έρθουν;Μας άφηκαν μάνα;Για δεν μιλάς;”
Ξέρετε τι έκαναν οι “αιώνιοι σύμμαχοι” μας στην προκυμαία της Σμύρνης;Βράζαν κουχλαστό νερό σε καζάνια και,όποτε άπλωναν χέρια κυνηγημένοι άνθρωποι να ανέβουν,τους ζεματούσαν σαν κοτόπουλα…Το χωράει ο νους σας;Ζεματούσαν με βραστό νερό χήρες,ορφανά,γριές,τραυματισμένους στρατιώτες,εκέινοι που ήταν φίλοι μας.Αραγμένα καράβια με αμερικάνικες και εγγλέζικες σημαίες,αγνάντευαν το λιμάνι της Σμύρνης όπως κοιτούσαν οι Ρωμαίοι στο Κολοσσαίο,τους Χριστιανούς που κατασπάραζαν τα θηρία.
“Μα μάνα γιατί μας κυνηγούν οι Τούρκοι;Τόσα χρόνια δεν ζούσαμε αντάμα;Εμένα η Φατμέ είναι φίλη μου,γιατι δεν με χαιρέτισε σαν φεύγαμε το πρωί;Ο Μπαχτής γιατί δεν μας έδωσε μια γουλιά νερό,όταν απλώσαμε το χερι μας;Δεν μας λυπήθηκε μάνα;Εσύ δεν του έψηνες καφέ στο μπαχτσέ καθε Κυριακή;Φίλος του πατέρα μας δεν ήταν;Γιατι δεν μιλάς μάνα;”
Όλα τα ελληνόπουλα από μικρά ακούγαμε στο σχολείο το αιώνιο ερώτημα των μεγάλων και τρανών ιστορικών για το ποιος τάχα να φταίει για την καταστροφή της Μικρασίας.Άλλοι είπαν ο Βενιζέλος,άλλοι ο βασιλιάς,άλλοι οι στρατηγοί.Δικάστηκαν και εκτελέστηκαν έξι άνθρωποι.Ποιός να φταίγε άραγε;Διάβασα μελέτες,βιβλία μα την απάντηση την βρήκα σε δυο κλαμμένα ματια.Τούρκοι και Έλληνες ζούσαν στην ίδια αυλή για χρόνια.Γιατί τους κυνήγησαν με τέτοιο μίσος;Γιατί χάσαμε ότι κερδίσαμε;Γιατι η Ελλάδα για άλλη μια φορά έπρεπε να βγάλει το φίδι απ’την τρύπα.
Και όπως πάντα,το φίδι ηταν συμμαχος της και το τρεφε το χειμώνα,να την φάει το καλοκαίρι…Οι ξένοι θέλαν να αποδυναμώσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία και έπρεπε να βάλουν άλλους να σφαχτούν για τα δικά τους συμφέροντα.Στήριξαν πρώτα τους Έλληνες και ύστερα όταν απέκτησαν δύναμη οι Τούρκοι,πήγαν με εκείνους για να σώσουν το τομάρι τους.Και έτσι,δυό λαοί που πίναν καφέ αντάμα,σκότωναν ο ένας τον άλλον ξάφνου μια μέρα,γιατί ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους από αρνιά,θηρία…Ο Κεμάλ βύθιζε στον πόνο τον Ελληνισμο για μια καθαρή Τουρκία,ανάλογη της Γερμανίας του Χιτλερ.
“Και τώρα μάνα;Τώρα μάνα πού παγαίνουμε;Πάμε για την Ελλάδα;Εκεί τι θα κάνουμε μάνα;Γιατί δεν γυρνάμε πίσω στο σπίτι μας;Φύγαν τώρα οι Τόυρκοι.Πες μου μάνα,γιατι δεν μου μιλάς;”Μα η μάνα ήταν νεκρή από ώρα γυρμένη στο κοριτσάκι της.Με μια πίκρα στο πρόσωπό της,έναν καυμό και ένα μεγάλο γιατί…Άφηνε πίσω της ένα κοριτσάκι 12 χρονών,χωρις τιποτα…
Το κοριτσάκι αυτό ομως,όπως όλοι οι πρόσφυγες,έφτασε στην Ελλάδα και στιβάχτηκε σαν τα σκυλιά με τους συγχωριανούς της.Τους κούρεψαν γουλί σαν τα κουτάβια που έχουν τσιμπούρια,τους πέταξαν ένα ξεροκόμματο και ένα κανάτι νερό,τους ζεμάτισαν λες και ήταν λεπροί και ακάθαρτοι.Και τώρα τι;Τι θα έκαναν τούτοι οι άρχοντες,που άφησαν πίσω τους δίπατα σπίτια,εκκλησιές όλο μάρμαρο και θέατρα,και κατάντησαν δούλοι;
Μπήκαν στα σπίτια και έκαναν λάντζες,πλέναν σκάλες,κουβαλούσαν πέτρα και λάσπη στις οικοδομές και ψάρια στις ψαραγορές όπως οι σκλάβοι.Σαν μολυσμένους τους βλέπαν οι ντόπιοι.Παστρικιές φώναζαν τις γυναίκες,και τουρκόσπουρους τους άντρες,οι Αθηναίοι και οι Πειραιώτες που στα σπίτια τους δεν μιλούσαν καν Ελληνικά και δεν ξέραν την κοσμοπολίτικη ζωή της Σμύρνης.
Πέρασαν όμως χρόνια πολλά και εκείνοι οι πρόσφυγες στέριωσαν και κάναν σπίτια ψηλότερα απ’των ντόπιων,φέραν φαγητά ζηλευτά και μουσική που πλήρωναν για να τους ακούσουν.Και γίναν γιατροί τα παιδιά της παστρικιάς.Και γίναν δικηγόροι τα παιδιά των ακαθάρτων.Και γίναν υπουργοί τα παιδιά του πρόσφυγα και ολη η Ελλάδα τωρα περηφανεύεται την Σμύρνη και τον κόσμο της.
Τώρα μάνα ξέρω το γιατι.Πέθανες και δεν πρόκαμες να μας δεις.Εκεί που είσαι,να είσαι περήφανη για μας και τους χωριανούς μας.Πάνε χρόνια τώρα που ήθελα να σ’ανάψω ένα κερί στην Παναγιά στα Βουρλά μας.Τώρα στα 96 μου τα κατάφερα.Κάηκε η Σμύρνη μας μάνα,αλλά τα παιδιά της πρόκοψαν.Δεν είδες το μνημείο που στήσαμε και τις εκκλησιές που φτιάσαμε με χωμα και μάρμαρο απ’την Σμύρνη μας.Μάνα δεν σε ξεχνώ,ουτε την Σμύρνη μας ξεχνάω…Δώσε χαιρετίματα σε όλους εκει πάνω…
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΖΗΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ,ΧΑΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ,ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΟΨΑΝ ΑΠΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ,ΑΛΛΑ ΣΙΓΟΥΡΑ ΠΟΛΛΕΣ ΤΕΤΟΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΥΠΗΡΞΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΟΤΕ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΑ ΦΙΛΙΩ ΧΑΙΔΕΜΕΝΟΥ,ΠΟΥ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ,ΜΕ ΕΚΑΝΑΝ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ…ΝΑ ΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΥΡΑ ΦΙΛΙΩ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ…
ΘΑΝΟΣ ΚΩΤΣΗΣ-ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ