You are currently viewing Κλείνει τα 103 χρόνια η γιαγιά Ζωίτσα Βουτσικίδου από τα Κουβούκλια Προύσας

Κλείνει τα 103 χρόνια η γιαγιά Ζωίτσα Βουτσικίδου από τα Κουβούκλια Προύσας

voutsikidou zoi

Βουτσικίδου Ζωή
Η αγαπημένη μου !!!! Μια γιαγιά να την πιείς στο νερό!! Έπλεκε όταν την συνάντησα στο σπίτι της στο Τσερμένι. Γλυκιά γυναίκα και πανέξυπνη. « Εγώ, Γιώργημ, γεννήθκα στα Κουβούκλια Προύσας στις 1 Ιανουαρίου του 1912 και ήμνα κόρη του Φώτη Καραμανλή και της Βασιλικής.
στο πεγάδ που βρίσκοντανε στην πλατεία. Το χωριό μας ήντανα μεγάλο, όλο Έλληνες και είχαμε πολλά παλικάρια που το υπερασπίζονταν.
Τούρκος δεν πάτσενα στο χωριό. Το 1914 με το Σεφέρ Μπεϊλίκ προσπάθσανε να πατήσνε το χωριό μας, όπως έκαναν στα άλλα μικρά Ελληνικά χωριά, αλλά οι μπουμπάδες μας δεν τους άφσανε. Ως και οι μανάδες μας φυλούσανε σκοπιά .
Εγώ τον μπουμπάμ τον έχασα πολύ μικρή. Μετά το Σεφέρ Μπεϊλίκ έπαιρναν και τους Έλληνες στο στρατό και τους έστελναν στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου πέθαιναν από τις κακουχίες.
Οι έρμες οι μανάδες έδιναν στους άνδρες και τα παιδιά τους ρετσινόλαδο για να φαίνονται άρρωστοι και να μη πάνε στο στρατό. Δυστυχώς όμως στον μπουμπάμ αυτό το κόλπο δεν έπιασε και έτσι πήγε αρρώστσε από τις κακουχίες και πέθανε στο νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να μπορέσουμε να τον διούμε.
Έλεγαν οι παππούδες μας ότι οι πιο πολλοί από το χωριό ήρτανα από την Μάνη της Πελοποννήσου και έκατσανε στα χωριά γύρω από την Απολλνιάδα λίμνη. Γι’ αυτό ήντανα μεγάλ’ φασαριατζήδες. Μικρή ήμνα στο χωριό, αλλά μάθαινα κάθε τόσο ότι έγινε φασαρία και σκοτώθκε ο τάδε ή ο άλλος.
Τα κορτσούδια τ΄αρραβώνιαζαν νωρίς-νωρίς και μέχρι να παντρευτούν δεν τολμούσαν να κυτάξνε τον αρραβωνιαστκό τους.
Είχα πέντε αδέλφια εκ των οποίων ο μικρότερος ο Γιώργης γεννήθκε στο δρόμο της προσφυγιάς. Έμεναμε κοντά στον Αγιοπήγαδο και έπαιζαμε κάθε μέρα κοντά
Μια μέρα η αδελφή του Μιλτιάδ του Τριχούλ που έμενανε στην Πλατεία της Στέρνας, όταν έλειπαν οι γονείς της έβαλε στο σπίτ τον αρραβωνιαστικότς. Τον αγαπούσε πολύ η έρμη. Τους είδε όμως ο νουνός της, πήγε στο σπίτ και έσφακσενα το κορίτς.
Τέτοια μπουνταλακίκια έφτιαχναν οι δικοί μας.
Είχαμε όμορφο σχολειό στον μαχαλά της εκκλησιάς, αλλά οι περισσότερες δεν πήγαιναμε περισσότερο από 2-3 τάξεις.
Και όταν πήγαιναμε εκεί έτρωγαμε ξύλο από τον δάσκαλο τον Βασίλ του Ντομουχτσή επειδή δεν διάβαζαμε και δεν ξαναπατούσαμε.
Καθόμασταν στο σπίτ και βοηθούσαμε την μάνα μας στις δουλειές, καθάριζαμε τις αυλές, άνοιγαμε τα κοζάκια ή αρμάθιαζαμε καπνό.
Οι μανάδες μας δούλευγανε σκληρά στα χωράφια και το βράδ έκαναμε νυχτέρια. Μαζευόμασταν στα σπίτια, έκαναμε τσαχλαμπούσκες – πόπ κόρν- και κεντούσαμε όλες μαζί στο καρκάφ –τελάρο.
Όποτε ήντανα ξεκούραστες έφτιαχνανε κουβουκλιώτκα γλυκά, μουστουκούληκα, κεφτέρια, χουσμερί ή μπουρμαλού.
Τις δυο τελευταίες μέρες του Πάσχα τα ανύπαντρα κορίτσια του χωριού, καθώς και αυτές που θαλά παντρευτούν αυτήν την χρονιά μαζευόντουσαν σε ένα μέρος για να χορέψνε. Το έθιμο αυτό το έλεγαν Χορεύτρια.
Γυναίκες με παιδιά, μικρά κορτσούδια σαν εμένα και άνδρες δεν επιτρέπονταν να πάνε εκεί αλλά έβλεπαν από μακριά. Χόρεβγαν οι αρραβωνιασμένες και οι πεθερές τις έδιναν διάφορα δώρα. Τότε ο χορός συνεχίζονταν προς τιμή αυτής που έκανε το δώρο. Θάτανε μεγάλ ντροπή να χόρευε μια νύφ κ΄η πεθεράτς να μη την έκανε δώρο, αμέσως θα χώριζαν.
Με τη μάναμ πήγαιναμε συχνά στο Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου. Μεγάλος Άγιος τούτος, με το αγίασμα τ΄ έγιανε αυτούς που είχανε στο σώμα τους γεράδες.
Οι λεχώνες 20-25 μέρες μετά την γέννα πήγαιναν στον Αϊ Βαραδά, άναβαν κεριά και έπλυναν μετά το μωρούδ για να το βοηθά ο Άγιος και να μη αρρωσταίν(ει).
Είχαμ’ κι άλλα Αγιάσματα στο χωριό. Αυτό που θυμούμε καλά ήταν το Αγίασμα του Αϊ Θανάς, γιατί ήντανα εκεί κοντά ένα μεγάλο τσινάρ που πέντε άντρες δεν μπόρσανε να το αγκαλιάσνε.
Στις 2 Μαΐου έφτιαχνανε εκεί παλαίστρες και πάλεβγανε τα παλικάρια από τα Κουβούκλια και από τα γύρω χωριά.
΄Όταν ήρτε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία χάρκαμε πολύ . Επιτέλους ήρθε η λεφτεριά. Τα παλικάρια στους δρόμους τραγούδαγανε πατριωτικά τραγούδια.

«Γεια σας Κουβούκλια όμορφα και συ Μυσόπολη γεια σας
που δεν άφσατε τους εχθρούς να μπούνε στα χωριά σας».
Ή το άλλο..
«Ω κοφτερό και λυγερό σπαθί μου και συ τουφέκι λυγερό πουλί μου.
Εσείς τον Τούρκο διώξατε τον τύραννο σπαράξατε.
Να ζήσει το σπαθί μου ν΄ αναστηθεί η πατρίς μου».
Δυστυχώς όμως τα χαμπέρια από τον πόλεμο δεν ήντανα καλά. Το κατάλαβαμα όταν έβλεπαμα τους χωριανούς να μιλάν ανήσυχα. Και ξαφνικά ήρθε η ώρα που έπρεπε άρον- άρον να φύγμε απ΄το χωριό.
Ούτε που κατάλαβα τίποτα.
Θυμάμαι μόνο, μικρό κορτσούδ, τον Χατζήπαπα να φωνάζ τους χωριανούς που έφευγαν…..
« …χωριανοί που πάτενα θα ρημάξτενα το χωριό !!»
Έγκυος η μάναμ με τον Γιώργη στην κοιλιάτς, μαζί με τον πατριόμ μας έβαλανα στο κάρο ότι πρόλαβαν για τον δρόμο και έφυγαμα για τα Μουδανιά.
Όταν βγήκαμα από το χωριό, κοντά στα Κοπέλια, γύρσα το κεφάλιμ και το είδα για τελευταία φορά.
–Έβαλανα φωτιά στο χωριό οι Έλληνες στρατιώτ, καίγεται η εκκλησιά φώναζαν κάποιοι.
Στον δρόμο έβλεπαμα παντού Έλληνες από τα γύρω ελληνικά χωριά να τρέχνε αλαφιασμένοι σαν τρελοί,με τον φόβο στα πρόσωπατνα και να φωνάζνε.
«…..τρεχάτενα Κεμάλς έρχεται θα μας σφάξ».
Πήραμε το παπόρ από τα Μουδανιά και βγήκαμε στο Ραιδεστό. Από εκεί στο χωριό Λαχανάς μας έδωσανε κάρα και σαν σε κηδεία, το ένα κάρο πίσω από το άλλο, τράβηξαμε για τ΄ Ελλάδα.
Εκεί στο δρόμο απάν στο κάρο γεννήθκε και ο Γιώργης το στερνοπούλι μας. Τα βράδια σταματούσαμε να ξεκουραστούμε, άναβαμε φωτιές για να ζεσταθούμε, αν έβρεχε κοιμόμασταν κάτ απ΄τα κάρα και έτσι φθάσαμε στην Ροδόπη, όπου κάθσαμε τρία χρόνια στο Κιουτσούκ Κιόϊ.
Αργότερα ήρθαμε στην Μεσιανή Κοζάνης, όπου μας έδωσαν χωράφια και οικόπεδα να φτιάξμε τον συνοικισμό που τον ονόμασαμε Κουβούκλια. Να μείνει κάτι απ’ το χωριό μας. Οι γονείς μας έφτιαξανε καινούργιο νοικοκυριό ασχολούμενοι με την γεωργία και την αμπελουργία.
Τα παιδιά πηγαίναμε σχολειό και πάν σε ψάθες μάθαιναμε γράμματα.
Μεγάλωσα και εγώ , παντρεύκα τον Θανάς τον Βούτσκογλου και έκανα 4 παιδιά. Μετά από πολλά χρόνια ήρθαμε όλοι στην Βέροια που ήταν και πιο πλούσιο μέρος.
Πριν λίγα χρόνια πέθανε ο μπάρμπα Θανάς και μένω με τον γιομ και την νύφημ, δόξα τον θεό μ’ ΄εδωσε προκομένη νύφ, περιμένοντας και εγώ να πεθάνω, να πάω να τονε βρώ.
Αυτά είχα να πω. Σ ευχαριστώ Γιώργη μ’ που με σκέφκες. Πες και στον δήμαρχο Προύσας ευχαριστώ για την κάρτα που μ’ έστειλε, και που έφτιαξε τον Αϊ Βαραδά και δεν τον γκρέμσε».
(Από το νέο βιβλίο του Γιώργου Κοτζαερίδη “ΘΥΜΗΣΕΣ 90 χρόνια μετά…)
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑΓΙΑ ΖΩΙΤΣΑ.

 

Facebook Comments Box

Αφήστε μια απάντηση

46  +    =  48