ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
«Βλέπε τα πράγματα πάντοτε από την καλή τους όψη¨
Θωμάς Τζέφφερσον
Στις 3 Νοεμβρίου έγιναν τα εγκαίνια μιας μικρής αλλά ενδιαφέρουσας έκθεσης στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας που ταιριάζει και με το πνεύμα των Χριστουγέννων. Το θέμα της «Κεντήματα της Πόλης».Πώς όμως προέκυψε η έκθεση αυτή ;
Στη συλλογή του μουσείου εντάσσεται μια σειρά από τα κεντήματα της ¨Σχολής της Κωνσταντινούπολης¨ τα οποία δημιουργήθηκαν από τις σπουδαίες και φημισμένες κεντήστρες της Πόλης ,τον 17ο,τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ( εδώ να παραθέσουμε μερικά ονόματα στη μνήμη των σπουδαίων αυτών ανθρώπων της τέχνης και της υπομονής όπως η Μαριώρα του «κλεινού» Κούζη,η Κοκόνα,η Σοφία,η Ευσεβία,η Αγαθή μοναχή,η Κοκόνα του Ιωάννη,η Δεσποινέτα του Αργύρη,η Κασσιανή,η Κοκόνα του Ρολωγά,η κόρη της Γρηγορία του Κώστα παπά και, να μην τον λησμονήσουμε – ο Γεράσιμος από τον Γαλατά / του 17ου αιώνα ).
H διασημότερη κεντήστρα της Πόλης ήταν η Δεσποινέτα η οποία έζησε τον 17ο αιώνα και της οποίας η φήμη είχε περάσει τα σύνορα της τότε Κωνσταντινούπολης, όπως αποδείχνουν οι παραγγελίες που δεχόταν από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από τη βιογραφία που συνέταξε η Σοφία Τρικούπη ,για τη μητέρα της Αικατερίνη ( 1800-1871 ) το γένος Μαυροκορδάτου, προκύπτει ότι στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης η φαναριώτικη αυτή οικογένεια επιβίωσε, στην Πόλη, χάρη στο εργαστήρι κεντητικής που συντηρούσε η Αικατερίνη. Οι απολαβές της φαίνεται ότι ήταν πολύ ικανοποιητικές γιατί το κέντημα ήταν ,πάντοτε, μια πολύ ακριβή τέχνη.
Τα τελευταία χρόνια διενεργήθηκε ,στο Βυζαντινό Μουσείο, μια πρωτότυπη μεθοδολογικά έρευνα των κεντημάτων βυζαντινής παράδοσης ,με τη βοήθεια του μικροσκοπίου ,που συνέβαλε στην απόδοση κάποιων έργων στα εργαστήρια κεντητικής της Κωνσταντινούπολης. Τα αποτελέσματα των ερευνών παρουσιάζονται εν μέρει στη έκθεση ,κεντημάτων του 19ου αιώνα ,στην οποία αναφερόμαστε.
Όπως είναι γνωστό η χρυσοκεντητική, η οποία υπηρετούσε τις ανάγκες του χριστιανικού βίου των Ρωμιών, προερχόταν, με αδιάκοπη συνέχεια, από τη βυζαντινή εποχή.
Ήταν γνωστή η Κωνσταντινούπολη για την παραγωγή έργων τέχνης ( εικόνων, ψηφιδωτών, αργυρών και χρυσών αντικειμένων, τοιχογραφιών κτλ ) καθ ‘ όλη τη διάρκεια της μακράς αλλά και ένδοξης ιστορία της. Μια τέχνη που επηρέασε και τα άλλα ορθόδοξα κράτη όπως τη Ρωσία, τη Ρουμανία ,τη Βουλγαρία, τη Σερβία και φυσικά την Ελλάδα. Αλλά και τη Γεωργία με την Αρμενία και όχι μόνο. Και αυτό γιατί σπουδαίοι τεχνίτες ( καλφάδες ειδικοί στην ανοικοδόμηση εκκλησιών, ζωγράφοι και εικονογράφοι, κτίστες και μαρμαράδες κτλ ) από την Πόλη και γύρω από αυτήν ταξίδευαν, πολλές φορές μετά από πρόσκληση, στα γειτονικά ορθόδοξα κράτη ή χώρες για να εργαστούν και να δημιουργήσουν. Μετά την Άλωση ,η Κωνσταντινούπολη, εξακολούθησε να αποτελεί κέντρο τέχνης, και φυσικά παραγωγής εκκλησιαστικών ειδών όπως και κεντημάτων, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση αιώνων, όπως προαναφέραμε.
Αναφορικά με τα κεντήματα, που είναι το θέμα μας, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η άψογη και πολύτροπη τεχνική εκτέλεση ,αλλά και η οργάνωση των συνθέσεων, φανερώνει πνευματική καλλιέργεια αλλά και καλλιτεχνική παιδεία.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Στη συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνεται Πέτασμα της Ωραίας Πύλης με παράσταση της Υπαπαντής, « Πόνημα της Κοκόνας του Ρολωγά » το οποίο είναι τεχνικά ομοιόμορφο και λεπτοδουλεμένο, όπως άλλωστε όλα τα κεντήματα των άρτια οργανωμένων εργαστηρίων της Πόλης ( ειδικά του 19ου αιώνα ),το οποίο δίνει την εντύπωση ενός ζωγραφικού έργου. Η τεχνική των κεντημάτων, όπως σε όλα τα κεντήματα που έχουν δημιουργηθεί από τις κεντήστρες της Πόλης, είναι πολύτροπη και εκτελείται με μετάξια και σύρματα καθώς και με πεπλατυσμένα ελάσματα και μεταλλικά νήματα. Η επιζωγράφηση πάνω στο κέντημα είναι εμφανής στα χαρακτηριστικά και τις φωτοσκιάσεις των προσώπων, σε πολλές δε περιπτώσεις είναι πολύ ζωντανή.
Στην έκθεση κανείς μπορεί ,κυριολεκτικά, να θαυμάσει ,μεταξύ άλλων, το εξέχον έργο του 19ου αιώνα το Πέτασμα Ωραίας Πύλης με το Χριστό Ποτήριο. Ένα θέμα άγνωστο όσο και πρωτότυπο το οποίο αποδίδεται από την κεντήστρα με δεξιοτεχνία.Ειδικά όταν κανείς παρατηρήσει ( και αυτό συνιστούμε στον επισκέπτη ) με προσοχή τα πρόσωπα που έχουν κεντηθεί ( τις άγιες μορφές αλλά και αυτές των αγγέλων ).Τότε αποκαλύπτεται όλη η ομορφιά της σύνθεσης και της δουλειάς.
Η ανατομία των προσώπων και τα χαρακτηριστικά αποδίδονται με καστανά μεταξωτά νήματα ενώ οι ποικίλες βελονιές, με επίχρυσα ή αργυρά νήματα και σύρματα, συνδυάζονται τέλεια μεταξύ τους,
Ένα άλλο σπουδαίο κέντημα παρουσιάζει τον Χριστό Αρχιερέα εν δόξη ,ο οποίος διακοσμεί ένα επιγονάτιο κεντημένο με Γαλλικούς κόμπους και βαρύτιμα υλικά ενώ έχει με τέχνη επιζωγραφιστεί. Το ίδιο και το άλλο επιγονάτιο με την προσκύνηση του Βρέφους από τη Θεοτόκο, τον Ιωσήφ και έναν άγγελο. Μια λεπτή δουλειά η οποία φαίνεται στη αποτύπωση των ιερών μορφών αλλά και των ζώων.
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε ένα ζεύγος επιμανικίων, με τα πρόσωπα του Ευαγγελισμού ,τα οποία εντυπωσιάζουν για τη λεπτή και μικρογραφική εργασία τους. Πάλι πολύτιμα υλικά συμπλέκονται ποικιλοτρόπως ενώ στα ενδύματα των μορφών χρωματιστά νήματα τυλίγονται μεταξύ τους αποδίδοντας ένα εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη σύνθεση της δέησης της Παναγίας προς τον Παντοκράτορα με τη γλυκύτατη έκφραση των προσώπων τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο ασχολείται με τις συλλογές του αναφορικά με τα κεντήματα και τις κεντήστρες της Πόλης. Όταν παρουσιάστηκε, το 2008,το ημερολόγιο της χρονιάς ο τότε διευθυντής του, αείμνηστος Δημήτρης Κωνστάντιος, χαρακτήριζε την κεντητική σαν « παραγνωρισμένη και παρεξηγημένη» τέχνη του βελονιού την οποία αγνοούσαν ακόμη και οι χριστιανοί που επισκεπτόταν τακτικά τις εκκλησίες. Ενώ γνώριζαν ,και ασφαλώς γνωρίζουν ,τους κεντημένους επιτάφιους οι οποίοι όμως δεν είναι της ίδιας καλλιτεχνικής αξίας με τα μοναδικά κεντήματα των κεντηστρών της Πόλης. Και ο Δημήτρης Κωνστνάντιος, τότε, συνέχιζε στον πρόλογο του ημερολογίου «το κόκκινο ατλάζι, τα αργυρά και χρυσά σύρματα δημιουργούν ενδύματα, σκιές, όγκους, νοητό βάθος και πλαστικότητα » κάτι που ασφαλώς δεν δημιουργούν οι σύγχρονοι επιτάφιοι και τα κεντήματα πάνω στα ιερά άμφια. Απλά γιατί πλέον χάθηκε η μαστοριά και το μεράκι με το οποίο δούλευαν οι παλιές κεντήστρες.
Θα ήταν όμως παράληψη εάν δεν αναφέραμε και τα εξαιρετικά κεντήματα που βρίσκονται σήμερα στη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη και έλκουν την καταγωγή τους από τη Μ.Ασία. Όπως αυτό της Τραπεζούντας ( π.χ. ένα έργο της κεντήστρας Θεοδοσίας του Κασυμπούρη και της μαθήτριας Ελισάβετ ) και της Άγκυρας ( π.χ. ένα έργο της Δεσποινέτας ,με κατασκευή το 1682 ,αφιερωμένο από τον Γεώργιο Κυριαζή ).
Η έκθεση αυτή θα παραμείνει ανοικτή μέχρι την 31 Δεκεμβρίου και ίσως παραταθεί
ΒΑΣ .ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ