Όπως είναι γνωστό, τον Οκτώβριο του 2010 ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, έλαβε μια πρωτοφανή στα χρονικά της χώρας και άκρως ιστορική απόφαση: Αθώωσε τους «έξι» που είχαν καταδικαστεί ως υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή και είχαν εκτελεστεί στο Γουδί.
του Θόδωρου Λυμπεράκη
Η επανάληψη της Δίκης των έξι
Η επανάληψη της Δίκης των έξι έγινε μετά από αίτηση του κ. Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού ενός των καταδικασθέντων. Η αναψηλάφηση της δίκης και κυρίως το αθωωτικό αποτέλεσμα προκάλεσαν σωρεία οργισμένων αντιδράσεων από τις ομοσπονδίες των προσφυγικών σωματείων και πολλούς μικρασιατικούς, ποντιακούς και θρακικούς συλλόγους. Ζητήσαμε από τον κ. Θεόδωρο Δημ. Λυμπεράκη, διαπρεπή νομικό της πόλης μας, δικηγόρο και ιστορικό ερευνητή, να μας δώσει την άποψή του για το θέμα και τον ευχαριστούμε για την ανταπόκρισή του.
Οι αιτίες, τα γεγονότα και τα τραγικά αποτελέσματα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι γνωστά και η υπενθύμισή τους περιττεύει. Μια από τις πτυχές του δράματος ήταν και ο «εθνικός διχασμός», κορυφαίο επεισόδιο του οποίου αποτέλεσε και η γνωστή, πλέον, «Δίκη των Έξι», δηλαδή η δίκη των πολιτικών και στρατιωτικών που θεωρήθηκαν ως πρωταίτιοι της μεγάλης κα-ταστροφής.
Την επαύριον της Μικρασιατική Καταστροφή εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα, υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά. Το κίνημα, που εξανάγκασε σε παραίτηση την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, είχε ως πολιτικό και ηθικό έρεισμά του την άποψη ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, η οποία αμέσως διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος, στις 9 Οκτωβρίου του 1922, ζήτησε την εκτέλεση των υπευθύνων της τραγωδίας, ένα αίτημα που είχε ήδη καλλιεργήσει έντεχνα η Επαναστατική Επιτροπή με το διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου προς τον ελληνικό λαό. Στο διάγγελμα γινόταν λόγος για παραδειγματική, ποινική τιμωρία των «εχθρών της πατρίδος», στους οποίους οφειλόταν η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η διεθνής καταδίκη της Θράκης. Ο κύβος είχε, συνεπώς, ριφθεί. Το επαναστατικό κίνημα απαιτούσε εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να γίνει αρεστό στον εξοργισμένο λαό.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος) αλλά και ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούσαν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), ήθελαν μια κανονική δίκη και το ίδιο απαιτούσαν κι οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Τελικά, οι δύο απόψεις των κινηματιών «συμβιβάστηκαν» στη διεξαγωγή μιας δίκης – παρωδίας, από ένα έκτακτο στρατοδικείο, που «στήθηκε» γι’ αυτό τον σκοπό και το οποίο παρείχε ελάχιστα εχέγγυα αμερόληπτης απονομής της Δικαιοσύνης.
Το έκτακτο Στρατοδικείο συγκροτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1922. Τρεις μέρες αργότερα η ανακριτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πά¬γκαλος, εξέδωσε πόρισμα, με το οποίο παρέπεμψε σε δίκη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», οκτώ πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστι¬κό ρόλο στην πολιτική και στον Στρατό, κατά την περίοδο 1920-1922:
Τον Δημήτριο Γούναρη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Στράτο (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Θεοτόκη (Υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), τον Γεώργιο Μπαλτατζή (Υπουργό Εξωτε-ρικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), τον Ξενοφώντα Στρα-τηγό (υποστράτηγο ε.α., Υπουργό Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), τον Μιχαήλ Γαύδο (υποναύαρχο ε.α., Υπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη) και τον Γεώργιο Χατζανέστη, (αντιστράτηγο, Αρχιστράτηγο του Ελ-ληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και τη Θράκη).
Η δίκη διεξήχθη από την 31η Οκτωβρίου έως την 15η Νοεμβρίου του 1922, σε ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή), αφού, ευθύς εξ αρχής, το Έκτακτο Στρατοδικείο απέρριψε το απόλυτα εύλογο για μια δημοκρατική κι ευνομούμενη χώρα αίτημα των κατηγορουμένων, να δικαστούν από το Ειδικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του τότε ισχύοντος νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Κοινή ήταν η πεποίθηση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι το Στρατοδι-κείο θα επέβαλλε θανατικές ποινές. Λόγω των διεθνών πιέσεων υπέρ των κατη-γορουμένων η μετριοπαθής κυβέρνηση του Σωτηρίου Κροκίδα εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία ανέλαβε, στις 14 Νοεμβρίου, (ενώ, δηλαδή, διαρκούσε ακόμη η δίκη), ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του κινήματος.
Την ίδια εκείνη ημέρα, μετά την ολοκλήρωση των απολογιών των κατηγορουμένων και των αγορεύσεων των συ-νηγόρων υπεράσπισης, το Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του, με την ο-ποία κήρυξε παμψηφεί ενόχους, για εσχάτη προδοσία, όλους τους κατηγορου-μένους κι επέβαλε τη ποινή του θανάτου στους λοιπούς εξ αυτών, πλην του Μιχαήλ Γαύδου και του Ξενοφώντος Στρατηγού, στους οποίους επέβαλε την ποινή των ισοβίων δεσμών. Τη δίκη εκείνη της απόλυτης πολιτικής σκοπιμότη-τας τη συμπλήρωσε η εσπευσμένη εκτέλεση των θανατοποινιτών, λίγες μόλις ώρες μετά την έκδοση της ετυμηγορίας του στρατιωτικού δικαστηρίου.
Γίνεται αντιληπτό, απ’ όσα συνοπτικά σας εξέθεσε ο υπογράφων, ότι, ως νομικός, δεν μπορεί να θεωρήσει αυτό που συνέβη στα τέλη του 1922 ως «δί-κη», υπό την τεχνική έννοια του νομικού όρου. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι ε-ξουσίας, για μια προσπάθεια ικανοποίησης της ανάγκης του ελληνικού λαού και των προσφύγων, ν’ ανεύρουν εξιλαστήρια θύματα, στα οποία να ξεσπά-σουν την οργή τους. Την ανάγκη αυτή πολύ εύκολα ικανοποίησε ένα «επανα-στατικό» κίνημα, το οποίο εκπορεύθηκε «εκ των άνω» και όχι από τον λαό, ο-δηγώντας σε μια δίκη – παρωδία, σε μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, τα επι-λεχθέντα ως εξιλαστήρια θύματα, που ήταν –καθόλου σπάνιο για τη δύσμοιρη πατρίδα μας!– οι πολιτικοί αντίπαλοι του νέου αυτού καθεστώτος!
Το τελευταίο που θα περίμενε, κατόπιν τούτων, ο υπογράφων, ως νομικός, αλλά και ως δημοκρατικός πολίτης της Ελλάδας του 21ου αιώνα, ήταν μια νέα δίκη, πολιτικής σκοπιμότητας κι αυτή τη φορά, σαν αυτή που διεξήχθη ενώπιον του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου ν’ ανατραπούν, 88 χρόνια αργότερα, οι συνέπειες εκείνες της επαίσχυντης, πρώτης δίκης, του 1922.
Κατανοώ, βέβαια, την ευαισθησία των απογόνων των θεωρηθέντων ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταδικασθέντων από το έ-κτακτο Στρατοδικείο, να ζητήσουν την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των προγόνων τους (οι οποίοι, άλλωστε, δεν δικάστηκαν στα πλαίσια μιας δίκαιης δίκης). Επίσης, δεν θεωρώ κανέναν από τα εκατομμύρια των απογόνων των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ότι πονάει πε-ρισσότερο από μένα (απόγονο προσφύγων που ήλθαν από την Ανατολική Θρά-κη) για την τεράστια εκείνη απώλεια. Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω, ως νο-μικός μεν τη νομιμότητα, ως πολίτης δε την σκοπιμότητα μιας νέας δίκης.
Ως νομικός πιθανολογώ το σκεπτικό της με αριθμό 1675/2010 απόφασης του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (παρότι δεν έχει ακόμη δημοσι-ευθεί στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» και, συνεπώς, δεν μπό-ρεσα να το έχω στα χέρια μου): Η επανάληψη της διαδικασίας της «Δίκης των Έξι», που είχε αμετάκλητα περατωθεί πολλές δεκαετίες πριν, στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 525 αριθμός 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επα-ναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα –άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν– γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό μ’ εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγου-μένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε ήταν αθώος ή καταδικά-στηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε.
Πράγματι, στην προαναφερθείσα, ποινική δίκη, το Ζ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με οριακή πλειοψηφία έκρινε ότι προέκυψαν νέα στοιχεία, που συνη-γορούν υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων. Ως τέτοια κρίθηκαν, αφενός μεν ένα τηλεγράφημα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στείλει στο έκτακτο Στρατοδικείο, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν και το οποίο έφθασε την επο-μένη (16η Νοεμβρίου) της εκτέλεσης των έξι καταδικασθέντων, αφετέρου δε μια ομιλία του ιδίου στη Βουλή, στην οποία έλεγε ότι οι «έξι» δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν προδότες.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, όμως, τέτοια στοιχεία δεν ήταν επαρκή και ικανά ν’ ανατρέψουν την παλαιά εκείνη δίκη, όσο αντιδημοκρατικά κι αν είχε διεξαχθεί, τη στιγμή μάλιστα που αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν ιστορικά και όχι νομικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως, παρόμοια, ιστορικής και μόνο α-ξίας στοιχεία αποτελούν οι απόψεις κι οι ερμηνείες των ιστορικών, των στρα-τιωτικών εμπειρογνωμόνων και των εν γένει μελετητών, όλων των δεκαετιών που ακολούθησαν την επαίσχυντη εκείνη δίκη.
Επιπλέον τα πρακτικά της συ-νεδρίασης του έκτακτου Στρατοδικείου που την είχε διεξαγάγει και στα οποία είχαν περιληφθεί, μεταξύ άλλων, οι καταθέσεις των 12 μαρτύρων υπεράσπισης και των 12 μαρτύρων κατηγορίας, δεν υπήρχαν πια, ώστε να τεθούν υπόψη των Αρεοπαγιτών! Δεν προσκομίστηκαν, συνεπώς, ενώπιον του Αρείου Πάγου, α-ποδεικτικά στοιχεία τόσο ισχυρά, ώστε να μπορούν να πείσουν, από νομική άποψη, ότι αδίκως είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι προαναφερθέντες πολιτι-κοί και στρατιωτικοί και να επιτρέψουν την ανατροπή της αποφάσεως που είχε εκδοθεί σε βάρος τους το έτος 1922.
Πιστεύω, συνεπώς, ως νομικός, ότι μια νέα, εσφαλμένη νομικά, δίκη, επι-χείρησε ν’ ανατρέψει το αίσχος και το «άγος» της προηγούμενης. Και μπορεί μεν ο σκοπός αυτής της νέας δίκης να ήταν ιερός. Μπορεί, πράγματι, μετά από τόσες δεκαετίες εθνικού Διχασμού, σε μια Ελλάδα που μόλις στα τελευταία χρόνια εξήλθε από το αδιέξοδο αυτού του Διχασμού, να χρειάζεται μια συμβο-λική πράξη εθνικής συμφιλίωσης και ίσως αυτό το σκοπό να εξυπηρέτησε η έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης του Αρείου Πάγου.
Έρχομαι, όμως, ως πολίτης, πλέον, της σύγχρονης, δημοκρατικής Ελλά-δας, να παρατηρήσω, ότι την πολιτική και ηθική αποκατάσταση των πολιτικών και στρατιωτικών εκείνων ανδρών, (οι οποίοι καταδικάστηκαν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους σε ποινική δίκη, που είχε όμως αμιγώς πολιτικά κίνητρα), δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να την αναλάβει και να την κρίνει σήμερα ένα ποινικό Δικαστήριο, ακόμη και το υψηλότερο, αλλά μόνη η Ελληνική Βουλή, στηριγμένη μάλιστα σε πόρισμα μιας εξεταστικής Επιτροπής, που θα την αποτελούσαν μέλη όλων των πολιτικών παρατάξεων, στηριζόμενα στην επιστημονική βοήθεια έγκριτων επιστημόνων (ιστορικών στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων κλπ.)
Μόνο το κορυφαίο αυτό όργανο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος θα μπορούσε να κηρύξει το πολιτικό πέρας του εθνικού Διχασμού, αποκαθιστώντας, συνάμα, αν διαπιστώσει ότι είναι ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένο, όχι μόνο τους καταδικασθέντες στη δίκη του 1922, (αν κρίνει ότι αυτοί άδικα καταδικάστηκαν), αλλά κι όλους εκείνους, τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, από τους οποίους αναρίθμητες δίκες πολιτικής σκοπιμότητας στέ-ρησαν, από το 1922 και μετά, τη ζωή, την τιμή, την περιουσία, το μέλλον, τα όνειρα. Μόνο η Ελληνική Βουλή είναι αρμόδια να διαγράψει τα μελανά κι αμφισβητούμενα εκείνα κομμάτια της ιστορίας μας, τα οποία ακόμη «πονάνε» και τα οποία εξακολουθούν ν’ αποτελούν τις αιτίες πλήθους αγκυλώσεων και διαστρεβλώσεων του πολιτικού μας συστήματος.
=-=-=-=-=-=-=-
Οι αιτίες, τα γεγονότα και τα τραγικά αποτελέσματα της Μικρασια-τικής Καταστροφής είναι γνωστά και η υπενθύμισή τους περιττεύει. Μια από τις πτυχές του δράματος ήταν και ο «εθνικός διχασμός», κορυφαίο επεισόδιο του οποίου αποτέλεσε και η γνωστή, πλέον, «Δίκη των Έξι», δηλαδή η δίκη των πολιτικών και στρατιωτικών που θεωρήθηκαν ως πρωταίτιοι της μεγάλης καταστροφής.
Την επαύριον της Μικρασιατική Καταστροφή εκδηλώθηκε στρατιω-τικό κίνημα, υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον α-ντιπλοίαρχο Φωκά. Το κίνημα, που εξανάγκασε σε παραίτηση την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, είχε ως πολι-τικό και ηθικό έρεισμά του την άποψη ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νι-κήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, η οποία αμέσως διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίε-ση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος, στις 9 Οκτωβρίου του 1922, ζήτησε την εκτέλεση των υπευθύνων της τραγωδίας, ένα αίτημα που είχε ήδη καλλιεργήσει έ-ντεχνα η Επαναστατική Επιτροπή με το διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου προς τον ελληνικό λαό.
Στο διάγγελμα γινόταν λόγος για παραδειγματι-κή, ποινική τιμωρία των «εχθρών της πατρίδος», στους οποίους οφειλόταν η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η διεθνής καταδίκη της Θράκης. Ο κύβος είχε, συνεπώς, ριφθεί. Το επαναστατικό κίνημα απαιτούσε εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να γίνει αρεστό στον εξορ-γισμένο λαό.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος) αλλά και ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούσαν εκτελέ-σεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), ήθελαν μια κανο-νική δίκη και το ίδιο απαιτούσαν κι οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Τελικά, οι δύο απόψεις των κινηματιών «συμβιβάστηκαν» στη διεξαγωγή μιας δίκης – παρωδία, από ένα έκτακτο στρατοδικείο, που «στήθηκε» γι’ αυτό τον σκοπό και το οποίο παρείχε ελάχιστα εχέγγυα αμερόληπτης α-πονομής της Δικαιοσύνης.
Το έκτακτο Στρατοδικείο συγκροτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1922. Τρεις μέρες αργότερα η ανακριτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας α-νέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πά¬γκαλος, εξέδωσε πόρισμα, με το οποίο παρέπεμψε σε δίκη, με την κατηγορία της «εσχά-της προδοσίας», οκτώ πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστι¬κό ρόλο στην πολιτική και στον Στρατό κατά την περίοδο 1920-1922:
Τον Δημήτριο Γούναρη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Στράτο (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Θεοτόκη (Υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπα-παδάκη), τον Γεώργιο Μπαλτατζή (Υπουργό Εξωτερικών στις κυβερνή-σεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), τον Ξενοφώντα Στρατηγό (υπο-στράτηγο ε.α., Υπουργό Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), τον Μιχαήλ Γαύδο (υποναύαρχο ε.α., Υπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη) και τον Γεώργιο Χατζανέστη, (αντιστράτηγο, Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και τη Θράκη).
Η δίκη διεξήχθη από την 31η Οκτωβρίου έως την 15η Νοεμβρίου του 1922 σε ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Πα-λαιά Βουλή), αφού, ευθύς εξ αρχής, το Έκτακτο Στρατοδικείο απέρριψε το απόλυτα εύλογο για μια δημοκρατική κι ευνομούμενη χώρα αίτημα των κατηγορουμένων, να δικαστούν από το Ειδικό Δικαστήριο, κατ’ ε-φαρμογή του τότε ισχύοντος νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Κοινή ήταν η πεποίθηση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι το Στρατοδικείο θα επέβαλλε θανατικές ποινές. Λόγω των διεθνών πιέσεων υπέρ των κατηγορουμένων η μετριοπαθής κυβέρνηση του Σωτηρίου Κροκίδα εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου και την πρω-θυπουργία ανέλαβε, στις 14 Νοεμβρίου (ενώ, δηλαδή, διαρκούσε ακόμη η δίκη), ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του κι-νήματος.
Την ίδια εκείνη ημέρα, μετά την ολοκλήρωση των απολογιών των κατηγορουμένων και των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης, το Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία κήρυξε παμψη-φεί ενόχους, για εσχάτη προδοσία, όλους τους κατηγορουμένους κι επέ-βαλε τη ποινή του θανάτου στους λοιπούς εξ αυτών, πλην του Μιχαήλ Γαύδου και του Ξενοφώντος Στρατηγού, στους οποίους επέβαλε την ποι-νή των ισοβίων δεσμών. Τη δίκη εκείνη της απόλυτης πολιτικής σκοπι-μότητας τη συμπλήρωσε η εσπευσμένη εκτέλεση των θανατοποινιτών, λίγες μόλις ώρες μετά την έκδοση της ετυμηγορίας του στρατιωτικού δι-καστηρίου.
Γίνεται αντιληπτό, απ’ όσα συνοπτικά σας εξέθεσε ο υπογράφων, ότι, ως νομικός, δεν μπορεί να θεωρήσει αυτό που συνέβη στα τέλη του 1922 ως «δίκη», υπό την τεχνική έννοια του νομικού όρου. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι εξουσίας, για μια προσπάθεια ικανοποίησης της ανάγκης του ελ-ληνικού λαού και των προσφύγων, ν’ ανεύρουν εξιλαστήρια θύματα, στα οποία να ξεσπάσουν την οργή τους. Την ανάγκη αυτή πολύ εύκολα ικα-νοποίησε ένα «επαναστατικό» κίνημα, το οποίο εκπορεύθηκε «εκ των άνω» και όχι από τον λαό, οδηγώντας σε μια δίκη – παρωδία, σε μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, τα επιλεχθέντα ως εξιλαστήρια θύματα, που ήταν –καθόλου σπάνιο για τη δύσμοιρη πατρίδα μας!– οι πολιτικοί αντί-παλοι του νέου αυτού καθεστώτος!
Το τελευταίο που θα περίμενε, κατόπιν τούτων, ο υπογράφων, ως νομικός, αλλά και ως δημοκρατικός πολίτης της Ελλάδας του 21ου αιώνα, ήταν μια νέα δίκη, πολιτικής σκοπιμότητας κι αυτή τη φορά, σαν αυτή που διεξήχθη ενώπιον του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου ν’ ανατραπούν, 88 χρόνια αργότερα, οι συνέπειες εκείνες της επαίσχυντης, πρώτης δίκης, του 1922.
Κατανοώ, βέβαια, την ευαισθησία των απογόνων των θεωρηθέντων ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταδικασθέντων από το έκτακτο Στρατοδικείο, να ζητήσουν την αποκατάσταση της ιστο-ρικής μνήμης των προγόνων τους (οι οποίοι, άλλωστε, δεν δικάστηκαν στα πλαίσια μιας δίκαιης δίκης). Επίσης, δεν θεωρώ κανέναν από τα εκα-τομμύρια των απογόνων των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανα-τολικής Θράκης ότι πονάει περισσότερο από μένα (απόγονο προσφύγων που ήλθαν από την Ανατολική Θράκη) για την τεράστια εκείνη απώλεια. Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω, ως νομικός μεν τη νομιμότητα, ως πολί-της δε την σκοπιμότητα μιας νέας δίκης.
Ως νομικός πιθανολογώ το σκεπτικό της με αριθμό 1675/2010 από-φασης του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (παρότι δεν έχει α-κόμη δημοσιευθεί στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» και, συνεπώς, δεν μπόρεσα να το έχω στα χέρια μου): Η επανάληψη της δια-δικασίας της «Δίκης των Έξι», που είχε αμετάκλητα περατωθεί πολλές δεκαετίες πριν, στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 525 αριθμός 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, αν, ύ-στερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα –άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν– γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό μ’ εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε ήταν αθώ-ος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγ-ματικά τέλεσε.
Πράγματι, στην προαναφερθείσα, ποινική δίκη, το Ζ΄ Τμήμα του Α-ρείου Πάγου, με οριακή πλειοψηφία έκρινε ότι προέκυψαν νέα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων. Ως τέτοια κρίθηκαν αφενός μεν ένα τηλεγράφημα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στείλει στο έκτακτο Στρατοδικείο, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν και το οποίο έφθασε την επομένη (16η Νοεμβρίου) της εκτέλεσης των έξι κα-ταδικασθέντων, αφετέρου δε μια ομιλία του ιδίου στη Βουλή, στην οποία έλεγε ότι οι «έξι» δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν προδότες.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, όμως, τέτοια στοιχεία δεν ήταν επαρ-κή και ικανά ν’ ανατρέψουν την παλαιά εκείνη δίκη, όσο αντιδημοκρατι-κά κι αν είχε διεξαχθεί, τη στιγμή, μάλιστα που αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν ιστορικά και όχι νομικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως, παρόμοια, ιστορικής και μόνο αξίας στοιχεία αποτελούν οι απόψεις κι οι ερμηνείες των ιστορικών, των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων και των εν γένει με-λετητών, όλων των δεκαετιών που ακολούθησαν την επαίσχυντη εκείνη δίκη.
Επιπλέον τα πρακτικά της συνεδρίασης του έκτακτου Στρατοδικεί-ου που την είχε διεξαγάγει και στα οποία είχαν περιληφθεί, μεταξύ άλλων, οι καταθέσεις των 12 μαρτύρων υπεράσπισης και των 12 μαρτύρων κατηγορίας, δεν υπήρχαν πια, ώστε να τεθούν υπόψη των Αρεοπαγιτών! Δεν προσκομίστηκαν, συνεπώς, ενώπιον του Αρείου Πάγου, αποδεικτικά στοιχεία τόσο ισχυρά, ώστε να μπορούν να πείσουν, από νομική άποψη, ότι αδίκως είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι προαναφερθέντες πολιτι-κοί και στρατιωτικοί και να επιτρέψουν την ανατροπή της αποφάσεως που είχε εκδοθεί σε βάρος τους το έτος 1922.
Πιστεύω, συνεπώς, ως νομικός, ότι μια νέα, εσφαλμένη νομικά, δίκη, επιχείρησε ν’ ανατρέψει το αίσχος και το «άγος» της προηγούμενης. Και μπορεί μεν ο σκοπός αυτής της νέας δίκης να ήταν ιερός. Μπορεί, πράγματι, μετά από τόσες δεκαετίες εθνικού Διχασμού, σε μια Ελλάδα που μόλις στα τελευταία χρόνια εξήλθε από το αδιέξοδο αυτού του Διχασμού, να χρειάζεται μια συμβολική πράξη εθνικής συμφιλίωσης και ίσως αυτό το σκοπό να εξυπηρέτησε η έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης του Αρείου Πάγου.
Έρχομαι, όμως, ως πολίτης, πλέον, της σύγχρονης, δημοκρατικής Ελλάδας, να παρατηρήσω ότι την πολιτική και ηθική αποκατάσταση των πολιτικών και στρατιωτικών εκείνων ανδρών (οι οποίοι καταδικάστηκαν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους σε ποινική δίκη, που είχε όμως αμι-γώς πολιτικά κίνητρα), δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να την αναλάβει και να την κρίνει σήμερα ένα ποινικό Δικαστήριο, ακόμη και το υψηλότερο, αλλά μόνη η Ελληνική Βουλή, στηριγμένη μάλιστα σε πόρισμα μιας ε-ξεταστικής Επιτροπής, που θα την αποτελούσαν μέλη όλων των πολιτι-κών παρατάξεων, στηριζόμενα στην επιστημονική βοήθεια έγκριτων επι-στημόνων (ιστορικών στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων κλπ.)
Μόνο το κορυφαίο αυτό όργανο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος θα μπορού-σε να κηρύξει το πολιτικό πέρας του εθνικού Διχασμού, αποκαθιστώντας, συνάμα, αν διαπιστώσει ότι είναι ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένο, όχι μόνο τους καταδικασθέντες στη δίκη του 1922 (αν κρίνει ότι αυτοί άδικα καταδικάστηκαν), αλλά κι όλους εκείνους, τους χιλιάδες Έλληνες, από τους οποίους αναρίθμητες δίκες πολιτικής σκοπιμότητας στέρησαν, από το 1922 και μετά, τη ζωή, την τιμή, την περιουσία, το μέλλον, τα ό-νειρα. Μόνο η Ελληνική Βουλή είναι αρμόδια να διαγράψει τα μελανά κι αμφισβητούμενα εκείνα κομμάτια της ιστορίας μας, τα οποία ακόμη «πονάνε» και τα οποία εξακολουθούν ν’ αποτελούν τις αιτίες πλήθους αγκυ-λώσεων και διαστρεβλώσεων του πολιτικού μας συστήματος.
[Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 5 (Ιανουαρίου 2011) του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]