Οι μαύρες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922 ήρθαν. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί. Δεν μιλιέται ο κόσμος μέσα στο χωριό. Μονάχα προσπαθεί ν΄ακούσει. Μα ν΄ακούσει από ποιόν; Ποιός μπορεί να ξέρει;
Το χωριό, το βράδυ εκείνο θεοσκότεινο. Ψυχή δεν γυρνά στους δρόμους και τα σπίτια κατάκλειστα από νωρίς.
Να δούμε άυριο, θαρθούνε οι Τούρκοι; Κι η σκέψη πήγαινε στους χωριανούς που φύγανε. Να φεύγαμε κι εμείς…
Κι οι Τούρκοι ήρθαν. Και μαντρώσανε όλους που μείνανε, μέσα στην εκκλησιά.
Κι ο θρήνος και το μακελειό αρχίνησε.
Πήρανε τους άνδρες. Πήρανε και τους εφήβους. Που τους πήγανε; Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια σωστή απάντηση…
Κι ο θρήνος και το μακελειό μέσα στον άγιο χώρο της Παναγιάς, εξακολουθούσε. Κάθε μέρα και χειρότερα! Ανείπωτο δράμα.
Μα να, που βρέθηκαν και τρείς προνοητικές κοπέλες. Τρείς που δεν πήγαν στην εκκλησιά. Τρείς κοπέλες που μείνανε στα σπίτια. Να είχαν τάχα σχέδιο στο μυαλό τους; Κάτι σα να είχαν. Τα σπίτια που κρύφτηκαν, είχαν την κύρια είσοδο στο μεγάλο δρόμο. Μα πίσω από το σπίτι, υπήρχε και η αυλή και συνέχεια τα χωράφια, τ΄αμπέλια, τα δέντρα κι ο ανοιχτός δρόμος προς την εξοχή, προς τη φυγή… κι ο θεός μεγάλος!!
Οι τρεις κοπέλες καλά κρυμμένες και οι μέρες περνούσαν. Τι να γινόντουσαν οι δικοί τους; Ζούσαν; Η σκέψη που τις έπνιγε και ο βραχνάς της αβεβαιότητας. Η μοναξιά τους γίνηκε σωστός εφιάλτης. Τι να γινόντουσαν τρεις απροστάτευτες κοπέλες;
Από τα κλειστά παράθυρα, προσπαθούσαν ν΄ακούσουν. Από μια χαραμάδα, να δουν. Κάτι να ακούσουν, κάτι να δουν.
Τρόμαζαν στο ποδοβολητό του αλόγου. Βλέπανε και κανένα Τούρκο, στρατιωτικό με μαύρα φέσια. Μεγάλωνε ο φόβος. Η τρομάρα ακολουθούσε. Κι η απόγνωση έφτασε, όταν βεβαιώθηκαν πως οι Τούρκοι σπάζαν πόρτες.
Ακούσανε καθαρά τα σπασίματα, τις φωνές κι είδανε το πλιάτσικο. Είχαν έρθει Τούρκοι από το διπλανό χωριό το Βατζίκι. Τρέμανε στην ιδέα, ότι αύριο, μεθαύριο, θάρθει κι η σειρά του δικού τους σπιτιού.
Και σχεδιάζανε έξοδο. Ηρωική έξοδο. Βρισκόντουσαν στον Φουντανομαχαλά. Εκεί κρύφτηκαν. Κι αν τάχα φεύγανε από την περοχή του Κιρικλή κι από κει στον Πίσω Γιαλό, ίσως με καμιά βάρκα να τραβούσαν για τη Σάμο.
Αλλη σκέψη, να κατεβαίνανε νύχτα, από δρόμους απόμερους προς το λιμάνι; Να τραβούσαν κατά το Γιακά κι από κεί να κατέβαιναν από τα Χατζημωράκικα, ύστερα τα Τζιώτικα προς το λιμάνι. Ισως καμιά βάρκα να χάριζε τη σωτηρία τους. Θα τραβούσαν κατά τη Χίο.
Αποφάσισαν το σχέδιο τους να το εκτελέσουν το επόμενο βράδυ… Αύριο βράδυ κι ο θεός βοηθός..
Μα στο πλιάτσικο, ήρθε φαίνεται κι η σειρά του σπιτιού που κρυβόντουσαν.
Κλωτσιές στην πόρτα, αξίνες σιδερένιες και λοστοί κάνουν τις πόρτες να υποχωρούνε.
Οι κοπέλες ατρόμητες τρέχουν στην αυλή. Ξεκλειδώνουν και πετάγονται στα χωράφια. Δαιμονισμένα τρέχουνε. Λοξοδρομούν, πέφτουν, πνίγονται από την αγωνία.
Να και τουφεκιές τώρα. Από κάπου τις είδαν. Μα δεν πυροβολούν πάνω τους. Ω, πως θα το θέλαν. Μια σφαίρα και κάτω. Ομως οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Οι κοπέλες ξεγελιούνται. Γυρίζουν πίσω προς το χωριό. Ισως κανένα σπίτι να το βρούν ανοιχτό και να σωθούν. Να σωθούν ως το βράδυ. Και τη νύχτα, το σχέδιο της εξόδου.
Αυτό ακριβώς θελήσανε και οι Τούρκοι. Να τις πιάσουνε ζωντανές.
Ξέφρενο το τρέξιμο τους, τις έφερε πάλι στο μεγάλο δρόμο. Μα τα σπίτια… αφιλόξενα. Κατάκλειστα. Κι οι Τούρκοι πλησιάζουν.
Χαθήκαμε, άμα μας πιάσουν, σκέφτονται. Και τρέχουν δαιμονισμένα. Γίνεσαι θηρίο, άμα δεις το θάνατο μπροστά σου. Και δεν λογαριάζεις τίποτα, άμα σε κυνηγά ο Τούρκος.
Χάθηκαν οι κοπέλες. Οι Τούρκοι όλο και κοντοζυγώνανε. Λίγα μέτρα ακόμα και τις πιάσανε…
Βοήθα Παναγιά μου…
Βρέθηκε μπροστά τους, ολάνοιχτο, προσδεχούμενο, ύστατη τραγική σωτηρία, το στόμιο ενός πηγαδιού!
Τρέχοντας, κάνανε και το σταυρό τους…
Και να, πρώτη η Γαρυφαλίτσα Βερβεριώνη, ατρόμητη, λεβέντισα, σαν άλλη Σουλιώτισα, ρίχνεται μέσα στο βαθύτατο πηγάδι.
Ακολουθεί δεύτερη, η Αργυρώ Χατζηθανάση.
Και τρίτη η Μαρία Παντέλα…
Οι τρείς κοπέλες της Κάτω Παναγιάς, με τον τραγικό τους θάνατο, ζωντάνεψαν τους θρύλους και τις ιστορίες της πατρίδας.
Γράψανε μια χρυσή σελίδα στην ιστορία του χωριού μας.
Κι εμείς μνημονεύουμε σήμερα την τραγική τους θυσία, με την διαβεβαίωση, πως ουδέποτε θα λησμονήσουμε τις ηρωίδες μας. Η μνήμη τους θα είναι για μας, αιωνία.
Οι Αλύτρωτες, λυτρωθήκανε.
Δημήτρης Παντέλας
Πηγή: Τα πενηντάχρονα του ξεριζωμού 1922-1972, Εκδοση της Ενώσεως Κάτω Παναγιάς Μικράς Ασίας