Η Οικονομική ζωή στη Σμύρνη (εμπόριο-βιομηχανία)

You are currently viewing Η Οικονομική ζωή στη Σμύρνη (εμπόριο-βιομηχανία)

Η Σμύρνη με το ευρύχωρο λιμάνι της, την πλούσια ενδοχώρα και τις εύφορες κοιλάδες του Έρμου ποταμού στάθηκε πόλος έλξης για τους Έλληνες. Μαζί με τα άλλα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας δεχόταν συνεχώς τους τελευταίους αιώνες μεταναστευτικές κινήσεις από την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα βοηθούσε την προσωρινή τακτοποίησή τους και μετά προωθούσε τα αποδημητικά ρεύματα των μεταναστών προς τη μικρασιατική ενδοχώρα.

του Χρήστου Σολδάτου

Μέχρι το 1821 οι Έλληνες ως πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κινούνταν ελεύθερα από το ένα μέρος στο άλλο. Το ίδιο συνέβαινε και μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και την έκδοση της ρήτρας από τον σουλτάνο προς την Ελλάδα, το 1840, ως το πλέον ευνοούμενο κράτος. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν προσκλήσεων Τούρκων τιμαριούχων ή βάσει της πολιτικής των σουλτάνων για την πύκνωση αραιοκατοικημένων περιοχών. Γι’ αυτό και οι μεταναστεύσεις συνοδεύονταν σχεδόν πάντα με παροχές προνομίων και φορολογικές απαλλαγές. Ο F. Strong υπολόγιζε το 1842 ότι 5.000 Έλληνες εγκατέλειπαν επίσημα κάθε χρόνο την Ελλάδα για να πάνε στο εξωτερικό και πιο πολύ στην κοντινή Μικρά Ασία.

Η Οικονομική ζωή στη Σμύρνη

Έτσι στις εύφορες παραλίες της δυτικής Μικράς Ασίας ο ελληνικός πληθυσμός ενισχύεται διαρκώς με νέους και φιλόπονους εποίκους που προοδεύουν στη γεωργία, στη βιομηχανία, στο εμπόριο, παντού. Πυκνός ήταν ο γεωργικός πληθυσμός στη δυτική Μικρά Ασία κι ακόμη πυκνότερος στο βιλαέτι της Σμύρνης, το οποίο ήταν επίσης, το παραγωγικότερο όλης της Μικράς Ασίας και το κατ’ εξοχήν προηγμένο.

Η ελιά, ο καπνός κι ιδιαίτερα η άμπελος και η συκιά είχαν στο βιλαέτι αυτό την πιο μεγάλη ανάπτυξη. Όλες όμως οι εκτάσεις του βιλαετιού δεν ήταν καλλιεργήσιμες. Από τα 54.000 περίπου τ. χλμ. της έκτασής του μόνο το 1/3 ήταν αρόσιμο. Τα 2/3 ήταν βουνά, έλη και βοσκοτόπια. Το 1/3 των καλλιεργήσιμων γαιών ισούνταν με 1.800.000 εκτάρια. Από αυτά 600.000 καλλιεργούνταν με καλλιέργειες του χειμώνα (350.000 – 400.000 εκτ.) ή του καλοκαιριού (200-250.000 εκτ.). Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε 75.000 εκτάρια αμπελώνων, 60.000 εκτάρια ελαιώνων και 10.000 εκτάρια συκεώνων.

Για την καλλιέργεια των μεγάλων γεωργικών εκτάσεων γινόταν χρήση γεωργικών μηχανών, τις οποίες όμως χρησιμοποιούσαν μόνο οι Έλληνες. Η κίνησή τους υπολογιζόταν ως εξής: Ετήσια πώληση αρότρων 4.000, θεριστικών μηχανών 120 και 29 αλωνιστικών μηχανών.

Το προσωπικό του Ζυθοποιείου ΑΪΔΙΝ με τους διευθυντές του Κ. Κωνσταντίνου και Conrad Nacekerlin στο Δαραγάτς της Σμύρνης. Το εργοστάσιο ανήκε στην Ελβετική εταιρεία Bomonti Nectar και εξυπηρετούσε τις ανάγκες της Σμύρνης, του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και τα γειτονικά νησιά Σάμο, Χίο, Λέσβο (φωτο αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων).

Η Βιομηχανία στη Σμύρνη

Οι τεράστιες ποσότητες των προϊόντων της γεωργίας οδήγησαν αργά αλλά σταθερά τους παραγωγούς στη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων τους, πρώτη μορφή της βιοτεχνικής και βιομηχανικής ανάπτυξης. Η μεταποίηση της ελιάς σε λάδι, βρώσιμες ελιές και σαπούνι, του σιταριού σε αλεύρι και ζυμαρικά, του σταφυλιού σε κρασί, σταφίδα και οινοπνευματώδη ποτά, του μαλλιού και του βαμβακιού σε νήματα και υφάσματα, των κουκουλιών σε μεταξωτά ρούχα κ.λπ., αρχικά κάλυπτε οικογενειακές ή ενδοκοινοτικές ανάγκες.

Στη συνέχεια, οι απλές και στοιχειώδεις μεταποιήσεις, μετασχηματίσθηκαν και δημιουργήθηκε ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας, η βιομηχανική δραστηριότητα με καταπλητική πρόοδο κι εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και να σκεφθεί κανείς πως η βιομηχανία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε μέσα σε ένα κλίμα παντελούς αδιαφορίας από την πλευρά του κράτους και απουσίας κάθε κρατικής αντίληψης σε θέματα επιχειρήσεων. Το τουρκικό κράτος, επίσης, δεν κατέβαλε ποτέ μέριμνα για τη δημόσια ασφάλεια, απαραίτητο στοιχείο για την εμπιστοσύνη της διάθεσης κεφαλαίων σε επενδυτικά παραγωγικά έργα.

Σε σύνολο 5.308 εργοστασίων και εργαστηρίων του βιλαετιού της Σμύρνης, τα 4.008 ήταν ελληνικά, τα 1.216 τουρκικά, 28 αρμενικά, 21 εβραϊκά και τα υπόλοιπα ξένων.

Αφισέτα του εργοστασίου Ηλία Κ. Κοκκώνη στη Σμύρνη (αρχείο Ελένης Κοκκώνη)

Δηλαδή το 76% περίπου ήταν ελληνικά. Σύμφωνα με μια έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης ανάμεσα σε 3.315 εργοστάσια και εργαστήρια της πόλης, χωρίς να υπολογιστούν τα 10 περίπου που ανήκαν σε ξένους, 73% ανήκαν σε Έλληνες, 26% σε Τούρκους και 1% σε Αρμένιους και Εβραίους. Στους 1.230 βιομηχανικούς υπαλλήλους, 85,5% ήταν Έλληνες, 8,5% Τούρκοι, και 6% διάφοροι. Στους 20.684 εργάτες, 82% ήταν Έλληνες, 16% Τούρκοι και 2% διάφοροι.

Επί της συνολικής ιπποδύναμης 13.209 ατμοίππων των ανωτέρω 5.308 εργοστασίων, οι 8.880 ήσαν ελληνικών εργοστασίων και επί συνολικής αξίας των εργοστασίων αυτών 3.854.980 περίπου χρυσών τουρκικών λιρών, οι 2.135.940 χρυσές λίρες ήταν ελληνικά κεφάλαια.

Στον τομέα λοιπόν της βιομηχανίας οι Έλληνες κυριαρχούσαν μεταξύ όλων των «συνοίκων» λαών. Ήταν ασυναγώνιστοι, διέθεταν κεφάλαια μεγάλα, ήταν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι εξαγωγείς και δάνειζαν ακόμη και το οθωμανικό κράτος.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ωστόσο, με τις επιτάξεις και τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου έκαμψε τη λαμπρή αυτή πορεία. Μετά τον πόλεμο, η ακρίβεια της ζωής, οι περιορισμένες ποσότητες πρώτων υλών και συγχρόνως οι αυξημένες τιμές τους, ιδιαίτερα αυτών που έρχονταν από την Ευρώπη, και η υποτίμηση της αξίας του τουρκικού νομίσματος δημιούργησαν προβλήματα στις επιχειρήσεις. Μέχρι το τέλος του 1919 πολλά εργοστάσια στη Σμύρνη δεν είχαν επαναλάβει τη λειτουργία τους.

Ωστόσο, κατά τη μεγάλη ακμή της οικονομίας της Δυτ. Μικράς Ασίας και της Σμύρνης πριν από τον πόλεμο, η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή και η εισαγωγή πολλών βιομηχανικών προϊόντων από την Ευρώπη δημιούργησαν την τεράστια ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, του εμπορίου και των μεταφορών.

Κάτω από το καθεστώς των διομολογήσεων των ξένων κινήθηκαν και πολλαπλά ωφελήθηκαν οι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι όπως παντού έτσι και στη Μικρά Ασία εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την προαιώνια αρετή της φυλής, του εμπόρου και του μεταπράτη. Εκτός των μεγάλων και μικρών εμπόρων της Σμύρνης και των άλλων πόλεων, στρατιές ολόκληρες εμπόρων, μεταπρατών, πραματευτάδων και μπακάληδων διακινούσαν όλα τα αγαθά της χώρας μαζί με τα εισαγόμενα προϊόντα.

Εργοστάσιο επεξεργασίας σύκων στη Σμύρνη, καρτ ποσταλ αρχείο Α.Σ. Μαϊλλη

Το λιμάνι της Σμύρνης

Η πολυάνθρωπη και προνομιούχος, στη διακίνηση του εμπορίου, Σμύρνη ήταν η δεύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη πόλη του κράτους, και αναγνωρισμένη ημιεπίσημα ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού ελληνικού κόσμου. Το 1810 είχε 100.000 κατοίκους, από τους οποίους 30.000 Έλληνες. Το 1910 είχε 225.000, από τους οποίους 100.000 Έλληνες. Το 1922 σε 370.000 οι 200.000 ήταν Έλληνες. Ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι της Ανατολής, και πόλη τόσο ελληνική, που οι Τούρκοι την ονόμαζαν «Γκιαούρ Ισμίρ».

Κατά τις στατιστικές των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα η ετήσια παραγωγή του σαντζακιού Σμύρνης υπολογιζόταν σε 142.252.000 χρυσά φράγκα. Η ραγδαία εξέλιξη του εμπορίου βοηθούσε στην αύξηση του ελληνικού πληθυσμού κι αυτός με τη σειρά του ενίσχυε τις εμπορικές εργασίες. Η περίφημη προκυμαία της Σμύρνης, το Και (Quai) είναι η βάση και το ορμητήριο, από το οποίο προωθείται ο ελληνικός πληθυσμός και το εμπόριο.

Επιστολόχαρτο με το λογότυπο της εταιρείας Ατμοπλοϊα Πανταλέων στη Σμύρνη (αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων). Ιδρυτής της ατμοπλοικής εταιρείας με βάση τη Σμύρνη και πρακτορεία στον Πειραιά ήταν ο Παναγιώτης Πανταλέων από τη Ζάτουνα Αρκαδίας, με διαδόχους τους γιους του Δημοσθένη και Νικόλαο. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1875, τα πλοία της έφεραν την ελληνική σημαία και ορισμένα από αυτά, εξοπλισμένα ανάλογα, υπηρέτησαν τα εθνικά συμφέροντα (συμμετοχή στην απελευθέρωση της Χίου, των Οινουσών, της Λέσβου, μετατροπή πλοίου σε νοσοκομείο το 1922).

Η Σμύρνη ήταν η αποθήκη του εμπορίου της δυτ. Μικράς Ασίας, όπως το Χαλέπι της Συρίας. Στις αποθήκες και τα καταστήματα των Ελλήνων της Σμύρνης έφταναν τα καραβάνια από την Τοσκάτη, Άγκυρα, Προύσα, Ικόνιο, Αττάλεια, Ερζερούμ, Ντιαρμπακίρ με βαμβάκια, νήματα, μαλλιά Αγκύρας, περσικά χαλιά, ερυθρόδανο (ριζάρι), βαφές, φαρμακευτικά είδη, κερί, σπόγγους, σιτάρια, κριθάρια, δέματα καπνού, όπιο, λάδια, κρασιά, σύκα, σταφίδες.

Όλα με προορισμό την Ευρώπη. Από το άλλο μέρος γαλλικά, αγγλικά, ολλανδικά, αυστριακά κ.ά. καράβια προσορμίζονταν στη Σμύρνη με μετάξια Βενετίας, μεταξωτά, αργυρόχρυσες στόφες της Λυών, λουλάκι από τον Άγιο Δομήνικο, ζάχαρη, καρυκεύματα από την Καρολίνα και τη Λουιζιάνα της Αμερικής, χαρτιά, υαλικά, σίδερο, κασσίτερο, μόλυβδο, ορείχαλκο, εργαλεία κ.λπ.

Ντόπια παραγωγή και διαμετακομιστικό εμπόριο συνθέτανε το δίπτυχο της υλικής ευημερίας. Στο πολύβοο λόγω της μεγάλης κίνησης λιμάνι της Σμύρνης συνωθούνταν η Δύση και η Ανατολή. Τα ξένα καράβια καταπλέανε στο λιμάνι το ένα πίσω από το άλλο, μέρα νύχτα, για να ξεφορτώσουνε εμπορεύματα από τη Δύση και να φορτώσουνε όλα τα αγαθά της Ανατολής. Στατιστική του 1911 είχε καταγράψει 2.500 ατμόπλοια και 1.300 ιστιοφόρα, συνολικής χωρητικότητας 2.500.000 τόννων να καταπλέουν και να αποπλέουν από το λιμάνι της Σμύρνης σε ένα χρόνο.

Μετοχή 1000 γαλλικών φράγκων που εξέδωσε το “ΜΕΓΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ” στη Σμύρνη το 1894 (αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων)

Στο λιμάνι βρίσκονταν επίσης τα εμπορικά γραφεία, οι εταιρίες και οι αντιπροσωπείες βιομηχανικών κι εμπορικών οίκων της Ευρώπης και της Αμερικής, τα προξενεία, τα πρακτορεία των ατμοπλοϊκών εταιριών, τα υποκαταστήματα των τραπεζών, οι ασφαλιστικές εταιρίες, η μπόρσα, δηλαδή το χρηματιστήριο της Σμύρνης, καταστήματα, κέντρα κοινωνικής ζωής, ζυθοπωλεία, καφενεία, θέατρα, λέσχες κ.α.

Η επίσημη παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία κατά την περίοδο 1919-1922 με τη γνωστή ονομασία «Υπατη Αρμοστεία της Ελλάδας στη Σμύρνη» δημιουργεί μία νέα οικονομική κατάσταση στη Σμύρνη και γενικά στη δ. Μ. Ασία, δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Σε γενικές γραμμές αυτή ήταν η γεωργική ενδοχώρα και η βιομηχανική και εμπορική Σμύρνη. Η συμβολή του ελληνικού στοιχείου και στους τρεις τομείς της οικονομίας ήταν τεράστια.

Οι Έλληνες της Σμύρνης τα τελευταία 30 χρόνια προ του 1922 καταγίνονται με επιμέλεια στη γεωργία. Εισχωρούν στο εσωτερικό, εφαρμόζουν επιστημονικές καλλιέργειες κι αυξάνουν την ποσοτική και ποιοτική παραγωγή των προϊόντων. Η πρόοδος αυτή επιφέρει τη γέννηση κι ανάπτυξη μιας θαυμαστής βιομηχανικής ανάπτυξης και η εμπορική κίνηση στη συνέχεια μεγαλώνει κι απλώνεται παντού. Ο οικονομικός δείκτης της ζωής το 1922 βρισκόταν σε υψηλό βαθμό.

Η Μικρασιατική Καταστροφή

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κατέστρεψε άπαξ δια παντός την οικονομική ζωή της πόλης κι όλης της Μικράς Ασίας και σταμάτησε τη γοργή πρόοδο του ελληνικού στοιχείου σε μια χρονική στιγμή, που ο μικρασιατικός Ελληνισμός βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του και η Σμύρνη στην καλύτερή της ώρα. Ένας θαυμάσιος και λαμπρός κόσμος με οράματα, δράση και προοπτική, χάθηκε άδοξα και τραγικά.

ΣΜΥΡΝΗ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ 7 ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΘΗΝΑ 1998

Αφήστε μια απάντηση