Η έντονη κοινωνική ζωή στη Σμύρνη πριν την μικρασιατική καταστροφή, στην Προκυμαία της, το ονομαστό «Quai», οι μεγάλες επαύλεις στις αριστοκρατικές συνοικίες και στα προάστιά της, τα άνετα αστικά σπίτια στο κέντρο της και στη συνοικία τους Πούντας και τα λαμπρά καταστήματά της στον Φραγκομαχαλά έδιναν στην ελληνική Σμύρνη τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα μιας ευρωπαϊκής πόλης, που όμοιά της δεν υπήρχε άλλη στην Ανατολή.
Του Νίκου Χ. Βικέτου
Κεντρική Φωτο. Αστική οικογένεια της Σμύρνης, λίγο πριν την καταστροφή. Οι εμπορικές και επαγγελματικές σχέσεις των Ελλήνων της Σμύρνης με τους Ευρωπαίους επηρέασαν μεταξύ άλλων και τις ενδυματολογικές συνήθειες τους. Από τα μέσα του 18 ου αιώνα οι εύπορες ελληνίδες προμηθεύονταν τα φορέματα τους από παρισινούς οίκους και το ευρωπαϊκό κοστούμι εκτόπισε την παλιά “ρωμέϊκη φορεσιά” των ανδρών. Αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων
Ήδη πριν από τα τέλη του 17ου αιώνα πλούσιοι Ελληνες της Σμύρνης είχαν εγκαταστήσει την κατοικία τους στον Φραγκομαχαλά και πολλοί από αυτούς έπαιρναν μέρος στις κοσμικές εκδηλώσεις που οργάνωναν οι ξένοι έμποροι και οι «κόνσολοι». Οι εμπορικές-επαγγελματικές σχέσεις των Ελλήνων της Σμύρνης με τους Ευρωπαίους επηρέασαν τη γλώσσα τους, τις καταναλωτικές τους συνήθειες, τα χόμπι τους.
Σμύρνη, Κυριακή στον “Παράδεισο των Κυριών”. Καρτ ποστάλ των αρχών του αιώνα (αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων)
Οι ενδυματολογικές συνήθειές τους άλλαξαν. Η παλιά «ρωμαίικη φορεσιά» εκτοπίστηκε από το ευρωπαϊκό κουστούμι και στο εξής θ’ αποτελεί το κυρίως ένδυμα των χωρικών και των νησιωτών που έφθαναν στην πόλη. Το ντύσιμο των γυναικών, το οποίο μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν επηρεασμένο από τη νησιώτικη ενδυμασία, μεταβλήθηκε και οι Ελληνίδες προμηθεύονταν τα φορέματά τους από παρισινούς οίκους.
Χαρακτηριστικός τύπος Σμυρνιάς γυναίκας. Οι κυρίες της Σμύρνης διακρίνονταν για την φιλοκαλλία τους και την ομορφιά τους. (φωτο αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων)
Η επίδειξη της γυναικείας ενδυμασίας έγινε μάλιστα αντικείμενο σχολιασμού εκ μέρους των ξένων περιηγητών και του σμυρναϊκού Τύπου. Η πολυτέλεια και η φιλαρέσκεια των γυναικών δέχθηκαν έντονες επικρίσεις. Ο συγγραφέας P. Lindau γράφει: «Η κοινωνική ζωή της Σμύρνης είναι αντίθετα προς σχεδόν όλες τις πόλεις της Ανατολής πολύ ανεπτυγμένη.
Βροχή οι προσκλήσεις για γεύματα, μπάλους, για μεγάλες και μικρές παρέες» και σε άλλο σημείο του ίδιου έργου σημειώνει: «Τα σαλόνια στα σπίτια των εύπορων είναι διαρρυθμισμένα ευχάριστα και διακοσμημένα, όσον αφορά τα έργα της ανατολίτικης εφηρμοσμένης τέχνης, με μεγάλη πολυτέλεια. Βρίσκει κανείς μέσα σ’ αυτά θαυμάσια χαλιά και κεντήματα, καλλιτεχνικότατες αγγειοπλαστικές εργασίες, ιδιαίτερα μωσαϊκά φαγιάνς και πλακάκια πορσελάνης, πρωτότυπα έργα από λεπτά επεξεργασμένο ασήμι και πάρα πολλές παλιές πορσελάνες Μάισσεν […]».
Το εντυπωσιακό κτίριο του Αθλητικού Σωματείου και Διεθνούς Λέσχης «SPORTING CLUB» ή «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ». Διέθετε αναγνωστήριο και αίθουσα θεάτρου και βρισκόταν στην προκυμαία της Σμύρνης (καρτ ποσταλ των αρχών του αιώνα, συλλογή Α.Σ.Μαίλλη)
Η ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ
Μέχρι το 1875, που κατασκευάσθηκε η Προκυμαία της Σμύρνης, καθημερινός τόπος αναψυχής των Σμυρναίων ήταν η Αγγλική Σκάλα με τα επιθαλάσσια κέντρα της και από το Πάσχα και μετά ο Μέλης ποταμός, η «Γέφυρα των Καραβανιών», η Πούντα, το «Jardin des fleurs», τα «Περιβόλια» και άλλες τοποθεσίες.
Για τους απογευματινούς περιπάτους τους οι Σμυρναίοι προτιμούσαν την Καραντίνα και το Μερσινλή, για τις κυριακάτικες εξορμήσεις τους το Κοζαγάκι και το Σεβντίκιοϊ, για τις ανοιξιάτικες παρτίδες τους τα μεσογειακά θέρετρα του Μπουρνόβα και του Μπουτζά και για τον παραθερισμό τους, το καλοκαίρι, τα προάστια που βρίσκονταν στον κόλπο της Σμύρνης (Καρατάσι, Καραντίνα, Γκιόζτεπε, Κοκάργιαλι, Αγία Τριάδα, Πετρωτά, Κορδελιό).
Στο περιβόλι του Κάρολου Ομήρου στο Κορδελιό. Μέλη της παλαιάς αρχοντικής οκογένειας των Ομήρων της Σμύρνης με φίλους τους (φωτο αρχείο Αννα Μαϊλλη Βεϊνόγλου)
Για τούτες τις μετακινήσεις τους έξω από την πόλη οι πιο εύπορες σμυρναϊκές οικογένειες χρησιμοποιούσαν τις ιδιωτικές άμαξες, και οι υπόλοιπες το σιδηρόδρομο ή τα βαποράκια. Ο κατ’ εξοχήν δημόσιος χώρος που προσήλκυε ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα της Σμύρνης ήταν η Προκυμαία της. Η κατασκευή της -άρχισε το 1867- τόνωσε τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της ιωνικής πρωτοπολιτείας. Το κοσμικό της τμήμα από το Κουμερκάκι (μικρό τελωνείο) μέχρι την Πούντα, μήκους 2.075 μ., ήταν ο αγαπημένος τόπος περιπάτου των Σμυρναίων μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Εδώ υπήρχαν τα περισσότερα θέατρα και οι κινηματογράφοι, οι λέσχες, τα ξενοδοχεία και τα αναρίθμητα κέντρα αναψυχής (καφενεία, ζυθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία) πολλά από τα οποία διέθεταν ορχήστρα με ξένη -ιταλική συνήθως- ή λαϊκή μουσική και θεάματα. Το «Καφέ Φώτη» με τα περίφημα Πολιτάκια, το «Κραίμερ» με την ορχήστρα του Κρασσά, το «Ποσειδών», το «Γκρατς», η «Βουδαπέστη», το «Κόρσο», το «Λούνα Παρκ», για να αναφερθούμε σε μερικά μόνο από τα πιο ονομαστά, κατακλύζονταν κατά τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες από τις συντροφιές των Σμυρναίων.
Οι λέσχες είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος, ο οποίος επιτρέπει στα άτομα των ανωτέρων και των μεσαίων στρωμάτων να επικοινωνήσουν και να ψυχαγωγηθούν. Εξυπηρετούσαν όμως και άλλες δραστηριότητες με κοινωνικό-φιλανθρωπικό, πολιτιστικό και αθλητικό χαρακτήρα.
Η περιφερειακή επιτροπή των Προσκόπων της Σμύρνης (1919). Καθιστοί από αριστερά: Γ. Παπαδημητρίου, Αλ. Φωτιάδης, Κ. Μελάς, Αντ. Αθηνογένης. Ορθιοι: Αν. Αναστασιάδης, Δ. Δάλλας, Κ.Καρρέρ, Γ. Πεσματζόγλου, Ευάγγε. Ιωαννίδης, Κ.Γρηγοριάδης (Φωτο αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων)
Ιδιότυποι σωματειακοί φορείς οι λέσχες της Σμύρνης, μικτές ή ελληνικές, είχαν αυστηρά προσδιορισμένο αριθμό μελών που διακρίνονταν στις περισσότερες περιπτώσεις σε δύο τάξεις με κριτήρια κοινωνικά-επαγγελματικά. Η παλαιότερη στο είδος της σμυρναϊκή λέσχη είναι η «Ευρωπαϊκή Λέσχη». Ιδρύθηκε το 1791 από τους Ευρωπαίους κατοίκους της Σμύρνης. Από ελληνικής πλευράς η πρώτη λέσχη συστήθηκε το 1819 από Σμυρναίους και Χίους εμπόρους, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Ελληνική Εμπορική Λέσχη». Το 1842 μετονομάστηκε σε «Γραικική Λέσχη» και το 1898 ως «Ελληνική Λέσχη».
Με την τελευταία αυτή ονομασία λειτούργησε ως το 1922 και αποτέλεσε το κέντρο της κοινωνικής αλλά και της κοσμικής ζωής της Σμύρνης. Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, με πρωτοβουλία του Σμυρναίου δημοσιογράφου Μιλτιάδη Σεϊζάνη ιδρύεται (1890) η «Λέσχη των Κυνηγών», η οποία γρήγορα αρχίζει να δέχεται στους κόλπους της ως μέλη και άτομα που δεν είχαν την ιδιότητα του κυνηγού. Η λέσχη διαθέτει βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, αίθουσα ξιφασκίας, διατηρεί ορχήστρα, οργανώνει συναυλίες, εκδρομές, χορούς και αθλητικούς αγώνες, φιλοξενεί δραστηριότητες άλλων σωματείων, όπως ο γνωστός «Ομιλος Ερετών».
Το 1901 μέλη της λέσχης αποχώρησαν και ίδρυσαν νέα κυνηγετική λέσχη, που ονομάσθηκε «Χαμηλή Λέσχη των Κυνηγών» σε αντίθεση με την παλαιότερη «Αψηλή Λέσχη των Κυνηγών». Την ίδια περίοδο (1893) ιδρύεται το «Sporting Clup» ή «Γυμναστικός Κύκλος», που ήταν διεθνής λέσχη και συγχρόνως αθλητικός σύλλογος. Διαθέτει αναγνωστήριο, αίθουσα χαρτοπαιξίας, σφαιριστήριο και θεατρική αίθουσα στην οποία δίνονταν συχνά παραστάσεις.
Στα χρόνια της ελληνικής διοίκησης (Απρίλιος 1920) κάνει την εμφάνισή της η «Μικρασιατική Λέσχη», σκοπός της οποίας είναι η «μεταξύ των μελών επικοινωνία δι’ ανταλλαγής ιδεών κοινωφελών και η εν γένει ψυχαγωγία αυτών». Η λέσχη συντηρούσε εντευκτήρια, αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη. Οι περισσότερες λέσχες στεγάζονται σε εντυπωσιακά κτίρια με λαμπρές αίθουσες, στις οποίες οργανώνονταν ιδιωτικοί αλλά και επίσημοι χοροί, οι λεγόμενοι «ευεργετικοί», για την ενίσχυση των σχολείων και των ευαγών ιδρυμάτων της Σμύρνης.
Κάτω από τα κλουβιά με τα καναρίνια, η συντροφιά του Κυριακάτικου χορού σε εκδρομή στα περίχωρα της Σμύρνης. Σώθηκαν όλοι και ήρθαν στην Αθήνα. Δεύτερος εκ δεξιών καθιστός ο Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου “πως να σε ξεχάσω Σμύρνη αγαπημένη” από το οποίο προέρχεται η φωτογραφία. Με το βιβλίο αυτό, μαρτυρία και κατάθεση ζωής, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, ο συγγραφέας μας ξεναγεί στη Σμύρνη των αρχών του αιώνα, όταν ο ελληνικός πληθυσμός, κυρίαρχος στην οικονομική, πνευματική και κοινωνική ζωή της πόλης, ζούσε ευτυχισμένα χρόνια. Ο τρυφερός λόγος του, η νοσταλγία για το κοσμοπολίτικο καύχημα της Ιωνίας, οι αναμνήσεις από τις μέρες της καταστροφής , αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο στον αναγνώστη την ελληνική Σμύρνη των χρόνων της ακμής αλλά και του τέλους.
Λίγο πιο πέρα από την Προκυμαία, το Παραλλέλι και τον Φραγκομαχαλά, στα σοκάκια και στις συνοικίες της Σμύρνης, η ζωή κυλούσε με τους δικούς της νόμους, διαφορετικούς για κάθε κοινωνική τάξη. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος δημιουργούσαν στεγανά ανάμεσα στην ανώτερη κοινωνική τάξη και στις δύο άλλες, τη μεσοαστική και την εργατική. Οι διαφορές ήταν εμφανείς σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής.
Η μεγαλοαστική τάξη, για παράδειγμα, στο σύνολό της, διασκέδαζε τις εσπερίδες, στις δεξιώσεις, στους χορούς, στις βεγγέρες και στα γκάρντεν-πάρτι που οργανώνονταν στα αρχοντικά, στις λέσχες και στις αίθουσες των ξενοδοχείων. Τα λαϊκά στρώματα είχαν τον δικό τους τρόπο διασκέδασης και τα δικά τους θεάματα. Οι πολυάριθμες ταβέρνες και οι μπιραρίες που υπήρχαν στις συνοικίες της πόλης και τα προάστιά της συγκέντρωναν το βράδυ μετά τη δουλειά τους άνδρες για να πιουν το τσίπουρο, να πάρουν το μεζέ, να τραγουδήσουν και να χορέψουν, κάτω από τους ήχους λαϊκών οργάνων, καρσιλαμά, χασαποσέρβικο, ζεϊμπέκικο.
Γάμος Σμυρναϊκός στο προάστιο Μπαϊρακλί, λίγο πριν την καταστροφή. Δεξιά των νεονύμφων ο εφημέριος του Μπαϊρακλί, Αρχιμανδρίτης Παναγιώτης Βεζυργιάννης και αριστερά τους με υψωμένοο το σταυρό της ευλογίας, ο Μητροπολίτης Σμύρνης και Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος (Καλαφάτης). Φωτο αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων
Μια πόλη ζωντανή, όπως η Σμύρνη, ήταν φυσικό να έχει και τους γραφικούς τύπους της. Οι περισσότεροι ήταν πλανόδιοι βιοπαλαιστές που έφερναν γύρα στις συνοικίες της Σμύρνης για να πουλήσουν την «πραγμάτεια» τους. Ο πιο επώνυμος όπως τύπος ήταν ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζήμιχαήλ που τον ονόμαζαν Ζερβοκουτάλα, γιατί ήταν ζερβοχέρης. Είχε έρθει από τη Μυτιλήνη σε ηλικία 18 ετών και έμεινε στη Σμύρνη δέκα πέντε χρόνια κάνοντας θελήματα και ζωγραφίζοντας.
Παλαιοί Σμυρναίοι τον θυμούνται να παριστάνει το Μεγαλέξανδρο με περικεφαλαία, δόρυ, ασπίδα, θώρακα, να δίνει παραστάσεις στους μαχαλάδες της Σμύρνης, συνοδευόμενος από μικρά αλητάκια, που ήταν κι αυτά «ντυμένα» σαν αρχαίοι Μακεδόνες με στολές φτιαγμένες από τα χέρια του Θεόφιλου. Αλλος γραφικός τύπος ήταν ο Αργύρης Ματζουρανής-Κράγιοβιτς, ευρύτατα γνωστός στη Σμύρνη με το παρατσούκλι «Τσουρτσούρας».
Εκλεβε σκυλιά, τα μεταμόρφωνε κατάλληλα και τα μεταπουλούσε όπου εύρισκε, πολλές φορές και στον πρώτο κύριό τους.
Η Σμυρνιοπούλα διδα Ιωάννα Αργυροπούλου με αποκριάτικη ενδυμασία, 1905, φωτο αρχείο Ενώσεως Σμυρναίων
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Οι αποκριάτικες γιορτές αποτελούσαν μια παλλαϊκή εκδήλωση χαράς για ολόκληρη την πόλη. Για την «αφρόκρεμα» της Σμύρνης ο χορός της «Ελληνικής Λέσχης», υπέρ του Νοσοκομείου «Αγιος Χαράλαμπος», ήταν το μεγάλο κοσμικό γεγονός της χρονιάς και ο απόηχός του κρατούσε για μέρες.
Ολομέταξα ντόμινα, κολομπίνες με φούστες από αληθινή δαντέλα, πεταλούδες με χρυσοπλούμιστα φτερά στροβιλίζονταν στο ρυθμό του βαλς και χόρευαν καντρίλιες, πόλκα και λανσιέ, με κομψευόμενους πιερότους, κόντηδες και μαρκησίους. Το μεγάλο αποκριάτικο πανηγύρι που άρχιζε στα σπίτια και τα σοκάκια της πόλης με την έναρξη του Τριωδίου κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω με την καθολική συμμετοχή των Σμυρναίων. Κουδουνάτοι (μεταμφιεσμένοι) ή όχι, οι Ελληνες της Σμύρνης κατέκλυζαν τους δρόμους της για ν’ απολαύσουν τις αποκριάτικες άμαξες, που περνούσαν μέσα σ’ ένα καταιγισμό από κορδέλες, πεταλάκια, σοκολάτες και λουλούδια.
Να σημειωθεί ότι το 1904 σχηματίστηκε ειδική επιτροπή (Κομιτάτο), για να οργανώσει καλύτερα τις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Τότε άρχισε για πρώτη φορά και η παρέλαση των αρμάτων, που ξεκινούσαν από την Προκυμαία για να καταλήξουν μπροστά στο γαλλικό προξενείο, όπου βρισκόταν και η κριτική επιτροπή, αρμόδια για τη βράβευση του καλύτερου αποκριάτικου άρματος. Γενικά η κοινωνική ζωή στη Σμύρνη κυλούσε με απλότητα, ζωντάνια και ξενοιασιά, τελείως διάφορη από τη σημερινή αγχώδη, βιαστική και άχαρη ζωή των μεγαλουπόλεων.
ΣΜΥΡΝΗ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ 7 ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΘΗΝΑ 1998