Η Ελλη θέλει σκότωμα. Η ιστορία της Ελλης που έγινε τραγούδι

You are currently viewing Η Ελλη θέλει σκότωμα. Η ιστορία της Ελλης που έγινε τραγούδι

Η Ελλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα

γιατί άφηκε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα…

Α. Αφήγηση Λυγερής Μουστάκη, Βουρλιωτίνας γεννημένης το 1924.

    Η Ελλη  ήταν από τα Βουρλά, καλλονή, ξακουστή για την ομορφιά της. Ήταν παντρεμένη με έναν ξάδερφο πρώτο του Μιστόκλη του Περιβόλα (Πρεβόλα τον ελέγανε στα Βουρλά). Οι Πρεβολαίοι απέφευγαν και αποφεύγουν ακόμα να λένε πως η Έλλη ήταν συγγενής τους. Αυτό το ξέρω καλά, γιατί με τον Μιστόκλη η μάνα μου ήτανε κουμπάροι. Έτσι, δε θέλανε να λένε γι’ αυτήν, ακόμη και τα παιδιά του ως τώρα δεν μιλούν γι’ αυτήν.

(Ο Μιστόκλης Περιβόλας, έζησε στη Νέα Ερυθραία, το σπίτι του είναι στην οδό Αναξαγόρα και Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης σώζεται πολύ καλά το σπίτι του στα Βουρλά, στη συνοικία του Μπαμπατζάνη, πάνω στο Φαρδύ Σοκάκι, λίγο πριν από τη φάμπρικα του Πεπεή. Έχει επισκευαστεί πριν από μια δεκαετία περίπου. Το έχω φωτογραφίσει πολλές φορές. Θ.Κ.)

Ο άντρας της πήγε στρατιώτης και δεν ξαναγύρισε στα Βουρλά. Η Έλλη ολομόναχη δεν μπορούσε να θρέψει τα πέντε παιδιά της και κανένας συγγενής της δεν την βοήθησε. Τότε η Ελλη αναγκάστηκε και πήγε με τον κομισέρη, τον Τούρκο διοικητή της αστυνομίας στα Βουρλά. Είχε παρτίδες με τους Τούρκους και αυτό δεν άρεσε στους Βουρλιώτες, γι αυτό τήνε βγάλανε τραγούδι, πως ήταν παλιογυναίκα και τέτοια. Αυτή όμως το έκανε για τα παιδιά της.

Αυτά το ξέρανε καλά ποια ήταν η μάνα τους και πολύ τήνε κοιτάξανε εδώ, στην Ελλάδα. Ζούσε στην Κοκκινιά, θαρρώ, με τα παιδιά της, που την είχανε μη στάξει και μη βρέξει.

    Στα τελευταία της τυφλώθηκε και όταν πέθανε, βούιξε η Καισαριανή, η Ερυθραία, η Φιλαδέλφεια και όπου αλλού μένανε πολλοί Βουρλιώτες. «Πέθανε η Έλλη, που γίνηκε τραγούδι!» λέγανε.

    Το τραγούδι της Έλλης άρεσε πάρα πολύ στους πρόσφυγες. Το λέγανε με πολλά στιχάκια όχι μόνο αυτά που λένε τώρα στο ράδιο. Τήνε τραγουδούσανε την ιστορία της για παραδειγματισμό, να μην πάει άλλη γυναίκα με Τούρκο.

 

Β. Αφήγηση Ευανθίας Τζανή, Αλατσατιανής, παντρεμένης με τον Βουρλιώτη Κώστα Τζανή. Γεννήθηκε στην Κηφισιά, στον Πρώτο Διωγμό, το 1917.

    Την Ελλη  την εγνώρισα κι εγώ. Είχε μια κόρη της, που έμενε στην Εκάλη και την ήφερνε στην Ερυθραία. Ψούνιζε στου Μουστάκη το μαγαζί και μου λέει η πεθερά μου:

– Άντε να δεις, εκείνη η χοντρή στο Μουστάκη είναι η Έλλη, που τση βγάλανε το τραγούδι! Η έλλη θέλει σκότωμα…

    Την είδα, ήτανε μεγάλη πια, είχε παχύνει και δεν ήταν τόσο όμορφη που λέγανε. Είχε πολλές φιλίες με τη Μαρία τη Μουστάκη, θεία τ’ αντρούς μου.

    Η Ελλη δεν ήφταιξε για ό,τι έκανε, αλλά ο πεθερός της. Ήτανε παντρεμένη με κάποιον Πρεβόλα, του Μιστόκλη συγγενή θαρρώ. Εδώ τσι λέανε Περιβόλα. Αυτός ο Πρεβόλας τσ’ ήκανε πολλά παιδιά κι απέ την απαράτησε και πήε να πολεμήσει για το Μακεδονικό. Ήρτε από δώ, στην Ελλάδα, και δεν ηματαφάνηκε στα Βουρλά. Σκοτώθηκε μάλλον.

    Η Ελλη  πώς να τα ζήσει τόσα στόματα; Σηκώνεται και πάει στον πεθερό της, να τση δώκει το μερτικό τ’ αντρούς της. Αυτός την ήδιωξε και δεν τσ’ ήδωκε ούτε ρίζα από τ αμπέλια που ‘χε! Τότες η Ελλη πήε στο τούρκικο δικαστήριο να βρει το δίκιο της. Από τότες άρχισε τα νταλαβέρια με τσι Τούρκοι Το δικαστήριο την εδικαίωσε και η Έλλη τα μπλεξε με το διοικητή τσ’ αστυνομίας του Βουρλά. Όμως δεν ήταν πρόστυχια. Ο πεθερός την ήσπρωξε εις των Τουρκώ τα χέρια.

Λέγανε πολλά στιχάκια:

Η Ελλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα,

γιατί άφηκε τον άντρα της, τον έρημο Πρεβόλα.

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες,

όλοι πηαίνουν σ’ εκκλησιές κι η Έλλη στις αγάδες.

Πάντως ο πεθερός της ήφταιχε, που τσ’ ήφαε το δίκιο των παιδιών της.

 

Γ. Άλλες πληροφορίες για την Ελλη .

Ο Φώτης Βαρδαξής (Σιβρισάρι 1910 – Ν. Ερυθραία 2008), που διετέλεσε κοινοτάρχης Νέας Ερυθραίας και ήξερε αμέτρητους Βουρλιώτες εδώ, στην Καισαριανή και αλλού, μου είχε πει ότι η Έλλη είναι μια μπερδεμένη ιστορία.

Άλλοι λέγανε πως ήταν αυτή ξαδέρφη του Μιστόκλη Περιβόλα, κι άλλοι πως ο άντρας της ήταν κάποιος Περιβόλας. Άλλοι, πάλι, λέγανε πως η Έλλη ήταν πράκτορας των Εγγλέζων και μαντάτευε (μαρτυρούσε) μυστικά των Τούρκων σ’ αυτούς.

Άλλοι ισχυρίζονταν πως ο άντρας της πέθανε στο τουρκικό στρατό και οι συγγενείς του της κλείσανε όλες τις πόρτες. Δεν την βοήθησαν τότε που είχε πέσει πείνα και ψειραρρώστια (εξανθηματικός τύφος) στα Βουρλά. Γι’ αυτό η Έλλη πήγε με τον Τούρκο, για να σώσει τα παιδιά της, που είχε πολλά, και ο Τούρκος όμως τήνε λιμπιζότανε από πριν. Ο κόσμος πολύ την κατέκρινε, αλλά κι αυτή είχε τα δίκια της.

Εκτός από τους συνήθεις και καθιερωμένους στίχους της Έλλης, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι, από διάφορα μέρη της Ερυθραίας, της Σμύρνης και της Ιωνίας γενικότερα.

Φτιάχτηκαν στίχοι ακόμη και εδώ, στην Ελλάδα, για την Έλλη. Στο δίσκο της Γλυκερίας «Τα Σμυρναίικα», όπου έχει ηχογραφηθεί για πολλοστή φορά η «Έλλη», αναφέρεται ότι το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1915 με 1917. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι είναι παλαιότερο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άρα τα περί Εγγλέζων και ψειραρρώστιας δεν ισχύουν.

Σ’ εκείνο το δίσκο δίνονται επίσης κάποιες πληροφορίες που συμπίπτουν εν πολλοίς με τις παραπάνω.

Δ. Πληροφορίες της Νίτσας Παραρά – Ευτυχίδου παρμένες από τη θεία της Ελένη Παραρά (1886 1987) που ήταν, λέει, γειτόνισσα της Έλλης.

    Η Έλλη ήταν σοβαρή και καλή γυναίκα. Όσα λένε γι αυτήν είναι ψέματα. Ο άντρας της ήταν στο στρατό κι αυτή πήγε μια μέρα ένα δίσκο με γλυκά στον Τούρκο διοικητή, για να φερθεί καλά στον άντρα της. Αυτό είναι όλο. Και της κολλήσανε τη ρετσινιά ότι πήγαινε με Τούρκους!

    Το τραγούδι εδώ το φτιάξανε, στον Πειραιά, μετά το 22. Άλλοι λέγανε ότι την αγαπούσε κάποιος κι η Έλλη δεν τον ήθελε. Τότε αυτός, από εκδίκηση, της έβγαλε τραγούδι, για να την μειώσει και να την εκδικηθεί. Στα Βουρλά, λέει, δεν το ξέρανε το τραγούδι.

Σημείωση

Όπως θα καταλάβατε, οι πληροφορίες είναι αντιφατικές και συγκρούονται με άλλες ιστορικώς επιβεβαιωμένες

Καταγραφή: Θοδωρής Κοντάρας 26 Αυγούστου 2009

Ύστερα από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ (αρ. φύλλου 403, Νοέμβριος 2009) κάποιων στοιχείων που συνέλεξα από πρόσφυγες για την περίφημη Βουρλιωτίνα Έλλη, η οποία λέγεται ότι ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι, γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1910, κάποιο μεσημέρι δέχθηκα ένα τηλεφώνημα-έκπληξη.

Ήταν η εγγονή της Έλλης, η κυρία Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη, που ήθελε πολύ ευγενικά να διαμαρτυρηθεί, γιατί ο κόσμος ασχολείται ακόμη με τη γιαγιά της, ενώ δεν ξέρει την πραγματική αλήθεια και ο καθένας λέει το μακρύ του ή το κοντό του. Στην τηλεφωνική μας συνδιάλεξη, παρεκίνησα την κ. Ελένη Περιβόλα να γράψει για την εφημερίδα μας όλα όσα ξέρει σχετικά με τη ζωή και τη δράση της ξακουστής καλλονής του Βουρλά, για την οποία τελικά τόσα πολλά αναληθή, εσφαλμένα ή μπερδεμένα έχουν λεχθεί και γραφεί κατά καιρούς.


Μου έγραψε, λοιπόν, η κυρία Ελένη ένα μακροσκελές γράμμα, με πολλές πληροφορίες από πρώτο (και αδιαμφισβήτητο) χέρι για τη γιαγιά της, το οποίο παραθέτω εδώ ατόφιο, εκτός από μερικές συμπληρώσεις που έγιναν εκ των υστέρων, για την καλύτερη πληροφόρηση των αναγνωστών. Ευχαριστώ ολόθερμα την κ. Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη για τη σπουδαία και μοναδική παρέμβασή της πάνω στο δύσκολο αυτό θέμα και για τη χαρά της συνομιλίας μας.

 Θοδωρής Κοντάρας Απρίλιος 2010

 

Η γιαγιά μου Έλλη

Η γιαγιά μου Έλλη γεννήθηκε γύρω στα 1886 στα Βουρλά της Ιωνίας. Το κανονικό της όνομα ήταν Ελένη -αυτό που έδωσαν και σε μένα- αλλά οι Βουρλιώτες συνήθιζαν πολύ ως υποκοριστικό του Ελένη το όνομα Έλλη. Το πατρικό της επίθετο ήταν Τενεκίδου και είχε ακόμη έναν αδελφό μεγαλύτερό της, το Μίλτο. Καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της πόλης, με συγγενείς που σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Από την οικογένεια Τενεκίδου καταγόταν και η μητέρα του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Η γιαγιά μου έλεγε ότι ο εφοπλιστής Κιουζές-Πεζάς ήταν συγγενής της και ότι είχε ένα θείο πρέσβη, ο οποίος την καλούσε πολύ συχνά στο σπίτι του.

Όταν ήταν οχτώ μηνών, οι γονείς της την πήγαν σε πανηγύρι, όπου ο πατέρας της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα και από αυτό το περιστατικό, έλεγε, φάνηκε ότι εκείνη δεν είχε καλό ριζικό. Θεωρούσε πολύ άτυχο τον εαυτό της, σχεδόν από τότε που γεννήθηκε.

Η μητέρα της Στέλλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Λαμπρικίδη και τα παιδιά τους, ο Αριστείδης, ο Λάμπρος κι η Ελπινίκη, σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή και έγιναν εκλεκτά μέλη της κοινωνίας, ακόμα και όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Με όλους τους συγγενείς της κράτησε πολύ καλές σχέσεις και εκείνη και τα παιδιά της.

Τα χρόνια πέρασαν, η γιαγιά μεγάλωσε και έγινε καλή και πολύ όμορφη κοπέλα. Ήταν καλλονή. Πολλά παλληκάρια την καλόβλεπαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης ο Περιβόλας. Ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας της πόλης, των Περιβολαίων ή Πρεβολαίων. Ήταν όμορφο παλληκάρι, πολύ άντρας, ψηλός, λεβέντης και με μεγάλη περιουσία. Μόνο που δεν ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη με τη γιαγιά. Η Έλλη έλεγε ότι ήταν αρχοντοχωριάτης. Αυτό ήταν εμπόδιο για το γάμο τους, όμως ο παππούς ο Γιάννης το έλυσε. Έκλεψε τη γιαγιά! Έτσι παντρεύτηκαν αναγκαστικά σε σχεδόν εφηβική ηλικία και έκαναν έξι παιδιά. Τα πέντε εν ζωή, τον Κώστα, τον Σωτήρη, την Ξανθή, την Αλκυόνη και τη Στέλλα, η οποία έχτισε σπίτι ως εξοχικό στην Εκάλη.

Πέρναγαν καλά ως ανδρόγυνο. Της γιαγιάς δεν της έλειψε κανένα υλικό αγαθό. Είχε πολλά χρυσαφικά, διαμαντικά, γούνες και βοηθητικό προσωπικό. Βέβαια πολλοί ξένοι και συγγενείς του παππού απορούσαν πώς κατάφερε η Έλλη να ημερέψει αυτόν τον δυνατό άντρα. Μας έλεγε ότι το μυστικό της ήταν η γλυκιά της γλώσσα, η συμπεριφορά της και η καλή της ανατροφή. Τα παιδιά της δεν της έμοιασαν στη γλυκιά της γλώσσα και τους έλεγε «χωριατο-Πρεβόληδες».

Η γιαγιά μου ήταν καλή νοικοκυρά και σπουδαία μαγείρισσα. Μέχρι σήμερα εκτελώ ανελλιπώς τη συνταγή της με τα κουλουράκια τα σμυρναίικα και πολλές άλλες συνταγές. Μου έλεγε επίσης ότι, όταν έφτανε η ώρα να έρθει ο άντρας της, άλλαζε φόρεμα και χτενιζόταν, για να τη βρει περιποιημένη και καθαρή.

Ο παππούς Γιάννης όμως πήγε στο στρατό και η γιαγιά με τα παιδιά της έμεινε με τ’ αδέλφια του άντρα της, οι οποίοι, για δικούς τους λόγους, δεν τη συμπαθούσαν, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να την φτάσουν. Άρχισαν να μην της δίνουν το μερίδιό της από την περιουσία του άντρα της και τα παιδιά της πείναγαν.

Όλα της τα παιδιά θυμόντουσαν, ακόμα και μεγάλοι -κυρίως ο Κώστας, ο πατέρας μου, και ο θείος μου Σωτήρης-, πόσο ζήλευαν τα ξαδέρφια τους που έτρωγαν τις μεγάλες φέτες ψωμιού με βούτυρο και μέλι. Δεν μπορώ να τους κρίνω, όμως απορώ πώς μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά του αδελφού τους να πεινούν και να μην τους δίνουν να φάνε, άσχετα με τις σχέσεις που είχανε με την νύφη τους.

Αυτή η συμπεριφορά τους οδήγησε τη γιαγιά να τους καταγγείλει και να πάει στο δικαστήριο να βρει το δίκιο της. Μέγα σκάνδαλο για την εποχή εκείνη! Μια γυναίκα μόνη της να τολμήσει να πάει στο δικαστήριο! Ο δικαστής ήταν Τούρκος. Το δικαστήριο δικαίωσε τη γιαγιά. Αυτό ήταν που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου.

Την κατηγόρησαν ότι πήγε με τον Τούρκο δικαστή, για να κερδίσει τη δίκη. Η γιαγιά, μέχρι που πέθανε το 1969, αρνιόταν ότι πήγε με τον Τούρκο. Το κακό συνεχίστηκε και όταν γύρισε ο παππούς από το στρατό. Τα αδέλφια του του μετέφεραν τα γεγονότα από τη δική τους πλευρά και ενώ η γιαγιά ζητούσε απεγνωσμένα να συναντηθεί με τον άντρα της να του μιλήσει, δεν τον άφησαν να πάει να τη δει και χώρισαν. Η γιαγιά όμως πάντα έλεγε ότι ήταν Πρεβόλαινα.

Έτσι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι γράφτηκε το γνωστό τραγούδι της Έλλης, στο οποίο παρουσιάζεται μια άπιστη Έλλη, που παράτησε τα παιδιά της για έναν Τούρκο. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα, γιατί είναι πασίγνωστη και η αθωότητα της γιαγιάς μου και η μεγάλη φροντίδα της για τα παιδιά της, αφού έμεινε κοντά τους μέχρι το θάνατό της.

Όλα αυτά η γιαγιά τα εξομολογήθηκε στη μητέρα μου Ζωή (γυναίκα του γιου της Κώστα), με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της και είχαν πολύ καλή σχέση. Μια μέρα της είπε:

– Κόρη μου, θέλω να εξομολογηθώ σε σένα την αλήθεια για όσα με κατηγορούν.

Με δάκρυα στα μάτια, της είπε την ιστορία της και ότι ήταν ψέμα ότι πήγε με Τούρκο. Ήταν ολοφάνερο πως την ιστορία με τον Τούρκο αξιωματούχο τη διέδωσε το σόι του παππού μου, από ζήλεια, για να την καταστρέψουν. Η μητέρα μου, μετά από αυτή την εξομολόγηση, την αγάπησε ακόμη περισσότερο και την είχε ως παράδειγμα έντιμης γυναίκας. Τη λυπόταν κιόλας με τα τόσα βάσανα που είχε τραβήξει.

Με το διωγμό του ‘22, η Έλλη ήρθε με τα παιδιά της από τα Βουρλά στον Πειραιά, σχετικά εύκολα και χωρίς να δουν όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, την πυρκαγιά και τις σφαγές των Βουρλών, γιατί έφυγαν έγκαιρα, τις πρώτες μέρες της Καταστροφής. Εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, ενώ τα ετεροθαλή αδέλφια της, οι Λαμπρικίδηδες, έμειναν στη Ν. Φιλαδέλφεια.

Ο μεγαλύτερος γιος της, ο πατέρας μου Κώστας (1903-1983), που η γιαγιά τού είχε μεγάλη αδυναμία, ανέλαβε να συντηρεί μητέρα κι αδελφές. Όταν πάντρεψε τις αδελφές του, παντρεύτηκε κι εκείνος και πήρε τη γιαγιά στο σπίτι του. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδιοκτήτης από το 1927 ως το 1968 του ξακουστού κέντρου διασκέδασης «Ο Περιβόλας» της Κοκκινιάς, από το οποίο πέρασε όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές, συνθέτες κι οργανοπαίκτες μας.

Η Ξανθή παντρεύτηκε μ’ έναν Μακρηνό πρόσφυγα, ονόματι Πεκτέση, αλλά δυστύχησε, γιατί το δεκαεφτάχρονο αγόρι της το εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας, 95 χρονών. Η Αλκυόνη παντρεύτηκε κάποιον μάγειρο, λεγόμενο Στυλιανού, και η Στέλλα έναν Ανατολίτη φαρμακοποιό, το Γεωργιάδη.

Αυτή έζησε πλουσιοπάροχα, αφού απόχτησε κι εξοχικό σπίτι στην Εκάλη. Ο θείος μου ο Σωτήρης κυνηγήθηκε πολύ στη ζωή του, λόγω των αριστερών του φρονημάτων, κι έκανε πολλά χρόνια στη φυλακή. Τον συντηρούσε περισσότερο ο πατέρας μου και πέθανε σχεδόν νέος, στα 62 του χρόνια.

Από τα Βουρλά ήρθε στην Ελλάδα και ο παππούς με τους δικούς του κι έμεινε μαζί με την αδελφή του στην Κοκκινιά. Τα παιδιά του τα έβλεπε. Έχω φωτογραφία του με τα ρούχα της Πατρίδας, με βράκες και φεσάκι. Ο παππούς αρρώστησε από εντερικά και πέθανε νέος, 40-45 χρονών, περίπου το 1926. Πριν πεθάνει, ζήτησε από την αδερφή του να ειδοποιήσει τη γιαγιά να πάει να τη δει. Όμως εκείνη δεν την ειδοποίησε.

Μετά από χρόνια το έμαθε η γιαγιά, έκλαψε και τους είπε:

– Μέχρι εκεί έφτασε η κακία σας, να μην με αφήσετε να μιλήσω με τον άντρα μου, αφού ήταν η τελευταία του επιθυμία!

Κανένα από τα παιδιά της Έλλης δεν ήθελε να έχει επαφή με το σόι του πατέρα τους. Τους ενοχλούσε και η απλή αναφορά σ’ αυτούς. Θυμάμαι μόνο, μετά από χρόνια, εμφανίστηκε ένας ξάδερφός τους, τον έλεγαν Σάββα Περιβόλα, και η κόρη του παντρεύτηκε τον Αρναούτη, υπασπιστή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου.

Όταν έφτασε 50 χρονών, άρχισε να χάνει την όρασή της. Ο γιος της Κώστας (ο πατέρας μου) την πήγε στον καλύτερο γιατρό της εποχής, αλλά δεν γινόταν τίποτα, μέχρι που έμεινε τυφλή. Η γιαγιά πίστευε ότι έχασε την όρασή της από τα πολλά κλάματα και τις στεναχώριες που πέρασε.

Εγώ τη γνώρισα τυφλή, όμως ήταν η καλή μου η γιαγιά, πάντα γλυκομίλητη να μου διηγείται ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια από την Πατρίδα, στην οποία περίμενε να γυρίσει. Της λέγαμε ν’ ανοίξει τα μάτια της, να δούμε το χρώμα τους. Ήταν τα ωραιότερα μάτια! Είχε παραμείνει κοκέτα και όταν έβγαινε βόλτα με τη μητέρα μου, ήταν πάντα καλοντυμένη και περιποιημένη.

Πάντως, συχνά μου έλεγε ότι η ομορφιά είναι κατάρα, ίσως γιατί απέδιδε σ’ αυτήν όσα τράβηξε. Δεν ήταν μόνο καλή μάνα και γιαγιά, μα και πεθερά. Αγαπούσε τη μητέρα μου πολύ, έζησε μονοιασμένα μαζί μας 25 χρόνια και στο τέλος, όταν πέθανε το 1969, μάς έδωσε την ευχή της μέσα από την καρδιά της.

Απεφάσισα να κάνω γνωστά όλα αυτά, γιατί πληροφορήθηκα ότι ακόμα μερικοί ασχολούνται με την ιστορία της Έλλης και μάλιστα δίνουν λανθασμένες πληροφορίες. Νομίζω ότι το οφείλω στη μνήμη της.

Η εγγονή της  Ελένη Πιπίνη Περιβόλα Απρίλιος 2010

Μερικοί στίχοι του παραδοσιακού τραγουδιού της Έλλης

Η Ελλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα,

γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα.
Αμάν, αμάν, Έλλη,

κανένας δε σε θέλει,

γιατί είσαι φιλημένη,

στα χείλη δαγκαμένη.

Η Ελλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,

γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη.

Ελλη, Ελλη, Ελλη,

κανένας δε σε θέλει,

γιατί είσαι φιλημένη,

στα χείλη δαγκαμένη


Η Ελλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα

γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια.

Αμάν, αμάν, Έλλη,

κανένας δε σε θέλει,

γιατί είσαι φιλημένη,

στα χείλη δαγκαμένη.

Η Έλλη θέλει ζάχαρη και χάσικο αλεύρι,

να φτιάξει τα γλυκίσματα, να πά’ του κομισέρη.

Αχ, κακούργα Έλλη,

κανένας δε σε θέλει,

γιατί είσαι φιλημένη,

στα χείλη δαγκαμένη.

Παραμονή Χριστούγεννα, χτυπούσαν οι καμπάνες,

οι Χριστιανοί στις εκκλησιές κι η Έλλη με τσ’ αγάδες.

Έλλη, Έλλη, Έλλη,

κανένας δε σε θέλει,

εχτός κι αν μετανοιώσεις

κι ένα φιλί του δώσεις.

Οι Χριστιανοί να προσκυνούν με τα κεριά στα χέρια

κι η Έλλη να ‘ναι στο τζαμί στ’ Αλή πασά τα χέρια.

Έλλη, Έλλη, Έλλη…

Κρίμα σε σένα, Έλλη μου, κρίμα στην εμορφιά σου,

που άφηκες τον άντρα σου και ούλα τα παιδιά σου.

Αμάν, αμάν, Έλλη,

φαντάρος δε σε θέλει,’

γιατ’ είσαι φιλημένη,

στη γάμπα τσιμπημένη.

Η Έλλη τ’ απεφάσισε λεβέντισσα να ζήσει

και δεν τη νοιάζει στο ντουνιά στους δρόμους κι αν θα μείνει.

Αχ, κακούργα Έλλη,

κανένας δε σε θέλει,

εχτός κι αν μετανοιώσεις

κι ένα φιλί του δώσεις.

 

Από την  Ηπειρο στην Κωνσταντινούπολη

Πάντως, σύμφωνα με τους μελετητές του δημοτικού και του λαϊκού μας τραγουδιού, το τραγούδι της Έλλης λέγεται ότι δημιουργήθηκε κάπου στην Ήπειρο κι από εκεί διαδόθηκε στην Κων/πολη, με τους ξενιτεμένους Ηπειρώτες. Εκεί αγαπήθηκε από τον κόσμο, επειδή αναφέρεται σ’ ένα κοινωνικό γεγονός, που συνέβαινε τότε σπάνια, συγκινούσε τα πλήθη κι αποτελούσε παράδειγμα προς αποφυγήν.

Από την Πόλη όμως, την πρωτεύουσα του ελληνικού κόσμου τότε, μόδες, μουσική, τραγούδια και χίλια δυο «μοντέρνα» μεταφέρονταν παντού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδίως σε μέρη που είχαν εύκολη και συχνή επικοινωνία μ’ αυτήν (νησιά, λιμάνια κλπ.).

Έτσι διαδόθηκε, όπως τόσα και τόσα τραγούδια, από την Πόλη σε πολλά μέρη και κάθε τόπος το θεωρεί «δικό» του, προσαρμόζοντάς το σε συμβάντα και τοπικές ιστορίες μεταγενέστερες ή και ανυπόστατες, όπως στην περίπτωση της Βουρλιωτίνας Έλλης.

Όπως και να ‘χει το πράγμα, το τραγούδι της Έλλης τραγουδιέται τουλάχιστον εδώ κι 120 χρόνια κι εξακολουθεί να αρέσει, να συγκινεί και -γιατί όχι;- να διδάσκει τους ακροατές.

Θοδωρής Κοντάρας Ιούνιος 2018

Ολα τα σχετικά άρθρα για την «Έλλη», που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Μικρασιατική Ηχώ», το 2009-10, αλλά και κάποια νεότερα στοιχεία.