Κείμενο για την Ανταλλάξιμη Περιουσία που κινδυνεύει
Oι πρόσφατες εξελίξεις που συνδέονται με την ουσιαστική οικονομική κατάρρευση του ελληνικού κράτους και την επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης πόρων για να καλυφθούν οι δυσβάστακτες δανειακές υποχρεώσεις, φέρνει και πάλι στην επιφάνεια το ζήτημα της Ανταλλάξιμης Περιουσίας. Δηλαδή της περιουσίας που προέκυψε από τα μουσουλμανικής ιδιοκτησίας ακίνητα που υπήρχαν στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της Ανταλλαγής των Πληθυσμών, ως απόρροια της Συνθήκης της Λωζάννης. Μιας περιουσίας που υποχρεωτικά, με βάση το νομικό πλαίσιο που ορίζει τη χρήση της, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση των προσφύγων του ’22.
του Βλάση Αγτζίδη (*)
Η λεγόμενη δημόσια περιουσία διακρίνεται σε διάφορες κατηγορίες, μια εκ των οποίων περιλαμβάνει τα ανταλλάξιμα κτήματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών η συνολική αξία των ακινήτων του Δημοσίου, από κτίρια μέχρι παραλίες, ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ. Έχουν καταγραφεί περίπου 72.000 δημόσια ακίνητα, με την αντικειμενική αξία τους να εκτιμάται στα 272 δισ. ευρώ, ενώ σε 41.000 υπολογίζονται τα ανταλλάξιμα κτήματα, η αξία των οποίων δεν είναι σαφώς υπολογισμένη. Κατ΄άλλους τα Ανταλλάξιμα Κτήματα, αστικά και αγροτικά, ανέρχονται σε 20.000 διασπαρμένα σε 28 νομούς της χώρας και κατέχονται αυθαιρέτους από τρίτους. Η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) διαχειρίζεται περίπου το 90% αυτών των δημόσιων ακινήτων, ενώ το 8% ανήκει στην Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης, σε διάφορα υπουργεία και σε διάφορα ασφαλιστικά ταμεία.
Η καλή γνώση του ζητήματος είναι αναγκαία ώστε να κατανοήσουν οι προσφυγικοί φορείς τις δυνατότητες παρέμβασης, πριν εξαφανιστούν ολοκληρωτικά τα τελευταία υπολείμματα μιας κάποτε σημαντικής περιουσίας, την οποία οι διεθνείς συνθήκες προόριζαν αποκλειστικά και μόνο για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.
Το ιστορικό
Ανταλλάξιμη Περιουσία ονομάσθηκε η περιουσία των μουσουλμάνων που εκδιώχτηκαν από την Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και αντιστοιχούσε μόλις στο ένα δέκατο των περιουσιών που εγκατέλειψαν υποχρεωτικά οι Έλληνες στη Μικρά Ασία (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Πισιδία κ.ά.) και την Ανατολική Θράκη. Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, εξαιρώντας την ελληνική μειονότητα της Κωσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου και τη μουσουλμανική της Δυτικής Θράκης. Η σύμβαση που υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923 αποτελείται από 19 άρθρα, που προβλέπουν τις λεπτομέρειες της ανταλλαγής των προσώπων και των περιουσιών. Προσαρτήθηκε πλήρως στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, με την οποία σε υψηλότατο διεθνές επίπεδο ρυθμίστηκαν όλα τα θέματα που προέκυπταν με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και διαμορφώθηκε οριστικά ο γεωπολιτικός χάρτης στην Εγγύς Ανατολή. Στο άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης δηλωνόταν ξεκάθαρα ο στόχος: πλήρης αποκατάσταση όλων των προσφύγων και πλήρης αποζημίωση για τις περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν.
Οι αποφάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης κυρώθηκαν με το από 23/25 Αυγούστου 1923 νομοθετικό διάταγμα. Με απόφαση της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής (Ιούνιος 1924) τέθηκαν στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης οι περιουσίες των μουσουλμάνων που απελάθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την αποκατάσταση των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος ήταν ουσιαστικά διαχειριστής της Ανταλλάξιμης Περιουσίας, προς όφελος των προσφύγων.
Με την ελληνοτουρκική Συμφωνία της Άγκυρας που υπεγράφη στις 10 Ιουνίου 1930, η ελληνική πλευρά συναίνεσε στην εξίσωση των περιουσιών των δύο ανταλλαχθέντων πληθυσμών, κάτι που προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις των προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα και διέρρηξε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις τους με το βενιζελισμό. Τα δύο κράτη αποφάσισαν με τη συμφωνία αυτή ότι οι περιουσίες των Ανταλλάξιμων πληθυσμών θα περιέρχονταν στην κυριότητα του κάθε κράτους αντίστοιχα.
Η ακίνητη περιουσία των 350.000 ανταλλάξιμων μουσουλμάνων εξισώθηκε και αντιστοιχίσθηκε με την ακίνητη περιουσία των περισσότερων από 2 εκατομμυρίων Ελλήνων που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν την έναρξη των μεγάλων διωγμών. Υπολογίζεται ότι ο ελληνικός πληθυσμός στη Μικρά Ασία (Ιωνία, Πόντος, Καππαδοκία, Βιθυνία, Πισιδία κ.ά.) ήταν περίπου 1,7 εκατομύρια και στην Ανατολική Θράκη μαζί με την Κωσταντινούπολη περί τις 400.000. Διέθετε περί 2.080 εκκλησίες και 2.030 σχολεία. Μετά την ολοκλήρωση εκείνης της ιστορικής περιόδου που τερματίστηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπολογίζεται ότι ένας αριθμός 1,5 εκατομ. προσφύγων κατέφθασε στην Ελλάδα. Στην απογραφή των προσφύγων που διενήργησε η Γενική Στατιστική Yπηρεσία της Eλλάδος καταγράφηκαν 1.221.849 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Αιτία της μείωσης του αριθμού των προσφύγων ήταν οι άθλιες συνθήκες που συνάντησαν οι πρόσφυγες, οι μαζικοί θάνατοι από τις κακουχίες, την εξαθλίωση και τις ασθένειες κατά τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.
Τα ποσοστά των πληθυσμιακών ομάδων επί του συνόλου των προσφύγων του ’22 κατά προσέγγιση ήταν: οι πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία πιθανόν να ήταν περί τις 400.000 άτομα, 250.000 ήταν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τα περίχωρα της Κωσταντινούπολης και 850.000 οι πρόσφυγες από τα υπόλοιπα μέρη της Μικράς Ασίας. Στην απογραφή του ’28 τα μεγέθη αυτά εμφανίζονται αρκετά διαφοροποιημένα.
Η ελληνική περιουσία που εγκαταλείφθηκε υπολογίστηκε ότι ανερχόταν σε 100 δις δραχμές σε τιμές του 1924, ενώ η αντίστοιχη μουσουλμανική –που συγκρότησε και την κατηγορία της «Ανταλλάξιμης Περιουσίας»- σε 12,5 δις δραχμές.
Η Σύμβαση της Άγκυρας κυρώθηκε με το νόμο 4793/1930, με τον οποίο το ελληνικό κράτος καθιστούσε εαυτόν κυρίαρχο επί των ανταλλαξίμων κτημάτων. Παρόλη αυτή την αρνητική και αυθαίρετη απόφαση, ο στόχος παρέμενε ξεκάθαρος: σκοπός θα ήταν να εκποιηθούν ώστε το τίμημα της πώλησής τους να διατεθεί αποκλειστικά και μόνο για την αποζημίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας
Κατά τις συζητήσεις που έγιναν εκείνη την περίοδο (συζήτηση στη Βουλή 25ης Ιουνίου 1930) αναφέρθηκε ότι η αποζημίωση των προσφύγων ανέρχεται στο 15% της περιουσίας που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους. Ουσιαστικά η αποζημίωση ήταν πολύ μικρότερη και από το 15% που δηλώθηκε εγκαίρως γιατί στα ποσά που αποδίδονταν υπήρχε εξαρχής κράτηση 25% από την Εθνική Τράπεζα, ενώ τα τοκοχρεωλύσια των δανείων που είχαν δοθεί προηγουμένως στους πρόσφυγες κατέφαγαν μεγάλο μέρος της υπόλοιπης αποζημίωσης.
Η διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Από το 1939 το έργο αυτό με το νόμο 1909/1939 που αντιμετώπιζε τα ζητήματα αποκατάστασης των προσφύγων και εκκαθάρισης της περιουσίας, ανατέθηκε στην «Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ανταλλάξιμων Μουσουλμανικών Κτημάτων» (ΥΔΑΜΚ), η οποία υπάχθηκε στη Γενική Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών. Με το νόμο 2280/1949 προσφυγική ιδιότητα -και κατά συνέπεια δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία- αναγνωρίστηκε μόνο σε όσους Έλληνες από τη Ρωσία έφτασαν στην Ελλάδα έως το τα το τέλος του 1937. Έτσι όσοι απ΄ τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση και δεν είχαν μπορέσει να φτάσουν στην Ελλάδα «εγκαίρως» δεν αποζημιώθηκαν ποτέ, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στη συνέχεια, η διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας θα ανατεθεί με το νόμο του 1957 στο Ταμείο Ανταλλαξίμου Περιουσίας Αστων Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ) το οποίο ήταν ΝΠΔΔ. Μετά τη κατάργηση του ΤΑΠΑΠ απ’ τη κυβέρνηση Σημίτη, η «ανταλλάξιμη περιουσία» πέρασε στις ευθύνες της Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου (ΚΕΔ). Αρμόδιο πλέον από πλευράς υπουργείου Οικονομικών έγινε το Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας. Πρόσφατα, στις 9 Φεβρουαρίου 2011, ο υπουργός Οικονομικών όρισε τα μέλη του Γνωμοδοτικού Συμπουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας με την ένδειξη του «εξαιρετικά επείγοντος» ως να είναι προάγγελος σημαντικών εξελίξεων.
Μέχρι τότε ο οργανωμένος προσφυγικός κόσμος μέσω της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας (ΟΠΣΕ) είχε εκπρόσωπο στο ΤΑΠΑΠ και οι προσφυγικοί σύλλογοι επιχορηγούνταν με κάποια στοιχειώδη ποσά από το λογαριασμό της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Τα έσοδα του ΤΑΠΑΠ προέρχονταν αποκλειστικά από την εκποίηση των ανταλλάξιμων κτημάτων με βάση συγκεκριμένες οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών προς τα γραφεία Παρακαταθηκών που έδρευαν στις διάφορες ΔΟΥ. Τη στιγμή της διάλυσης του ΤΑΠΑΠ (Νοέμβριος 1998) στον ειδικό του λογαριασμό υπήρχαν 7,5 δις δραχμές. Έκτοτε τα έσοδα από τη εκποίηση της Ανταλλάξιμης περιουσίας εισπράττονται υπέρ του δημοσίου στον κωδικό αριθμό εσόδων 3827.
Με το νόμο 2967/1954 το ελληνικό κράτος θεσμοθέτησε την παραχώρηση Ανταλλάξιμων Κτημάτων για ανέγερση σχολείων και εκκλησιών χωρίς να προβλέπει την επίσης δωρεάν παραχώρηση σε προσφυγικά σωματεία. Επίσης με τον χουντικό νόμο 547/1970 αποφασίστηκε η απόδοση ανταλλάξιμων κτημάτων σε δήμους και κοινότητες χωρίς να διασφαλίζεται πρώτα η αποκατάσταση όλων των προσφύγων της συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αποκατάστασης του συνόλου των προσφύγων, ξεκίνησε η απόδοση προσφυγικής περιουσίας σε φορείς με μόνο κριτήριο τη βούληση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας.
Με το νόμο 1644/1986 επιτράπηκε σε γηγενείς καταπατητές Ανταλλάξιμων Κτημάτων να αποκτήσουν κυριότητα έναντι ευτελούς αντιτίμου.
Παρόλες όμως τις αυθαίρετες πράξεις παραχώρησης Ανταλλάξιμης Περιουσίας ή εκποίησης με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους σε καταπατητές, το υπουργείο Οικονομικών τυπικά διακήρυττε την συμμόρφωσή του προς τους διεθνείς κανόνες που επέβαλλαν στην Ελλάδα την αποκλειστική χρήση για την προσφυγική αποκατάσταση. Έτσι, σε απόφαση του υπουργείου Οικονομικών του 1997, αναγράφεται: «Σε ότι αφορά την Ανταλλάξιμη Περιουσία, σας υπενθυμίζουμε ότι ο μοναδικός σκοπός της είναι να ρευστοποιηθεί και από το προϊόν να αποκατασταθούν οι αναποκατάστατοι αστοί πρόσφυγες, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία μερί Ανταλλάξιμης Περιουσίας και τις διεθνείς συνθήκες Λωζάννης και Άγκυρας».
Σε σχετική συζήτηση στην ελληνική Βουλή μετά από επερώτηση της βουλευτού Βέρας Νικολαϊδου, ο υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών απάντησε τα εξής: «Σε σχέση με τα (ανταλλάξιμα) ακίνητα που διαχειρίζεται η ΚΕΔ, τα μη κατεχόμενα… από το 1991 έως το 2007 έχει εισπραχτεί ένα συνολικό ποσό περίπου της τάξης των 8 εκατομ. ευρώ… Το 75% αυτού του ποσού, που αποτελεί πόρο υπέρ του ελληνικού δημοσίου, βρίσκεται κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό και είναι διαθέσιμο για την αποκατάσταστη και για δράσεις υπέρ αστέγων και κληρονόμων προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής».
Η αδιαφάνεια και η αυθαιρεσία των διαχειριστών της προσφυγικής περιουσίας είναι προφανής.
Τι μέλη γενέσθαι
Το μέλλον της Ανταλλάξιμης Περιουσίας θα κριθεί από την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και τις ανάγκες του κράτους να χρηματοδοτήσει τόσο τις απαιτήσεις των δανειστών, όσο και τις δικές του λειτουργικές ανάγκες. Ο κίνδυνος να εξαφανιστούν οριστικά τα περιουσιακά στοιχεία του προσφυγικού ελληνισμού είναι όσο ποτέ προφανής.
Ο εισπρακτικός στόχος για την επόμενη 5ετία είναι η συγκέντρωση 50 δις. ευρώ μέσα κυρίως από την εκποίηση με διάφορους τρόπους της δημόσιας περιουσίας. Ήδη το υπουργείο Οικονομικών αναφερόμενο στην «πολιτική αποκρατικοποιήσεων, αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και αναδιαρθρώσεων» αναφέρθηκε στην «ενίσχυση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας για την περίοδο 2012-2015» και εξήγησε ότι
προγραμματίζεται «ολοκλήρωση της καταγραφής και της δημιουργίας ενός
χαρτοφυλακίου συμμετοχών και εμπορικά αξιοποιήσιμων ακινήτων ύψους
τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ. Στόχος είναι η συνολική είσπραξη εσόδων
τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2015 εκ των οποίων τα 15
δισ. έως το 2012».
Είναι δεδομένο ότι στο πλαίσιο του Μνημονίου το σύνολο της δημόσιας περιουσίας είναι δεσμευμένο και ελέγχεται από τους Δανειστές μας, τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από τα εξής στοιχεία, όπως κατατίθενται από τους μελετητές της επαχθούς αυτής σύμβασης:
1. Σύμφωνα με τις πολύπλοκες δικολαβικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 4 § 2 της από 8.5.2010 «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης» μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και των άλλων δεκαέξι χωρών της Ευρωζώνης, ολόκληρη η κινητή και ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου είναι δεσμευμένη για την εξυπηρέτηση του δανείου και όσο αυτό υπάρχει.
2. Η αποδέσμευση της δημόσιας περιουσίας δε είναι ούτε θα είναι ορατή, όσο δε θα είναι ορατή η αποδέσμευση της χώρας μας από το δάνειο.
3. Από το πραγματικό νόημα των διατάξεων του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης προκύπτει ότι: (α) η Ελλάδα δεσμεύεται με ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της απέναντι στους Δανειστές της Σύμβασης, (β) δεν μπορεί να διασφαλίσει κανέναν άλλο δανειστή με ενέχυρο, υποθήκη ή άλλου είδους εγγύηση, ώστε να αποκτήσει εκείνος προτεραιότητα απέναντι σ’ αυτούς, και (γ) όποια άλλη αξιοποίηση ή εκποίηση επιτρέπεται με βάση τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 4 της Σύμβασης, θα είναι εις όφελος των Δανειστών.
Αυτό που δεν είναι ακόμα σαφές είναι εάν το ελληνικό δημόσιο έχει το δικαίωμα να υποθηκεύσει την περιουσία των προσφύγων η οποία καλύπτεται από μια πολύ ισχυρή διεθνή συνθήκη (Λωζάννη, 1923) και για την οποία προβλέπονται συγκεκριμένες χρήσεις.
Η έως τώρα συμπεριφορά του ελληνικού δημοσίου είναι αρνητική και στοχεύει στην ικανοποίηση αποκλειστικά των δικών του αναγκών μέσω της αποστέρησης των δικαιούχων από την περιουσία τους και την απομάκρυνση των εκπροσώπων τους από τους μηχανισμούς που τη διαχειρίζονται. Υπάρχουν ακόμα αναποκαταστάτοι πρόσφυγες του ’22, σύλλογοι που τους αρνούνται την απόδοση ανταλλάξιμης γης για να αναγείρουν το κτίριό τους, ενώ με διοικητικές αποφάσεις αποστέρησε από το δικαίωμα αποζημίωσης τους Πόντιους της ΕΣΣΔ, που εντάσσονταν στις πρόνοιες της Συνθήκης Ανταλλαγής των Πληθυσμών που υπεγράφη στη Λωζάννη. Η συμπεριφορά του κράτους θυμίζει περισσότερο την αρνητική συμπεριφορά της μεταχιτλερικής Γερμανίας, της Ελβετίας και της Σουηδίας απέναντι στα θύματα των ναζιστικών διώξεων.
Εν κατακλείδι
Αυτήν ακριβώς την ιστορική στιγμή, το σύνολο των προσφυγικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καππαδόκες, Κωσταντινουπολίτες, Ανατολικοθρακιώτες) θα πρέπει να συνεννοηθούν, να υπερβούν τους τοπικισμούς και τις συντηρητικές καθηλώσεις και να απαιτήσουν συλλογικά τη διασφάλιση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας, όπως και τη δημιουργία συγκεκριμένου φορέα διαχείρισης.
Να υποβάλλουν ένα σύντομο Υπόμνημα προς την ελληνική κυβέρνηση με το οποίο να ζητούν να εξαιρεθεί σαφώς η Ανταλλάξιμη Περιουσία από τα σχέδια εκποίησης. Να δημιουργηθεί ένας μικτός φορέας δημοσίου και προσφυγικών οργανώσεων, που θα διαχειρίζεται αποκλειστικά τα ζητήματα αυτά. Να ζητηθεί επίσης η αλλαγή του πλαισίου ώστε να επιτραπεί στους εκπροσώπους των προσφυγικών οργανώσεων να συνδιαμορφώνουν τις σχετικές πολιτικές. Να ζητηθεί επίσης η εκπόνηση μιας αναλογιστικής μελέτης, ώστε να αποκτηθεί πλήρης εικόνα για την παρούσα κατάσταση αλλά και για τον τρόπο διαχείρισης. Τέλος, να απαιτηθεί η διαμόρφωση ενός νέου νόμου, με τον οποίο θα επιλύονται οι αδικίες του παρελθόντος και θα αποκαθίστανται οι αναποκατάστατοι πρόσφυγες.
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός, http://kars1918.wordpress.com/