Με το Χριστός Ανέστη κυριαρχούσε ξέφρενος εορταστικός τόνος: κρουσουμιές, στρακαστρούκες, φισέγκια και μπόμπες (βαρελότα) ηκρεπέρνανε (σκάγανε) στον ουρανό και παντού άκουες τσουκαρίσματα αβγών, φιλιά, ευχές, κωδωνοκρουσίες.
Του Θοδωρή Κοντάρα
Στους υπόδουλους Μικρασιάτες η μέρα συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση.
Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.
Kαθολική ήταν η συμμετοχή του κόσμου στην Ανάσταση. Από τις 10 η ώρα, ήβγαινε ο ζαγκότης (ντελάλης) κι ηχτύπαε με το σοπάκι (μπαστούνα) του τσι πόρτες, μηνώντας τσι Χριστιανοί να πάνε στην εκκλησιά ντως. Με το Χριστός Ανέστη κυριαρχούσε ξέφρενος εορταστικός τόνος: κρουσουμιές, στρακαστρούκες, φισέγκια και μπόμπες (βαρελότα) ηκρεπέρνανε (σκάγανε) στον ουρανό και παντού άκουες τσουκαρίσματα αβγών, φιλιά, ευχές, κωδωνοκρουσίες. Στους υπόδουλους Μικρασιάτες η μέρα συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.
Μετά την εκκλησία έφερναν με τα λαμπροκέρια το άγιο φως στο σπίτι, έκαμαν σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας, έβαζαν ένα κόκκινο αβγό στο κονοστάσι, που το διατηρούσαν ως το επόμενο Πάσχα, κι έτρωγαν σούπα αβγολέμονο ή τηγανητά τζιεράκια και σγαρδουμάκια (συκωτάκια κι εντόσθια), φρέσκες μουτζήθρες και τα τσουκαρισμένα αβγά. Η γνωστή σήμερα μαγειρίτσα ήταν εντελώς άγνωστη στους Ερυθραιώτες πριν από το 22.
Η Λαμπρή μπορεί να μην είχε τον ξέφρενο γιορταστικό ρυθμό άλλων εορτών, αλλά ήταν η πιο επίσημη, η πιο λαμπρή μέρα του χρόνου, γιομάτη αγάπη και συμφιλίωση. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, φορώντας πίσηνα (επίσημα) ρούχα κι οπωσδήποτε κάτι καινούργιο, πρωτοφόρετο, για το καλό. Οι κοπέλες κι οι νέες γυναίκες έβαζαν μισοφούστανα, πορκάκια και μαντίλια με έντονο χρώμα, όπως άσπρο, τσικουδί, κόκκινο, ρουδί, κίτρινο, σε ένδειξη χαράς κι αγνότητας. Ακόμη και τον ίδιο το μήνα Απρίλη τον ονομάτιζαν Λαμπροφορεμένο ή Λαμπριάτη. Όλοι αλληλοσυγχωρούνταν, αντάλλασσαν ευχές κι έστηναν ζέφκια (γλέντια) και χορούς μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Χριστός ανέστη, μάτια μου, έλα να φιληθούμε
κι από τα φύλλα τση καρδιάς να ξαναγαπηθούμε.
Όμορφη που ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε,
σαν έρκεται το Νιότριτο ίδι αετοί πετούνε.
Όμορφη που ναι η Λαμπρή απ ούλες τσι σκολάδες,
που βγάνουν την ανάσταση μ ουλόχρουσες λαμπάδες.
Το μοραΐτικο και ρουμελιώτικο έθιμο του σουβλιστού αρνιού ήταν επίσης εντελώς άγνωστο σε ολόκληρη τη Μικρασία, στο Αιγαίο και στα περισσότερα ελληνικά μέρη. Το λαμπριάτικο τραπέζι των Ερυθραιωτών ήταν σχετικά λιτό: αρνί στο φούρνο, απάνου στσι βέργες του κλημάτου, ή σπανίως μαγειρευτό (καπαμάς), σαλάτα, μουτζήθρες, αβγά, κρασί και λαμπροκούλουρα.
Βασικά και χαρακτηριστικά έθιμα όχι μόνο της Ερυθραίας, αλλά και των ιωνικών παραλίων και των μικρασιατικών νησιών από την Ίμβρο μέχρι το Καστελλόριζο είναι τα τσερκένια (οι χαρταετοί), οι κούνιες και το λέμπι. Οι κούνιες που πάνε από τη γη στον ουρανό συμβολίζουν από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια την ανάσταση και την ανάταση των ψυχών. Τσι κούνιες τσι στέναμε σ ούλες τσι πασκαλινές σκόλες, το Νιότριτο, τ Άη-Γιωργιού, τση Πηγής, την Πρωτομαγιά, τση Μαλλιαρής (Αναλήψεως), και τση Γονατιστής (Πεντηκοστής) ίσαμε τσ Αγιά-Τριάδας, όπου ηβολευούμαστουν, στα δέντρα, σε κληματαριές, στσι αυλές, στην εξοχή. Ητραγουδούσαμε και τση κούνιας τα τραγούδια, την ώρα που ηλέμπαμε (κουνιόμασταν). Ήντανε πολύ ωραία!
Σίδερο να ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι
και το σανίδι μάλαμα κι ούλο μαργαριτάρι.
Να μουνε στη γης καρφίτσα,
ν αγκυλώνω τα κορίτσα.
Πάνω στην κούνια κάτσανε τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα φρύδια σα σπαθιά και δυο κορμιά ρηγάτα.
Να μουνε στη γη τριφύλλι
και στο μπέτι σου μαντίλι.
Τραγουδούσαν επίσης το Χριστός ανέστη, τροπάρια, πατριωτικά, ερωτικά ή σχολικά τραγούδια και τα χαρακτηριστικά τραγούδια Τση Βραιοπούλας που ηγένηκε Χριστιανή και το Στον Άδη θα κατέβω και στον παράδεισο.
Το λέμπι γινόταν με την πανακωτή (πινακωτή των ψωμιών) ή άλλο πλατύ και γερό σανίδι, το οποίο έντυναν με ωραία κιλίμια. Κάθονταν πολλά κορίτσια, από δύο ως έξι, και στις άκρες δυο όρθια αγόρια κρατούσαν τα σκοινιά κι έδιναν ώθηση δεξιά κι αριστερά, όχι μπρος-πίσω, όπως στις γνωστές κούνιες. Το έθιμο της κούνιας έχει αρχαία ιωνική – αττική καταγωγή και σχετίζεται με τις ελληνικές ανοιξιάτικες γιορτές.
Εντελώς ιδιαίτερο έθιμο της Ερυθραίας, κυρίως στα Βουρλά, στη Δυτική Ερυθραία και στα καραμπουρνιώτικα χωριά, ήταν το Νιότριτο, η Τρίτη της Διακαινησίμου. Τη μέρα αυτή γίνονταν πάλι λιτανείες και υπαίθριες δοξολογίες, με επικεφαλής το μπαργιάκι της Ανάστασης, στολισμένο με πούλουδα, μπλίρες (ασημένιες ή χρυσές ταινίες) και μεταξωτά ρεπαντιά (κορδέλες). Αν σε κάποιο μέρος υπήρχαν περισσότερες από μία ενορίες, στις πλατείες ηγινούντανε το σμίξιμο τω μπαργιακιώ τση Ανάστασης και το πάλεμα, δηλαδή συναγωνισμός για το ποια ανάσταση θα σηκωθεί ψηλότερα. Στα Βουρλά και στον Τσεσμέ μάλιστα την τελετή παρακολουθούσε σύσσωμη η τουρκική εξουσία. Οι ιερείς διάβαζαν τα αναστάσιμα στα τούρκικα κι έψαλλαν πολυχρόνιο κι ευχές υπέρ του σουλτάνου και της αυτοκρατορίας, για προφανείς πολιτικούς λόγους.
Τη Λαμπροδευτέρα και το Νιότριτο σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας οι μουρμουρισμένοι κι οι φουμισμένοι άντροι (τα ξακουστά και τολμηρά παλικάρια) ηπαρακοστούσανε στο αβλάτι ή στη μίρα (συναγωνίζονταν στο σημάδι). Όποιος ηβλάντιζένε (σημάδευε) καλύτερα κι ήταν τόσο καλός που να ήκοβγε με την κουρσουμιά ντου την τρίχα απέ του ριφκιού το γένι , ήπαιρνε για ριγάλο ένα αρνί για ένα ρίφι, να το φά με τσι φίλοι του.
Η γιορτή τ Άη-Γιωργιού, αν πέσει πριν από τη Λαμπρή, γιορτάζεται τη Λαμπροδευτέρα και ήταν πια διπλόσκολο (διπλή γιορτή). Τα μέρη που είχαν εκκλησιά του Αγίου οργάνωναν μεγάλα πανηγύρια, όπως στα Τσικούρια και στον Γκιούλμπαξε, όπου πρόσφεραν στους προσκυνητές το κεσκέκι, φαγητό με μπλιγούρι και κρέας ταύρου που έβραζε αποβραδίς σε μεγάλα καζάνια. Το αντέτι αυτό εξακολουθεί να τηρείται και σήμερα στα Μελίσσια, όπου έχουν εγκατασταθεί πολλοί Γκιουλμπαξώτες πρόσφυγες. Στα Βουρλά, όπου γιόρταζε η δεύτερη μεγάλη εκκλησία της πόλης, τελούνταν δοξολογία και πολυχρόνιο για τον βασιλιά Γεώργιο Α (1863-1913), με έντονο πατριωτικό χρώμα, υπό την ανοχή των οθωμανικών αρχών.
Αυτές τις μέρες οι Ερυθραιώτες μαζεύανε και τ αγιωργίτικα πουλουδάκια, δηλ. το χαμομήλι, που θεωρούνταν ευλογημένο από τον Άγιο.
Στην Ερυθραία ο κύκλος των εορτών του Πάσχα έκλεινε με το πανηγυράκι της Ζωοδόχου Πηγής του Λυθριού. Ο κόσμος αυτή τη μέρα πήγαινε να προσκυνήσει επίσης στα πολυάριθμα ξωκλήσια και στα αγιάσματα που υπήρχαν διάσπαρτα στις εξοχές, όμως χωρίς ιδιαίτερα ζέφκια και διασκεδάσεις.
Το Σαββάτο και την Κυριακή του Θωμά λεφούσια Ερυθραιωτών που είχανε κάνει τάμα, ιδίως οι νιόπαντρες κι όσες ήθελαν να πιάσουν παιδί, μετέβαιναν με τα τρένα από τη Σμύρνη στη Μαγνησά, για να παρευρεθούν στο μέγιστο πανηγύρι της Ιωνίας και να προσκυνήσουν την Άγι -Ανεστασία του Χορόσκιοϊ, που ήτανε πολύ θαματουργή και τήνε προσκυνούσανε ακόμας κι οι Τούρκοι, που την ηλέανε Καρακίζ και τση στέλνανε οκάδες τα τάματα.