Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου. Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821, μετάφραση: Βαγγέλης Κούταλης, Ιωάννινα, εκδόσεις Ισνάφι, 2009, 320 σ.
Τὸ βιβλίο Ἡ ἀφήγηση τοῦ Πέτρου Μέγγου ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Νέα Ὑόρκη τὸ 1830 μὲ τὸν τίτλο Narrative of a Greek soldier. 1 Πρόκειται γιὰ ἕνα αὐτοβιογραφικὸ κείμενο μὲ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὴν ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. Τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ἄγνωστο στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία.
Ἔχει καταγραφεῖ ἀπὸ τὴ Λουκία Δρούλια στὴ φιλελληνικὴ βιβλιογραφία της καὶ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ κυρίως ἀπὸ τὸν Κυριάκο Σιμόπουλο στὸ βιβλίο του Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τὴν Ἑλλάδα τοῦ 21 ὡς πηγὴ γιὰ ὁρισμένα γεγονότα τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ πρόσφατη μετάφρασή του στὰ ἑλληνικὰ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ξαναδοῦμε στὸ σύνολό του καὶ νὰ ἐπανεκτιμήσουμε τὴ σημασία του. Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸν συγγραφέα του.
Ὁ Πέτρος Μέγκους, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος στὸ βιβλίο του, εἶχε γεννηθεῖ στὸ χωριὸ Κουκλουτζὰ τῆς Σμύρνης τὸ 1785. Ὁ πατέρας του (Λευτεράκης) ἦταν ἔμπορος μὲ γαλλικὴ προστασία καὶ εἶχε σπίτι καὶ στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ ἄλλες πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι ἕνας Ἰωσὴφ Μέγκους ἦταν δημογέροντας στὴ Σμύρνη περὶ τὸ Narrative of a Greek soldier: containing anecdotes and occurrences illustrating the character and manners of the Greeks and Turks in Asia Minor, and detailing events of the late war in Greece, in which the author was actively engaged, by land and sea, from the commencement to the close of the Revolution.
By Petros Mengous. New-York: Printed and published by Elliott and Palmer, 20 William-street, Εἶχε συνυπογράψει τὸ 1785 τὸ «Συνυποσχετικὸν» μεταξὺ τοῦ μητροπολίτη και ὅτι τὴν ἴδια ἐποχὴ ἕνας συνονόματός του (πιθανῶς ὁ ἴδιος) εἶχε ἐμπορικὴ ἑταιρεία στὴ Σμύρνη καὶ στὴν Τεργέστη μὲ τὸν γαμπρό του Κ. Μπελλαγούρα. 3 Ἀπὸ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1820 ἡ οἰκογένεια τοῦ Πέτρου συνάπτει φιλικές σχέσεις μὲ ἀμερικανοὺς ἱεραποστόλους ποὺ ἐπισκέπτονται τὴ Σμύρνη.
Τὸ 1826 φιλοξενοῦν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ σπίτι τους τὸν Ἰωνᾶ King, ἐνῶ τὸ 1827 καὶ 1828 τὸν Josiah Brewer καὶ τὸν Elnathan Gridley. Ἡ σχέση τῆς οἰκογένειας μὲ τοὺς δύο πρώτους ἱεραποστόλους ἦταν καθοριστικὴ γιὰ τὴ μετέπειτα ζωὴ τοῦ Πέτρου καὶ τῆς ἀδελφῆς του. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1829 ἡ Ἀννέττα Ἀσπασία Μέγκους παντρεύεται στὴν Τῆνο τὸν King, ἐνῶ ἕνα χρόνο πρίν, τὸν Μάιο τοῦ 1828, ὁ Brewer εἶχε πάρει μαζί του στὴν Ἀμερικὴ τὸν Πέτρο μὲ σκοπό, ὅπως γράφει, «νὰ ἀποκτήσει τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια ὥστε νὰ γίνει ἀκόμη πιὸ χρήσιμος γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο πῆρε μαζί του δύο ἀκόμη παιδιά: τὸν Γεώργιο Μανιάτη, συγγενὴ τοῦ Κων. Κανάρη, καὶ τὸν Σοφοκλὴ Εὐαγγελινό. Ἡ μεταφορὰ παιδιῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα στὴν Ἀμερικὴ ξέρουμε ὅτι δὲν ἦταν ἀσυνήθιστη τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀμερικανοὶ μισσιονάριοι ποὺ δραστηριοποιοῦνται στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Βίβλου καὶ παράλληλα τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαίδευσης, ἀναλαμβάνουν νὰ μεταφέρουν στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες νέους ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ποὺ βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση ἢ μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς περιπέτειες τοῦ πολέμου.
Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ ἀμερικανοὶ φιλέλληνες ποὺ συμμετέχουν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο στὴν Ἐπανάσταση, ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς Jonathan P. Miller καὶ ὁ γιατρὸς Samuel G. Howe. Οἱ νέοι ποὺ μεταφέρονται στὴν Ἀμερικὴ σπουδάζουν σὲ διάφορα ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα, ἐνῶ ὁρισμένοι διδάσκουν ἑλληνικὰ ἢ κάνουν πανεπιστημιακὴ καριέρα, ὅπως ὁ γνωστὸς Σοφοκλὴς Εὐαγγελινὸς Ἀποστολίδης.
Γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Πέτρου Μέγκους στὴν Ἀμερικὴ ὑπάρχουν λιγοστὲς πληροφορίες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1828 τὸ Episcopal Watchman, ἀναγγέλλοντας τὴν ἄφιξη τοῦ Brewer στὴ Βοστώνη μαζὶ μὲ τὰ τρία παιδιά, γράφει γιὰ τὸν 26χρονο Πέτρο ὅτι γνώριζε ἀραβικά, ἰταλικά, γαλλικὰ καὶ νέα ἑλληνικὰ καὶ θεωρεῖ βέβαιο ὅτι μὲ τὰ προσόντα αὐτὰ θὰ προκαλέσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀμερικανῶν λογίων 5.
Tὸ κύριο προσόν του πάντως ἦταν ἡ γνώση τῶν ἑλληνικῶν, καθὼς ὑπῆρχε ζήτηση δασκάλων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὁ Μέγκους δίδαξε γιὰ ἕνα διάστημα ἀρχαῖα καὶ νέα ἑλληνικὰ στὸ Κλασικὸ Ἰνστιτοῦτο Mount Pleasant τοῦ Amherst καὶ στὸ Washington (Trinity) College τοῦ Hartford.
Κατόπιν χάνονται τὰ ἴχνη του. Ἡ τελευταία γνωστὴ ἀναφορὰ σ αὐτὸν εἶναι τὸ Ὁ Κὶνγκ θεωροῦσε ὅτι ἴσως εἶχε καταταταγεῖ στὸν μεξικανικὸ στρατό. 8 Δύο χρόνια μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ Μέγκους στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἐκδίδεται τὸ 1830 τὸ βιβλίο ποὺ παρουσιάζουμε ἐδῶ. Ἡ συγγραφὴ καὶ ἔκδοση τοῦ βιβλίου ἔγινε μὲ πρωτοβουλία ὄχι τοῦ Μέγκους ἀλλὰ ἑνὸς ἀμερικανοῦ ἐκδότη, μὲ σκοπὸ νὰ δώσει στὸ ἀμερικανικὸ κοινὸ μιὰ αὐθεντικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὰ ἤθη τῆς Ἀνατολῆς. Δὲν ἦταν ἄλλωστε τὸ μόνο τέτοιο βιβλίο ποὺ εἶχε κυκλοφορήσει στὶς Ἡνωμένες Πολιτείες.
Τὸ 1828 εἶχε ἐκδοθεῖ ἕνα ἀφηγηματικὸ κείμενο γιὰ τὰ βάσανα μιᾶς Ἑλληνίδας ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι ποὺ αἰχμαλωτίστηκε μὲ τὶς κόρες της ἀπὸ τοὺς Τούρκους, 9 ἐνῶ τὸ 1829 εἶχε δεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας στὴ Νέα Ὑόρκη ἡ ἐξιστόρηση τῶν περιπετειῶν ἑνὸς νέου ἀπὸ τὴν Ἄρτα, τοῦ Στεφανίνη, ὁ ὁποῖος αἰχμαλωτίστηκε στὴν Πάτρα ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀφοῦ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει πῆγε στὴν Ἀμερικὴ μὲ ἕνα ἰταλικὸ ἐμπορικὸ πλοῖο. 10 Ἡ σχετικὴ Ἰνστιτοῦτο Mount Pleasant ἀναφέρεται καὶ ὁ Μέγκους (Mengouses).
Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου
Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του παραγωγὴ συνεχίστηκε καὶ ἀργότερα. Ὁ χιώτης Χριστόφορος Καστάνης, ὁ ὁποῖος εἶχε αἰχμαλωτιστεῖ μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Χίου (1822) καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀμερικὴ τὸ 1828 ἀπὸ τὸν φιλέλληνα γιατρὸ S. G. Howe, ἀφηγεῖται τὴ ζωή του στὸ βιβλίο του The Greek captive, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ the view to aid in his return to his own country, to relieve from slavery a large and suffering family, Charleston The Greek captive: a narrative of the captivity and escape of Christophorus Plato Castanis, during the massacre on the island of Scio by the Turks, wtitten by himself, Worcester Ἐπανεκδόθηκε τὸ 1851 μὲ τὸν τίτλο The Greek exil…, ὅ.π.
Ἡ ἔκδοση τοῦ 1851 εἶναι μεταφρασμένη καὶ στὰ ἑλληνικά: Ὁ Ἕλληνας ἐξόριστος ἢ ἀφήγηση τῆς αἰχμαλωσίας καὶ δραπέτευσης τοῦ Χριστόφορου Πλάτωνος Καστάνη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σφαγῆς στὴ νῆσο Χίο, μετάφρ. Χρήστου Γ. Γιατράκου, πρόλογος Μαρίας-Ελευθερίας Γ. Γιατράκου, Αθήνα Τὴν ἰδέα γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ βιβλίου ποὺ παρουσιάζουμε εἶχε, ὅπως εἴπαμε, ἕνας ἀμερικανὸς ἐκδότης, τὸ ὄνομα του ὁποίου εἶναι ἄγνωστο.
Θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι ἦταν ἔνας ἀπὸ τοὺς δύο ἐκδότες του ποὺ ἀναγράφονται στὴ σελίδα τίτλου βιβλίου (Printed and published by Elliott and Palmer), ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ νὰ στηρίζουν αὐτὴ τὴν ὑπόθεση. Στὸν πρόλογό του ὁ ἐκδότης ἀναφέρει ὅτι γνώρισε τὸν Μέγκους καὶ «ἔνιωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐκδώσει μιὰ καταγραφὴ τῶν παρατηρήσεών του γιὰ τὴν καλύτερη ἐνημέρωση τοῦ ἀμερικανικοῦ λαοῦ» (σ. 9).
Σημειώνει ἐπίσης ὅτι τὸ βιβλίο γράφτηκε στὸ σύνολό του σχεδὸν «μὲ τὸ χέρι» τοῦ ἐκδότη μόνο ὁρισμένα σύντομα ἀποσπάσματα γράφτηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα. Στὸν ἐκδότη ὀφείλονται ἀκόμη οἱ σημειώσεις κάτω ἀπὸ τὸ κείμενο (στὴ μετάφραση τοποθετοῦνται στὸ τέλος), ὅπου ὑπομνηματίζονται κάποια σημεῖα τῆς ἀφήγησης καὶ παρατίθεται κατάλογος τουρκικῶν καὶ ἀλβανικῶν λέξεων μὲ ἀγγλικὴ μετάφραση.
Τὸ βιβλίο γράφτηκε μὲ τὴ μέθοδο τῶν ἐρωταποκρίσεων. Οἱ ἐρωτήσεις τοῦ ἐκδότη ἦταν διατυπωμένες ἔτσι ὥστε οἱ ἀναμνήσεις τοῦ Μέγκους «νὰ ἀποτελέσουν, πάνω ἀπ ὅλα, μιὰ πηγὴ εὐχαρίστησης γιὰ τὸ κοινὸ πρὸς χάριν τοῦ ὁποίου αὐτὴ ἡ ἐργασία σχεδιάστηκε» (σ. 10). Ὁ ἐκδότης προσπάθησε, ὅπως λέει, νὰ κάνει μιὰ ὅσο τὸ δυνατόν πιστὴ καταγραφὴ τῶν ἀναμνήσεων τοῦ νεαροῦ Ἕλληνα, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει «τὴν ὀρθότητα παρατήρησης [ ], τὴν καθαρότητα τῆς ἀντίληψής του καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς μνήμης του».
Παραδέχεται ὅμως ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδώσει πάντοτε τὴ ζωηρότητα τοῦ ὕφους του καὶ ὅτι τὸ ἔργο δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀπαλλαγμένο ἀπὸ σφάλματα, καθὼς ὁ Πέτρος βασίστηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴ μνήμη του καὶ ἡ συνεργασία του μὲ τὸν ἐκδότη δὲν ἦταν εὔκολη ἀφοῦ δὲν εἶχαν μιὰ κοινὴ γλώσσα ἐπικοινωνίας ὁ Μέγκους γνώριζε ἰταλικὰ καὶ γαλλικά, ἀλλὰ προφανῶς δὲν εἶχε προλάβει νὰ μάθει ἀγγλικά
Προσθέτει ἐπίσης ὅτι ὁ Μέγκους ἀναχώρησε πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου «πρὸς ἕνα μακρινὸ μέρος αὐτῆς τῆς χώρας» (σ. 11), γεγονὸς ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ τὸν ξαναρωτήσει γιὰ ὁρισμένα περιστατικά. Φιλοδοξία τοῦ ἐκδότη εἶναι νὰ προσφέρει στὸ μέσο ἀμερικανικὸ κοινὸ ἕνα χρήσιμο καὶ εὐχάριστο συγχρόνως ἀνάγνωσμα.
Στὸν πρόλογό του ἐξαίρει τὴ σημασία τῆς γλώσσας καὶ τῆς θρησκείας γιὰ τοὺς Νεοέλληνες, τὴ στενὴ σχέση τῆς ἀρχαίας μὲ τὴ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα, καθὼς καὶ τὶς ἠθικὲς ἀρετὲς τῶν Νεοελλήνων, παρότι «τὰ δόγματα καὶ τὰ μυστήριά τους ἔχουν κατὰ πολὺ παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ καθαρότητα τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν» (σ. 10). Οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς δείχνουν ὅτι ὁ ἐκδότης εἶχε μιὰ καλὴ γνώση τῆς ἑλληνικῆς πραγματικότητας καὶ δὲν ἦταν ξένος πρὸς τὴν ἰδεολογία τοῦ ἀμερικανικοῦ μισσιοναρισμοῦ ποὺ βρισκόταν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἄνθιση.
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ 21 κεφάλαια στὰ ὁποῖα ὁ Πέτρος Μέγκους ἀφηγεῖται σὲ πρῶτο πρόσωπο τὴ ζωή του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἕως τὸ 1828 λίγο πρὶν φύγει, δηλαδή, γιὰ τὴν Ἀμερική. Ἂς δοῦμε συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενό του. Ἡ ἀφήγηση ἀρχίζει μὲ μιὰ λεπτομερὴ περιγραφὴ τῆς γενέτειράς του, τοῦ Κουκλουτζὰ τῆς Σμύρνης.
Ὁ Μέγκους περιγράφει τὸν οἰκισμὸ καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ ἀφηγεῖται περιστατικὰ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ ἱστορίες συγγενικῶν καὶ ἄλλων προσώπων, ὅπως ἡ παραμάνα του, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ εἶχε φτάσει αἰχμάλωτη στὴ Σμύρνη κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Μιλᾶ ἐπίσης γιὰ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα του ποὺ εἶχαν στὸ σπίτι, γιὰ τὰ σχολεῖα ὅπου ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα, γιὰ τὴ φοίτησή του στὴ σχολὴ τῶν Κυδωνιῶν καὶ κατόπιν στὴ «σχολὴ τοῦ Οἰκονόμου» στὴ Σμύρνη, δίνοντας λεπτομερεῖς πληροφορίες γιὰ τὶς μεθόδους διδασκαλίας καὶ τὴν ἀμοιβὴ τῶν δασκάλων σὲ προϊόντα ἢ χρήματα.
Ἡ ἔκρηξη τῆς ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ οἱ βιαιοπραγίες στὴ Σμύρνη ὑποχρεώνουν τὸν 19χρονο Μέγκους νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Σμύρνη. Μὲ ἕνα αὐστριακὸ πλοῖο πηγαίνει στὴν Τεργέστη, χάρη στὸ διαβατήριο ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε ὁ γάλλος πρόξενος τῆς Σμύρνης, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μεσολόγγι. Γεμάτος πατριωτικὸ ἐνθουσιασμό, εἶναι ἕτοιμος νὰ συμμετάσχει στὸν Ἀγώνα.
Περὶ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1821 μαζὶ μὲ ἕνα σῶμα Ρουμελιωτῶν περνάει ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι στὴν πολιορκημένη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Πάτρα καὶ συμμετέχει σὲ ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἐπιστρέφει στο Μεσολόγγι καὶ κατόπιν παίρνει μέρος σὲ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Ἄρτα. Ἡ ἄφιξη τοῦ στόλου τοῦ Μιαούλη στὸ Μεσολόγγι δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Μέγκους νὰ ἀναζητήσει μιὰ θέση στὸ πλήρωμά του. Προσλαμβάνεται γραμματικὸς τοῦ ὑδραίου καπετάνιου καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1822 συμμετέχει στὴ ναυμαχία τῆς Πάτρας, τὴν ὁποία καὶ περιγράφει λεπτομερῶς. Λίγο ἀργότερα γνωρίζεται στὴν Ὕδρα μὲ τὸν Σαχτούρη καὶ μπαρκάρει στὸ καράβι του.
Τὸν Μάιο τοῦ 1822 παίρνει μέρος μὲ τὸ πλήρωμα σὲ μιὰ ἐπιχείρηση στὴ Χίο, ποὺ μόλις ἔχει καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους διασώζουν χιῶτες αἰχμαλώτους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἐνῶ παράλληλα κάνουν ἀποβάσεις στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴ διάσωση κατοίκων ποὺ εἶχαν παραμείνει ἐκεῖ.
Ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ Μέγκους θὰ βρεθεῖ σὲ λίγο καὶ πάλι στὴ στεριά. Στὸ Ἄργος ἐντάσσεται στὸ σῶμα τῶν φιλελλήνων (στὸ Φιλελληνικὸν Τάγμα), ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ γάλλου ἀξιωματικοῦ L. J. Blondel, καὶ ξεκινᾶ μαζί τους γιὰ τὸ Μεσολόγγι, ἀφοῦ ἔχει πάρει προηγουμένως τὸν βαθμὸ τοῦ ἀξιωματικοῦ ἀπὸ τὸν Κωλέττη. Συμμετέχει σὲ διάφορες πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἰδιαίτερα στὴ μάχη τοῦ Πέτα (Ἰούλιος 1822), ὅπου ἀποδεκατίστηκε τὸ σῶμα τῶν φιλλελήνων. 12 Διασώζεται καὶ μετὰ 12
Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του ἀπὸ περιπέτειες φτάνει στὸ Μεσολόγγι. Στὸ μεταξὺ ἡ ὑγεία του ἔχει κλονιστεῖ βαριὰ καὶ ἀναχωρεῖ μέσω Ὕδρας καὶ Τήνου γιὰ τὴ Σμύρνη. Ἀλλὰ δὲν παραμένει πολὺ ἐκεῖ. Βιοποριστικοὶ λόγοι τὸν ὑποχρεώνουν νὰ κάνει διάφορα ταξίδια στὸ Αἰγαῖο. Τὸ 1823 πηγαίνει μὲ ἕνα ἐμπορικὸ πλοῖο στὴ Κρήτη, ὅπου μένει ἐννέα μῆνες καὶ παίρνει μέρος σὲ κάποιες ἁψιμαχίες μὲ τοὺς Τούρκους.
Τὸ 1826 πηγαίνει στὴ Σύρο καὶ στὴ Μυτιλήνη, ὅπου συμμετέχει σὲ ἐπιχειρήσεις ἀναζήτησης ψαριανῶν αἰχμαλώτων, στὴν Κρήτη καὶ στὰ παράλια τῆς Αἰγύπτου. Μετὰ τὶς περιπλανήσεις αὐτὲς ὁ Μέγκους ἐγκαθίσταται στὴ Σμύρνη. Τὰ πράγματα ἐκεῖ ἔχουν ἠρεμήσει, ὡστόσο οἱ σχέσεις μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων εἶναι πάντα τεταμένες. Στὴ Σμύρνη θὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει τοὺς ἀμερικανοὺς ἱεραποστόλους, ἰδιαίτερα τὸν Ἰωνᾶ Κίνγκ, ὁ ὁποῖος γοητεύει τὸν νεαρὸ Πέτρο μὲ τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση καὶ τὰ κηρύγματά του, καὶ τὸν Josiah Brewer, ὁ ὁποῖος τὸ 1828 τὸν παίρνει μαζί του στὴν Ἀμερική. Ἀλλὰ δὲν μνημονεύει καθόλου τὸ γεγονὸς αὐτό.
Ἡ ἀφήγησή του σταματάει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο ταξίδι. νων, ὑπὸ τὸν Blondel, στοὺς ὁποίους ὀφείλονται μισθοί, συναντᾶμε καὶ τὸ ὄνομα: Mengossi, Sous Lieutenant. Πρέπει νὰ εἶναι ὁ Πέτρος Μέγκους. Τὸ σχετικὸ ἔγγραφο ἔχει συνταχθεῖ στὸ Ἀνατολικὸ στὶς 17 Ἰουλίου 1822, 13 ἡμέρες μετὰ τὴ μάχη τοῦ Πέτα.
Σὲ ἕναν ἄλλο κατάλογο μὲ ἡμερομηνία 16 Ἰουλίου 1822, ποὺ περιέχει τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἀποζημιώθηκαν γιὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔχασαν στὴ μάχη τοῦ Πέτα, ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς σμυρναίου φίλου τοῦ Μέγκους, τοῦ Βασιλειάδη (τὸν μνημονεύει στὸ βιβλίο του, σ. 93, 294), ποὺ διακρίθηκε στὴ μάχη τοῦ Πέτα καὶ ἀλλοῦ. Ἱστορικὸν Ἀρχεῖον Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, ἔκδ. Ἐμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Μνημεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τ. Ε, τχ. Ι, Ἀθήνα 1963, σ. 278, 279. Αὐτὸ εἶναι πολὺ συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενο του βιβλίου
. Γενικὰ πρόκειται γιὰ μιὰ γοητευτικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα ἀφήγηση, σὲ πρῶτο πρόσωπο, μὲ πλῆθος πληροφοριῶν γιὰ γεγονότα καὶ καταστάσεις ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος ἢ ποὺ τοῦ διηγήθηκαν ἄλλοι. Νέος μὲ περιέργειες καί, κατὰ πὼς φαίνεται, μὲ εὐκολία στὶς κοινωνικὲς συναναστροφές, ὁ Μέγκους πιάνει εὔκολα κουβέντα μὲ τὸν καθένα καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκούσει τὴν προσωπικὴ ἱστορία του, τὶς μάχες στὶς ὁποίες ἔλαβε μέρος ἢ ἄκουσε ἄλλους νὰ μιλοῦν γι αὐτές, καὶ βέβαια τὰ κατορθώματά του.
Μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις αὐτὲς καλύπτει γεγονότα τῆς Ἐπανάστασης στὰ ὁποῖα δὲν ἦταν παρών, ὅπως τὸ κίνημα τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ἡ καταστροφὴ τῆς Χίου, ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου ἢ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστησαν οἱ συμπατριῶτες του στὴ Σμύρνη καὶ στὸν Κουκλουτζὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ ἀφήγησή του ἐμπλουτίζεται μὲ πορτραῖτα τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ 21 πού, ὅπως λέει, γνώρισε ὁ ἴδιος: τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Γιωργάκη Δυοβουνιώτη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, τοὺς ὁποίους σκιαγραφεῖ μὲ ἁδρότητα καὶ ζωντάνια.
Ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Μέγκους θέλει νὰ μιλήσει γιὰ ὅλα, ὅσα εἶδε καὶ ὅσα ἄκουσε, μὲ τὴ φιλοδοξία νὰ δώσει στὸν ἀναγνώστη μιὰ κατὰ τὸ δυνατὸν πλήρη εἰκόνα τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ φροντίδα αὐτὴ ὑπαγορεύεται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις καὶ τὰ αἰτήματα τοῦ ἐκδότη τοῦ βιβλίου.
Ἀλλὰ στὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ ἐπανέλθουμε παρακάτω. Ἂν πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε κάτι στὸ βιβλίο τοῦ Μέγκους, αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ἡ περιγραφὴ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, ὅσο τὸ πλῆθος τῶν ἀναφορῶν του στὴν καθημερινότητα, τὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ τὶς νοοτροπίες στὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης καὶ στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια. Στὶς νεανικὲς ἀναμνήσεις του, ποὺ καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος τοῦ βιβλίου, ὁ Μέγκους ἀναπλάθει πτυχὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Σμύρνης καὶ τῆς γύρω περιοχῆς.
Κινητοποιώντας τὴ μνήμη του, θυμᾶται καὶ περιγράφει μὲ ζωντανὰ χρώματα τὴν ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὸν σχολάρχη τοῦ Φιλολογικοῦ Γυμνασίου Κωνσταντίνο Οἰκονόμο καὶ τὸν μητροπολίτη τῆς Σμύρνης, τὴν ὀργάνωση τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινότητας καὶ τὶς νεωτερικὲς πρωτοβουλίες της, ὅπως ἡ εἰσαγωγὴ πυροσβεστικῶν ἀντλιῶν καὶ ἡ δημιουργία Τράπεζας, τὴν ἐκτέλεση τοῦ αὐταρχικοῦ διοικητῆ τῆς Σμύρνης Κιατίπογλου τὸ 1816, τὴ διέλευση ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἑνὸς θαρραλέου κλέφτη, τοῦ καπετὰν Λιόλιου [Λάζου], ποὺ εἶχε συλληφθεῖ τὴν ἴδια ἐποχὴ ἀπὸ τὸν Καπουδὰν πασά.
Μεταφέρει ἐπίσης ἀφηγήσεις ποὺ ἄκουσε γιὰ τὶς ταραχὲς ποὺ ξέσπασαν στὴ Σμύρνη τὸ 1797 (σ ) μιὰ ἐποχὴ ποὺ διατηρήθηκε ζωντανὴ στὴ μνήμη τῶν κατοίκων τῆς πόλης καὶ στὴν ὁποία ἀνέτρεχαν οἱ μεγαλύτεροι μιλώντας μὲ «σοβαρὸ ὕφο» γιὰ τὸν Καιρὸν τῶν ρεβελοῦ (ἑλληνικὰ στὸ κείμενο). Ἐκτενεῖς εἶναι, τέλος, οἱ ἀναφορές του στὶς καλλιέργειες καὶ στὰ προϊόντα, στὴν ποιμενικὴ ζωή, στὴν πανίδα καὶ χλωρίδα, στὴ δημογραφία τῆς Σμύρνης, στὴν ἐπιδημία τῆς πανώλης, στὰ νοσοκομεῖα, στὶς ἀρχαιότητες τῆς περιοχῆς, καὶ ἰδιαίτερα τῶν Σάρδεων καὶ τῆς Ἐφέσου, ποὺ τὶς ἐπισκέφθηκε μὲ ξένους, καθὼς καὶ στὰ ταξίδια του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Ὀδησσό.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν μαθητὴς στὶς Κυδωνίες (μετὰ τὸ 1809/1810), θυμᾶται τὸ σχολεῖο καὶ τὸν Βενιαμὶν Λέσβιο, καθὼς καὶ τὴν ἐκτέλεση ἑνὸς χριστανοῦ, ποὺ ἐξισλαμίστηκε καὶ κατόπιν ἀποκήρυξε δημόσια τὸν μωαμεθανισμό: «Kαὶ τὶ δὲν ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι γιὰ νὰ τὸν ἠρεμήσουν, μέχρι καὶ μεγάλα ποσὰ εἰπώθηκε ὅτι τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅλα, ὅμως, εἰς μάτην» παρέμεινε ἀταλάντευτος στὴν ἀπόφασή του καὶ ἀποκεφαλίστηκε «παρουσία πολλῶν συγκεντρωμένων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ πολλοὶ Ἕλληνες» (σ. 41).
Πιθανῶς ἀναφέρεται στὸν νεομάρτυρα Γεώργιο ἀπὸ τὴ Χίο, ποὺ θανατώθηκε ὅμως τὸ Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ἡ σχετικὴ ἀφήγηση δὲν ἔχει τὴ συνηθισμένη στὰ συναξάρια τῶν νεομαρτύρων θρησκευτικὴ φόρτιση. Καταγράφεται περισσότερο σὰν ἕνα περιστατικὸ ἐνδεικτικὸ τῆς καταπίεσης τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους καὶ τοῦ πολιτισμικοῦ χάσματος ποὺ χωρίζει τὶς δύο κοινότητες. Ἕνα θέμα ποὺ ἐπανέρχεται συχνὰ στὸ βιβλίο. Ὁ Μέγκους δὲν κρύβει τὴν ἀντιπάθειά του γιὰ τοὺς Τούρκους. «Ἀνατράφηκα μὲ μιὰ ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς Τούρκους», γράφει, «καὶ δὲ βρέθηκε τίποτα στὴν κατοπινὴ ἐμπειρία μου ποὺ νὰ τὴν λειάνει ἢ νὰ τὴν μετριάσει» (σ. 43).
Τοὺς κατηγορεῖ μὲ κάθε εὐκαιρία γιὰ ἀγραμματοσύνη, ἀμάθεια καὶ βαρβαρότητα, σημειώνοντας σχετικὰ περιστατικά. Ἀναφέρεται, ὡστόσο, μὲ συμπάθεια σὲ περιπτώσεις Τούρκων ποὺ εἶχαν φιλικὲς σχέσεις μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ δίνει ἀρκετὲς πληροφορίες γιὰ τὶς γιορτές, τὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ σχολεῖα τους, γιὰ ἕναν τούρκικο καφενὲ στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ, καθὼς καὶ γιὰ ἕναν τελετουργικὸ χορὸ δερβίσηδων στὸν ὁποῖο λέει ὅτι ἦταν παρών.
Ὁ ἀρνητικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Μέγκους βλέπει τοὺς Τούρκους, ἐνισχυμένος ἀσφαλῶς καὶ ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες του στὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης, εἰκονογραφεῖ τὶς σχέσεις τῶν δύο κοινοτήτων στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια. Ἂν ἡ θρησκεία ἦταν ἐκείνη ποὺ χάραζε, ὅπως λέει, «τὶς μεγάλες διαχωριστικὲς γραμμὲς» ἀνάμεσά τους (σ. 83), ἡ διάδοση τῆς ἐθνικῆς ἰδεολογίας σὲ μεγάλο τμῆμα τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινότητας πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση συνετέλεσε ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ στοὺς κόλπους της μιὰ συνείδηση πολιτισμικῆς ἀνωτερότητας ἀπέναντι στοὺς Τούρκους καὶ ἡ προσδοκία μιᾶς ἐπικείμενης ἀλλαγῆς.
Μαθητὴς στὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο, ὁ Μέγκους θυμᾶται νὰ συζητᾶ μὲ τοὺς συμμαθητές του γιὰ τὶς ἄθλιες συνθῆκες στὶς ὁποῖες ζοῦσαν καὶ νὰ τραγουδοῦν πατριωτικὰ τραγούδια τοῦ Ρήγα ὅταν βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὴ σχολή. Τὰ τραγούδια αὐτά, λέει ἀλλοῦ, τοῦ τὰ εἶχε μάθει ἕνας θεῖος του, ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων πληροφορήθηκε ὅτι ἦταν μέλος τῆς [φιλικῆς] ἑταιρείας. 13 Οἱ ἀναμνήσεις του αὐτὲς δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς πραγματικότητες τῆς ἐποχῆς.
Ἀντίθετα, ὁ ἰσχυρισμός του ὅτι ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἔνιωθε μεγάλο θαυμασμὸ γιὰ τοὺς κλέφτες καὶ τὴ στρατιωτικὴ ζωή, ποὺ ἐπηρέασε καθοριστικὰ καὶ τὴ δική του, καθὼς καὶ ἡ ἐξωραϊσμένη εἰκόνα τῶν κλεφτῶν ποὺ δίνει στὸ βιβλίο του ἀντανακλοῦν μεταγενέστερες ἀποτιμήσεις καὶ στερεότυπα. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι μιὰ μεγάλη στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ Μέγκους.
Ὄχι μόνο γιατὶ τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συμμετάσχει σὲ ἕναν ἀγώνα στὸν ὁποῖο πιστεύει, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὸν φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ ἕναν καινούριο, πρωτόγνωρο κόσμο, τὸν κόσμο τῶν ὀρεσίβειων χωρικῶν, τῶν ὁπλαρχηγῶν καὶ τῶν ναυτικῶν. Στὶς περιπλανήσεις του παρατηρεῖ καὶ καταγράφει τοὺς τόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνάει, τὴ ζωὴ τῶν χωρικῶν, τὰ σπίτια τους, τὶς διατροφικές τους συνήθειες, τὸν χαρακτήρα τους, τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν Ἐπανάσταση.
Ἐντυπωσιάζεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐγκαρδιότητα καὶ τὴ φιλοξενία τῶν Ρουμελιωτῶν σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Μοραΐτες ποὺ μόνο μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς βίας παρέχουν τρόφιμα στὰ στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα, παρατηρώντας ὅμως ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἴδια καὶ ἀπέναντι στοὺς Εὐρωπαίους ὅταν ὑποψιαστοῦν ὅτι οἱ τελευταῖοι μὲ τὴν παρουσία τους θέτουν σὲ κίνδυνο τὴν παραδοσιακὴ ἠθικὴ τῆς οἰκογένειας. Ὁ Μέγκους κατανοεῖ τὴ στάση τους καὶ παραθέτει στὰ ἑλληνικὰ τὴν παροιμία: «Μουσοῦ καί Μουσταφα στό 13.
Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτή, ὁ ἐκδότης παραθέτει σὲ σημείωση (σ. 309) ὀκτὼ στίχους ἀπὸ τὸ γνωστὸ «Παιδιὰ τοῦ Ἡρακλέους» (βλ. Μarcellus, Chants du peuple en Grèce, τ. I, Παρίσι 1851, σ. 168) καὶ μαζὶ δύο στίχους ἀπὸ τὸν Θούριο τοῦ Ρήγα (τὸν πρῶτο, Ὣς πότε παληκάρια, καὶ ἕναν ἄλλο παρεφθαρμένο), ἐνῶ στὸν πρόλογό του (σ ) σχολιάζει λέξεις καὶ ἐκφράσεις τῶν παραπάνω στίχων, ἐπισημαίνοντας τὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. σπήτησου μη βανεις» (σ. 142).
Στὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν Ὕδρα περιγράφει τὸ ἄγονο τοπίο τοῦ νησιοῦ, τὰ λιμάνια, τὰ ἐγκατεσπαρμένα στὶς πλαγιὲς «λευκὰ σπιτάκια», καὶ στέκεται ἰδιαίτερα στὰ ἀρχοντικὰ τοῦ Μιαούλη, τοῦ Τομπάζη καὶ τοῦ Κουντουριώτη μὲ τὴν «πολυδάπανη καὶ φινετσάτη ἐπίπλωσή τους», καμωμένα στὰ πρότυπα τῶν χωρῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νότου ὅπου «αὐτοὶ οἱ εὐκατάστατοι Ὑδραῖοι διεξήγαγαν τὸ ἐπικερδές τους ἐμπόριο» (σ. 190).
Περιγράφει ἐπίσης ἕνα μεσαῖο ἀστικὸ σπίτι, περιποιημένο καὶ τακτοποιημένο κι αὐτό, ὅπου οἱ γυναῖκες μιλοῦσαν μόνο ἀλβανικὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί τους. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ εὐρωπαϊκοῦ τύπου ἀρχοντικὰ τῆς Ὕδρας, στὸ Μεσολόγγι τὸ σπίτι ποὺ φιλοξενοῦσε τὸν Μαυροκορδάτο καὶ ἄλλους ἐνοίκους ἦταν εὐρύχωρο καὶ λιτό, στὰ πρότυπα τῆς τουρκικῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ἂν καὶ ἀμάθητος στὴ σκληραγωγία ὁ Μέγκους φαίνεται νὰ ἐξοικειώνεται γρήγορα μὲ τὴ πραγματικότητα τοῦ στρατοπέδου καὶ τοῦ πολέμου.
Περιγράφει μὲ ἐνάργεια τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ μοιραζόταν μὲ τοὺς συντρόφους του, τὰ ἄταφα πτώματα στὰ πεδία τῶν μαχῶν, βιαιότητες μεταξὺ Ἑβραίων καὶ χριστιανῶν, τὴ σφοδρὴ ἀντιπαλότητα ἀνάμεσα σὲ γάλλους καὶ γερμανοὺς φιλέληνες ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ φονικὲς μονομαχίες, τὴν ἀμφιταλαντευόμενη στάση τῶν Ἀλβανῶν ἀπέναντι στὴν Ἐπανάσταση. Μὲ ἀνάλογη ἐνάργεια περιγράφει καὶ τὴ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν.
Ἡ κυβέρνηση δὲν καταβάλλει πάντα τοὺς μισθοὺς ποὺ τοὺς ἔχει ὑποσχεθεῖ, τὸ καθημερινὸ τους συσσίτιο εἶναι λιγοστὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἀνύπαρκτο, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ἀπαιτοῦν μὲ κάθε τρόπο τὴν τροφή τους. Συνηθισμένο φαινόμενο ἀποτελοῦν καὶ οἱ λιποταξίες. Κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Πάτρας, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1821, πολλοὶ στρατιῶτες ἀφήνουν τὴ θέση τους γιὰ νὰ πᾶνε νὰ μαζέψουν τὶς ἐλιές τους. Ὁ Μέγκους ἀντιμετωπίζει μὲ ρεαλισμὸ τὴ λιποταξία τους:
«ἡ συντήρηση τῶν περισσοτέρων, καθὼς καὶ τῶν οἰκογενειῶν του, ἐξαρτιόταν ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες τους» καὶ τὸ νὰ παραμελήσουν τὴ συγκομιδὴ τοῦ καρποῦ «θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μόνη τους ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον» (σ. 138), γράφει, παρατηρώντας ὅτι ὁ «πατριωτισμὸς» δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαιτήσει ἀπ αὐτοὺς κάτι περισσότερο.
Μὲ ἀνάλογο τρόπο ἀντιμετωπίζει καὶ τοὺς ἑπτανησιῶτες ἐμπόρους ποὺ τροφοδοτοῦν τοὺς Τούρκους: «ἐπρόκειτο, ὅμως, γιὰ φτωχοὺς ἀνθρώπους καὶ θεωροῦσαν πὼς δὲ θὰ ἔβλαπταν καὶ τόσο τὸν ἀγώνα τῆς χώρας τους ἂν πρόσφεραν μερικὲς μπουκιὲς φαγητοῦ σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τους σὲ ἀντάλλαγμα ἑνὸς συγκριτικὰ μεγάλου ποσοῦ ἀπὸ τὴν περιουσία τῶν τελευταίων.
Ὁ πειρασμὸς σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἦταν μεγάλος» (σ. 140). Ἡ ρεαλιστικὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τῆς πραγματικότητας συμβαδίζει μὲ μιὰ ὁλόθερμη ὑποστήριξη του ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἕναν ἀπεριόριστο θαυμασμὸ γιὰ τοὺς σκληροτράχηλους ὁπλαρχηγούς. Ἐξαίρει τὴν ἁπλότητα, τὴν καρτερία καὶ τὴ τόλμη τῶν Ρουμελιωτῶν, τὴ σωματικὴ ρώμη καὶ τὴ γενναιότητα τῶν Σφακιανῶν καὶ ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴ μορφὴ ἑνὸς ὡραίου Σουλιώτη ποὺ γνώρισε στὸ πλοῖο τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ ὁποῖος διέπρεψε στὴ ναυμαχία τῆς Πάτρας: «ἡ εἰκόνα του ἔχει ἐντυπωθεῖ πολὺ ἔντονα καὶ μὲ μεγάλη εὐκρίνεια στὴ μνήμη μου, καθὼς στεκόταν εὐθυτενὴς καὶ μεγαλοπρεπὴς στὴν κουβέρτα» (σ. 179).
Ὁ θαυμασμός του γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ ἡ ἀφοσίωσή του στὴν ὑπόθεση τῆς Ἐπανάστασης τὸν κάνει νὰ ἀποκρούει ὁτιδήποτε ἐρχόταν νὰ σπιλώσει τὴν «ὑπόληψη τῶν Ἑλλήνων», ὅπως ἡ κατηγορία ποὺ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ «ξένους» ὅτι ἕνα σῶμα Ἑλλήνων στὴ μάχη τοῦ Πέτα ἐγκατέλειψε τὴ θέση του (ὑπονοεῖ προφανῶς τὴ γνωστὴ κατηγορία ἐναντίον τοῦ Γώγου Μπακόλα). Ἐνδιαφέρουσες, ἀλλὰ μὲ μιὰ τάση ἐξωραϊσμοῦ καὶ πάλι, εἶναι οἱ πληροφορίες τοῦ Μέγκους καὶ γιὰ τὰ πληρώματα τοῦ στόλου τοῦ Μιαούλη.
Ὑδραῖοι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ναυτικούς του, διαπνέονται ἀπὸ ἕνα πνεῦμα αὐτοπειθαρχίας ποὺ κάνει περιττὸ τὸν καταναγκασμό. Μιλοῦν ἐξίσου καλὰ τὰ ἀλβανικὰ καὶ τὰ ἑλληνικὰ καὶ διαθέτουν χιοῦμορ. Ἔτσι, ὅταν τοὺς ρωτάει ὁ Μέγκους γιατὶ δὲν ὑπάρχουν βιβλία στὰ ἀλβανικά, ἀπαντᾶ κάποιος: «Τὰ γράμματά μας γράφτηκαν σὲ ἕνα λαχανόφυλλο [ ] καὶ ἕνας γάϊδαρος τὸ ἔφαγε» (σ. 166). Πρόκειται γιὰ ἕνα λαϊκὸ θρύλο μὲ εὐρεία διάδοση, σὲ διάφορες παραλλαγές.
Μὲ τὴν ἐγγραμματοσύνη του καὶ τὴ γνώση ξένων γλωσσῶν, ὁ Μέγκους κερδίζει τὴ συμπάθεια καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν ναυτῶν. Τοὺς διαβάζει Βίους ἁγίων καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, ποὺ μιλοῦσε γιὰ «ἕναν Κανδιώτη ποὺ ἔκανε πολλὰ θαυμαστὰ κατορθώματα, πῆρε μέρος σὲ μονομαχίες κ.ο.κ. ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔβγαινε πάντα νικητής» (σ. 168). Ὁ Ἐρωτόκριτος ἦταν τυπωμένος στὴ Βενετία καὶ τὸν εἶχε ἕνας ναύτης ποὺ δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει. Ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ Μέγκους δὲν λείπει, τέλος, καὶ ἡ καταγραφὴ στοιχείων τοῦ παραδοσιακοῦ καὶ σύγχρονου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Περιγράφει τὸ τελετουργικὸ ἑνὸς γάμου καὶ μιᾶς ταφῆς καὶ παραθέτει στίχους ἀπὸ πατριωτικὰ τραγούδια. «Καθόμουν σὲ ἕναν καφενὲ στὸ Ἄργος», διηγεῖται, «ὅταν μοῦ ἔδειξαν ἕναν μικροκαμωμένο ἄνδρα πού, καθὼς μοῦ εἶπαν, ἦταν ἕνας ντόπιος αὐτοσχεδιαστὴς ποιητὴς καὶ μουσικός». Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν γνωστὸ λαϊκὸ ποιητὴ Τσοπανάκο. «Κρατοῦσε μία λύρα, τὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχισε νὰ παίζει, καὶ εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκούσω διάφορα ἀπὸ τὰ αὐτοσχέδια τραγούδια του.
Ἡ ποιότητά τους δὲν ἦταν διόλου εὐκαταφρόνηση. Χρησιμοποιοῦσε μὲ μεγάλη εὐχέρεια τὴ γλώσσα του, ἔτρεφε ἔντονα πατριωτικὰ αἰσθήματα καὶ προσάρμοζε τοὺς μουσικοὺς σκοπούς του στὸ πνεῦμα τῶν ποιητικῶν ἐξάρσεών του. Τὸν ἄκουγαν μὲ πολὺ μεγάλη προσοχὴ καὶ μπορῶ νὰ ἐπιβεβαιώσω τὴν ἱκανότητά του στὸ νὰ του προκαλεῖ συναισθηματικὲς δονήσεις» (σ ).
Ἀμέσως μετὰ παραθέτει ἀπὸ μνήμης στίχους ἀπὸ δύο τραγούδια τοῦ Τσοπανάκου. 14 Ἀπὸ τὴν Κρήτη, πάλι, ὁ Μέγκους δίνει στίχους ἀπὸ ἕνα πατριωτικὸ τραγούδι ποὺ ἄκουσε νὰ τραγουδιέται ἐκεῖ μὲ τὴ συνοδεία λύρας καὶ σχολιάζει: «ἡ μουσικὴ εἶναι ἁπλὴ καὶ κάπως μονότονη ἤ, ὅπως λέμε, μονόχορδη, ἀλλὰ δὲ στερεῖται χάρη οὔτε γλυκύτητα» (σ. 246). Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο τοῦ Πέτρου Μέγκους, ἀναρωτιέται συχνὰ ἂν ὅλα ὅσα ἀφηγεῖται ὡς προσωπικές του ἐμπειρίες τὰ ἔζησε πραγματικὰ ἢ ἂν ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο ἢ τὸν ἐκδότη τοῦ βιβλίου.
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη. Γενικά, τὰ γεγονότα ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Μέγκους ἀποδίδουν χοντρικὰ τὴν πραγματικότητα, χωρὶς νὰ λείπουν ὅμως κάποιες ἐπινοήσεις. Γιὰ παράδειγμα, ἡ διαβεβαίωσή του ὅτι ἦταν παρὼν ὅταν τραυματίστηκε ὁ Καραϊσκάκης στὸ Κομπότι (σ. 147) 15 δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (ἀρχὲς Ἰουνίου 1821) ὁ Μέγκους δὲν φαίνεται νὰ εἶχε φτάσει ἀκόμη στὴν Ἑλλάδα. Πιθανῶς τὴ σχετικὴ ἱστορία τὴν ἄκουσε ἀπὸ ἄλλους 14.
Ὁ Τσοπανάκος ἔγινε γνωστὸς στὸ φιλελληνικὸ κοινὸ ἀπὸ τὸ «A visit to Greece in the spring of 1825» τοῦ G. Pecchio, ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο A picture of Greece in 1825, τ. ΙΙ, Λονδίνο 1826, σ. 54 (ὁ Τσοπανάκος ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς «Cava [=Κάλας] di Dimitzana, surnamed the Sabaneco), καὶ ἀπὸ τὶς μεταφράσεις καὶ ἀναδημοσιεύσεις τοῦ παραπάνω ἔργου. Τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ γνωρίζει καὶ ὁ ἐκδότης τοῦ βιβλίου τοῦ Μέγκους.
Τὰ τραγούδια τοῦ Τσοπανάκου ἐκδόθηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὸν τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παππαδόπουλο (Ἄσματα πολεμιστήρια τοῦ ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος ἀγῶνος, Ἀθήνα 1838). 15. Βλ. Μακρυγιάννη Ἀπομνημονεύματα, εἰσαγωγή-σχόλια Σπύρου Ι. Ἀσδραχᾶ, Ἀθήνα 1957, σ. 33. καὶ τὴν ἐνσωμάτωσε στὴν ἀφήγησή του. Περισσότερες ἀμφιβολίες ἔχει κανεὶς γιὰ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ πλήθους τῶν λεπτομερειῶν μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Μέγκους διανθίζει τὰ περιστατικὰ ποὺ ἀφηγεῖται
. Ἐδῶ ὅμως εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ παρεμβαίνει καὶ ὁ ἐκδότης τοῦ βιβλίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀρκέστηκε στὴ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τοῦ κειμένου ποὺ εἶναι ἐξάλλου ὁρατὴ στὸν ἀναγνώστη (καλλιεργημένος λόγος, μεγάλες προτάσεις κλπ.) ἀλλὰ ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο καὶ στὴ συγγραφὴ τοῦ βιβλίου.
Σὲ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο, ὁ ἀμερικανὸς ἐκδότης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρκετὲς γνώσεις γιὰ τὴν ἀρχαία καὶ τὴν πρόσφατη ἑλληνικὴ ἱστορία στὶς σημειώσεις του, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ κείμενο, ὑπάρχουν παραπομπὲς στὸν Νέο Ἀνάχαρση, στὸ βιβλίο A picture of Greece in 1825 (1826) τῶν Emerson- Pecchio-Humphreys, στὸ An historical sketch of the Greek revolution (1828) τοῦ S. G. Howe, στὴν πρόσφατη τότε ἔκδοση τῆς ἀφήγησης τοῦ Stephanini (1829), κατηύθυνε μὲ τὶς ἐρωτήσεις του, ὅπως τὸ λέει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος, τὴ μνήμη τοῦ Μέγκους.
Τοῦ ζητᾶ νὰ θυμηθεῖ καὶ νὰ περιγράψει περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἀπὸ τὴ συμμετοχή του στὴν Ἐπανάσταση καὶ ὁ Μέγκους ἀπαντᾶ ἀνάλογα. Βασικὸς σκοπὸς τοῦ ἐκδότη εἶναι νὰ ἱκανοποιήσει τὶς περιέργειες τοῦ ἀμερικανικοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ: ἑνὸς κοινοῦ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ μάθει μὲ κάθε λεπτομέρεια ἀπὸ ἕναν αὐθεντικὸ μάρτυρα τῆς Ἐπανάστασης γιὰ τὰ ἡρωικὰ κατορθώματα ἑνὸς λαοῦ ποὺ κέρδισε μετὰ ἀπὸ πολύχρονους ἀγῶνες τὴν ἐλευθερία του, γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωή, τὶς συνήθειες καὶ τὰ ἤθη του.
Εἶναι ἐμφανές, λοιπόν, ὅτι ἡ ἀφήγηση του Μέγκους εἶναι ἕνα κείμενο σαφῶς διαμεσολαβημένο ὑπακούει δηλαδὴ σὲ μεγάλο βαθμὸ στὶς ζητήσεις τοῦ ἐκδότη. Ἡ διαμεσολάβηση εἶναι φανερὴ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα του κειμένου. Κατ ἀρχὴν ἡ ἀφήγηση δὲν ἔχει πάντοτε αὐστηρὴ συνοχὴ καὶ συνέχεια.
Ἀπαντώντας στὶς μᾶλλον ἀνακατωμένες ἐρωτήσεις τοῦ ἐκδότη ὅπως ἦταν φυσικὸ σὲ μιὰ προφορικὴ συνέντευξη, ὁ ἀφηγητὴς περνάει συχνὰ ἀπὸ τὸ ἕνα θέμα στὸ ἄλλο, ἐνῶ ἡ μνήμη του δὲν τὸν βοηθάει πάντα στὴν ἀκριβὴ ἀπόδοση γεγονότων καὶ χρονολογιῶν.
Στὸ ἐρωτηματολόγιο καὶ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἐκδότη θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ἀποδοθεῖ ἡ λεπτομερὴς ἀποτύπωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἡ προσπάθεια νὰ καλυφθοῦν μέσα ἀπὸ διηγήσεις τρίτων γεγονότα τῆς Ἐπανάστασης ποὺ δὲν εἶχε γνωρίσει ὁ Μέγκους, ὁ ἡρωικὸς τόνος στὴν περιγραφὴ τῶν μαχῶν, ἡ τάση ἐξωραϊσμοῦ προσώπων καὶ καταστάσεων, καθὼς καὶ ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς ἀφήγησης μὲ ἀνεκδοτολογικὰ στοιχεῖα.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι μιὰ σειρὰ «μικρῶν ἱστοριῶν» ποὺ διαλέγει νὰ ἀφηγηθεῖ ὁ Μέγκους στὸ τελευταῖο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 291 κ.ἑ.), ἔτσι ὥστε «νὰ ἀποκτήσει ὁ ἀναγνώστης μιὰ κατατοπιστικὴ εἰκόνα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κοινωνικὴ κατάσταση τῆς Σμύρνης». Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Μέγκους ἦταν σὲ θέση νὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα τοῦ ἐκδότη. Εἶναι ἀμφίβολο ὅμως ἂν θὰ τὸ ἔκανε ἀπὸ μόνος του.
Εἶναι πολὺ πιθανὸ ἐπίσης σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῆς ἀφήγησης νὰ παρεμβαίνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἐκδότης, μὲ γνώμονα πάντα τὶς περιέργειες ἀλλὰ καὶ τὴ διευκόλυνση τοῦ μέσου ἀναγνώστη. Στὸν ἐκδότη φαίνεται νὰ ἀνήκουν, πάντως, οἱ συχνοὶ συσχετισμοὶ τῆς ἑλληνικῆς μὲ τὴν ἀμερικανικὴ πραγματικότητα, ὁ ὑπολογισμὸς τῶν τιμῶν, μισθῶν κλπ. σὲ δολλάρια, ἐνδεχομένως κάποιες ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, καθὼς καὶ μιὰ προτεσταντικὴ θρησκευτικότητα καὶ ἠθικὴ ποὺ διατρέχει τὴν ἀφήγηση τὴν ὁποία πάντως θὰ ἀποδεχόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μέγκους, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν μισσιοναρίων.
Γιὰ παράδειγμα, συχνὲς εἶναι οἱ ἀναφορὲς καὶ οἱ παραπομπὲς στὴ Βίβλο, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Ψαλμοὺς (στὸν στόλο τοῦ Μιαούλη, πρὶν ἀπὸ τὸ πρωινὸ φαγητό, ἕνας γέροντας διαβάζει τὸ 25ο ἐδάφιο τοῦ 22ου Ψαλμοῦ, ποὺ ἂν καὶ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, λέει ὁ Μέγκους, «εἶμαι βέβαιος, κανένας ἀπὸ μᾶς δὲ δυσκολεύτηκε νὰ τὸν καταλάβει», σ. 162) οἱ ναῦτες τοῦ Μιαούλη ποὺ ἔχουν ἡλικία κάτω τῶν ἐτῶν δὲν πίνουν κρασί οἱ ἀμερικανοὶ ἱεραπόστολοι ἀντιμετωπίζονται μὲ συμπάθεια καὶ χωρὶς προκατάληψη ἀπὸ μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Σμύρνης (ποὺ εἶναι ἀλήθεια γιὰ τὴν περίοδο στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ βιβλίο) κλπ.
Ἡ διαμεσολάβηση καὶ οἱ παρεμβάσεις τοῦ ἀμερικανοῦ ἐκδότη ἀσφαλῶς στρογγυλεύουν τὴν ἀφήγηση τοῦ Πέτρου Μέγκους. Χάρη στὸν ἐκδότη, ὅμως, ἔχουμε στὴ διάθεσή μας ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος δὲν θὰ τὸ ἔγραφε (καὶ πάντως ὄχι ἔτσι), καθὼς ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς προτεραιότητες ἑνὸς νέου ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ Σμύρνη σὲ μιὰ μακρινὴ καὶ ἄγνωστη χώρα, δὲν γνώριζε ἀκόμη τὴ γλώσσα της καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιλύσει βασικὰ βιοποριστικὰ προβλήματα.
Ἀλλὰ κάπως ἔτσι γράφονται αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἀπομνημονεύματα. Παρὰ ταῦτα, τὸ πλῆθος τῶν ἑλληνικῶν λέξεων καὶ ἐκφράσεων, οἱ παροιμίες καὶ τὰ τραγούδια, ποὺ διατήρησε ὁ ἐκδότης ὡς δεῖγμα αὐθεντικότητας, ἀποκαλύπτουν κάτι ἀπὸ τὴ ζωντάνια τοῦ προφορικοῦ λόγου τοῦ Μέγκους, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἀφήγησή του μᾶς προσφέρει ἕνα πλούσιο πληροφοριακὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ τὴν καθημερινότητα τῆς ἐποχῆς.
Εἰδικὰ γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, τὸ βιβλίο ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουμε ἀπὸ ἄλλα σχετικὰ ἔργα φιλελλήνων, ὅπως τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ M. Raybaud (Mémoires sur la Grèce, ), τὸ Τάγμα τῶν Φιλελλήνων τοῦ J. D. Elster (Das Bataillon der Philhelenen, 1828), ποὺ μεταφράστηκε πρόσφατα στὰ ἑλληνικά, τὰ Ἡμερολόγια τοῦ S. G. Howe.
Τελικά, τὸ βιβλίο, ἐκδεδομένο τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους, ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ φιλελληνισμοῦ ποὺ εἶχε ἐκθρέψει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο καὶ τὸν ὁποῖο ὁ συγγραφέας καὶ ἰδίως ὁ ἐκδότης προσπαθοῦν να συντηρήσουν στὶς νέες πολιτικὲς συνθῆκες ποὺ εἶχαν διαμορφωθεῖ τὸ 1830, μὲ τὸ ἑλληνικὸ πρόβλημα νὰ προκαλεῖ «τόσους πολλοὺς διαξιφισμοὺς» καὶ τὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες νὰ ἀρνοῦνται στοὺς Ἕλληνες τὴ δυνατότητα «νὰ κυβερνήσουν οἱ ἴδιοι τοὺς ἑαυτούς τους» (σ. 303).
Ἡ μετάφραση τοῦ βιβλίου, καμωμένη ἀπὸ τὸν Βαγγέλη Κούταλη, βοηθάει πολὺ στὴν ἀπόδοση τῆς ρέουσας γλώσσας τοῦ πρωτοτύπου. Ὑπάρχει ὅμως ἐνίοτε μιὰ προσκόλληση στὸ κείμενο, ἰδιαίτερα στὴν ἀπόδοση ὁρισμένων τοπωνυμίων. Γιὰ παράδειγμα, τὸ Napoli ἢ Napoli di Romania ἀποδίδεται στὸ κείμενο ὡς Νάπολη ἢ Νάπολη ντὶ Ρομάνια ἀντὶ Ναύπλιο, τὸ Candia Κάνδια ἀντὶ Κρήτη, τὸ Candiotes Κανδιώτες ἀντὶ Κρητικοὶ κλπ.
Ἡ ἔκδοση συνοδεύεται μὲ χρήσιμα στὸν ἀναγνώστη πραγματολογικὰ καὶ διευκρινιστικὰ σχόλια ἐπισημαίνονται οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις ποὺ ἐμφανίζονται ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο, διορθώνονται λάθη στὶς χρονολογίες κλπ. Χρήσιμος θὰ ἦταν, πάντως, ἕνας κατατοπιστικὸς πρόλογος γιὰ τὸ βιβλίο καὶ τὸν συγγραφέα του (ὑπάρχει μόνο ἕνα σύντομο σημείωμα στὸ αὐτὶ τοῦ ἐξωφύλλου καὶ κάποιες ἀναφορὲς στὰ σχόλια).
Τὸ βιβλίο, καλοτυπωμένο καὶ φιλικὸ στὸν ἀναγνώστη, ἀποτελεῖ μιὰ καλὴ καὶ εὐπρόσδεκτη συνεισφορὰ στὴ νεότερη ἑλληνικὴ ἱστορία, καὶ αὐτὸ τὸ χρωστᾶμε τόσο στὸν μεταφραστὴ καὶ τοὺς ἄλλους ἐπιμελητές τοῦ βιβλίου ὅσο καὶ στὸν γιαννιώτικο ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἰσνάφι» ποὺ ἀνέλαβε τὸ βάρος τῆς ἔκδοσης.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΠΑΣ
6 Ἀναφέ 5. Episcopal Watchman, τ. 2, ἀρ. 19, Hartford, 26 Ἰουλίου 1828, σ Stephen A. Larrabee, Hellas Observed. The American Experience of Greece , Νέα Ὑόρκη 1957, σ (πβ. Ἑλλὰς Πῶς τὴν εἶδαν οἱ Ἀμερικανοί, μετάφρ. Νινίλας Παπαγιάννη, Ἀθήνα, Φέξης, χ.χ., σ. 267). Βλ. καὶ The Greek exile, or a narrative of the captivity and escape of Christophorus Plato Castanis, during the massacre on the island of Scio, by the Turks, Philadelphia 1851, σ. 135, ὅπου μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων δασκάλων στὸ ρεται ἐπίσης ὡς δάσκαλος καλλιγραφίας σὲ ἕνα σχολεῖο τοῦ Farmington 7.
7. Farmington, Connecticut, The Village of Beautiful homes, Farmington, Connecticut 1906, σ St. Larrabee, ὅ.π., σ Turkish barbarity: An affecting narrative of the unparalleled sufferings of Mrs. Sophia Mazro, a Greek lady of Missolonghi Taken from her own mouth, and translated by Mr. Kelch, the Greek agent in London, Providence [1828]. 10. The personal narrative of the sufferings of J. Stephanini (Ι. Στεφανινις) a native of Arta, in Greece: including Accounts of the capture of Patras, Nέα Ὑόρκη Ὑπάρχει καὶ ἄλλη ἔκδοση τὴν ἴδια χρονιὰ μὲ τὸν τίτλο The narrative of J. Stephanini, a native of Arta, in Greece: Published with
Σμύρνης Γρηγορίου καὶ τῶν δημογερόντων. Ν. Κ. Χ. Kωστῆς, Σμυρναϊκὰ Ἀνάλεκτα, Ἀθήνα 1906, σ Ὄλγα Κατσιαρδῆ-Hering, Ἡ ἑλληνικὴ παροικία τῆς Τεργέστης ( ), τ. Β, Ἀθήνα 1986, σ. 424, , 588 κ.ἀ. 4. J. Brewer, A Residence at Constantinople in the 1827, New Haven 1830, σ. 351, πβ. σ. 164.