Τα γερμανικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: η στάση της γερμανικής πολιτικής και του Γερμανικού Τύπου απέναντι στη Μικρασιατική καταστροφή
Του Διονύσιου Κουσκούλη, Ανακοίνωση στο συνέδριο: Ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, 2023
Οι θέσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στην Εγγύς Ανατολή ήταν πολύ ισχυρές. Κάτω από τα συνθήματα «Η Γερμανία υπεράνω όλων» και «Δρόμος προς την Ανατολή», οι Γερμανοί επιδίωξαν στις αρχές του αιώνα την αποικιακή επέκταση.
Η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πραγματοποιείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς από τα τέλη του 19ου αιώνα, Οι ισχυρές θέσεις της Deutsche Bank στην οθωμανική οικονομία, η αποφασιστική συμμετοχή της σε άλλες τράπεζες, όπως στην Turkish Petroleum, η χρηματοδότηση από την πλευρά της του σιδηροδρομικού άξονα της Βαγδάτης, η μεγάλη δραστηριότητα του μονοπωλίου Krupp στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρωμίου της δυτικής Μικράς Ασίας έδειχναν τις επεκτατικές διαθέσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολή. Στην ουσία όλη η πετρελαιοφόρα περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεφτε στα χέρια των γερμανικών μονοπωλίων. Ακόμα, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία κατείχε μια από τις πρώτες θέσεις στο εξωτερικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Γερμανία ήταν η Μεγάλη Δύναμη, η σανίδα σωτηρίας της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα συνέκλιναν, ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα, περίοδο που οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις συνέκλιναν προς τον διαμελισμό της. Η εξωτερική πολιτική του Γερμανού Καγκελάριου, Otto von Bismarck (1815-1898), μιας χαρισματικής προσωπικότητας, στόχευε την ισορροπία μέσω πολύπλοκων συμμαχιών στην Ευρώπη, πάντα σε όφελος της Γερμανίας.
Η νίκη της χώρας του έναντι της Γαλλίας το 1871, η σύσταση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Γερμανία) και η αφαίρεση των γαλλικών επαρχιών της Αλσατίας και Λωρραίνης, είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα στις σχέσεις των δύο χωρών. Για το λόγο αυτό, η εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, αλλά και κάθε πτυχή του καθημερινού βίου των πολιτών της, διέπονταν από το πνεύμα της Revanche, της ανταπόδοσης, που με τα όπλα θα αποκαθιστούσαν τα κεκτημένα από τους Γερμανούς αντιπάλους τους.
Η γερμανική εμπορική και βιομηχανική τάξη της Γερμανίας όμως, ποθούσε την εμπορική επέκταση της με κάθε κόστος και σε παγκόσμιο επίπεδο, υπό την διπλωματική σκέπη και όπου αυτό ήταν αναγκαίο, την στρατιωτική προστασία του κράτους. Στους στόχους αυτούς, συναινούσε ο αυτοκράτορας (Κάιζερ) της Γερμανίας Wilhelm II (1859-1941), ο οποίος εμφορούμενος από τις θεωρίες του Παγγερμανισμού, απέπεμψε τον Bismark από την εξουσία στις αρχές του 1890, προκειμένου να βάλει σε εφαρμογή τα μεγαλεπήβολα σχέδια του, για την ανάδειξη της Γερμανίας σε κυρίαρχη χώρα στην Υφήλιο.
Πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσε η αύξηση του στρατού και του στόλου της Γερμανίας και η αναζήτηση και κατάκτηση εν συνεχεία, χωρών που θα μετατρέπονταν σε αποικίες και θα αποτελούσαν τόπους εξασφάλισης πρώτων υλών, αλλά και κερδοφόρων αγορών που θα προωθούνταν τα προϊόντα της γερμανικής εξελιγμένης βιομηχανίας.
Η κατάκτηση μπορούσε να είναι και οικονομικής φύσεως, σε χώρες με αδύναμα πολιτικά καθεστώτα ή υπό δημοσιονομική κατάρρευση, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην τέλη του 19ου αιώνα. Αν και η τελευταία αποτελούσε πεδίο γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων Άγγλων, Γάλλων και ταλών, η γερμανική διείσδυση σε αυτή επιχείρησε να τους παραγκωνίσει στην Ανατολή, με μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη προσέγγιση των Οθωμανών σε πολιτικό, κοινωνικό και κρατικό επίπεδο.
Σε ένα μεγάλο βαθμό ο στόχος αυτός επετεύχθη, αφού ελάχιστα μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Αύγουστος 1913) όπου τα Οθωμανικά εδάφη ακρωτηριάστηκαν, υπογράφτηκε η γερμανοτουρκική Συμφωνία της 27ης Νοεμβρίου του 1913. Με την διμερή αυτή Συμφωνία, αποστάλθηκε από την Γερμανία, ο Στρατηγός Otto Liman von Sanders (1815-1945) επικεφαλής 50 αξιωματικών που θα επόπτευαν τις οθωμανικές Ένοπλες Δυνάμεις, τα οχυρωματικά έργα αλλά και τις σιδηροδρομικές υποδομές σε όλο το οθωμανικό κράτος.
Μεταξύ άλλων, στα καθήκοντα του Sanders ανατέθηκε η διοίκηση του 1ου Σώματος Στρατού που ήταν υπεύθυνο για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο ίδιος συνέβαλλε τα μέγιστα μετέπειτα στην άμυνα των Δαρδανελλίων (1915-16) εναντίον των Αγγλογάλων κατά την διάρκεια του Α΄ Π.Π. Οι υπόλοιποι επιτελείς αξιωματικοί της Αποστολής, ανέλαβαν θέσεις κλειδιά στο οθωμανικό στράτευμα συντελώντας στον εκγερμανισμό του. Η ένταξη των συγκεκριμένων Επιτελών στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ούτε λίγο ούτε πολύ, ως ένταξη των Οθωμανών Ενόπλων Δυνάμεων στις γερμανικές, καθώς Γερμανοί αξιωματικοί απέκτησαν και την ηγεσία του Οθωμανικού Ναυτικού ελάχιστα αργότερα.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μια περίοδο, όπου όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής αποσκοπούσαν να αποκομίσουν οφέλη από την αδυναμία της να διαχειριστεί την κραταιά θέση που κατείχε τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Η κυριαρχία στο ασιατικό έδαφος της αυτοκρατορίας αποτελούσε διακαή πόθο των Δυνάμεων, οι οποίες χρησιμοποιώντας την οδό της «ειρηνικής διείσδυσης» (friedliche Durchdringung) επιχειρούσαν να καταστούν επικεφαλής στην κούρσα των συμφερόντων της περιοχής.
Η μέθοδος αυτή, η οποία αποτελεί μια μορφή αποικιακής εκστρατείας, προέβλεπε την υποδούλωση ξένων λαών όχι με τη χρήση όπλων και την ανακήρυξη καθεστώτος αποικισμού, αλλά τη χρήση έμμεσων τρόπων εξάρτησης οι οποίοι επέτρεπαν μεν την ύπαρξη του κράτους ως οντότητα, αλλά για την επίτευξη αυτού έπρεπε το κράτος να παραχωρήσει σημαντικό μέρος της οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής του κυριαρχίας στον νέο παράγοντα. Κατά τον καθηγητή Rathmann, η μορφή αυτή αποικισμού δεν ακολουθήθηκε ως η κύρια μέθοδος από την πλευρά της Γερμανίας, τουλάχιστον στο αρχικό επίπεδο ενδιαφέροντος για τη Μικρά Ασία.
Προτιμήθηκε να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περιπτώσεις όπου ο ανταγωνισμός με άλλη Δύναμη ήταν τόσο σκληρός, ώστε άλλη λύση θα έβλαπτε τα γερμανικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να λησμονηθεί πως η αρχική συζήτηση στη Γερμανία περί αποικισμού της Μικράς Ασίας, προέβλεπε την δημιουργία αποικιών στο έδαφος.
Αξίζει να γίνει στο σημείο αυτό αναφορά σε μερικούς συνδέσμους και αντίστοιχες οργανώσεις, οι οποίες ανέλαβαν τον ρόλο της προώθησης των γερμανικών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων στην Ανατολή: 1) Deutscher
Wirtschaftsverband für den Balkan und den Orient : δρύθηκε την 21η ουλίου του 1911 στη Δρέσδη από τα σπλάχνα του Γερμανικού Συλλόγου για την Οικονομική Επέκταση και είχε σκοπό την επικουρία της επέκτασης των οικονομικών συμφερόντων του γερμανικού λαού εκτός Γερμανίας. 2) Deutscher Balkanverein: δρύθηκε στα 1913 και στόχος του ήταν να προωθήσει το εμπόριο και τη βιομηχανία της Γερμανίας στον βαλκανικό χώρο, ο οποίος πρόσφατα είχε πληγεί από τη λαίλαπα των βαλκανικών πολέμων και στον οποίο η Γερμανία φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει οικονομικά φτάνοντας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η συμμετοχή του διευθυντή του εφοπλιστικού ομίλου Deutsche Levante- Linie, von Jakobs, στο προεδρείο του συλλόγου. 3) Deutsches Orient-Handels-Syndikat: δρυθέν κατά το έτος 1907 και υπό την αιγίδα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών193 διατηρούσε πρακτορεία στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη καθώς και παραρτήματα στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη και στην Αδριανούπολη. Στην ιδεολογική βάση του συνδέσμου κυριαρχούσε η άποψη περί της ορθότητας της επιλογής της Ανατολής ως επεκτατικός χώρος για το γερμανικό εμπόριο και η βεβαιότητα της εξασφάλισης ενός σίγουρου εμπορικού δρόμου προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω της Βαλκανικής.
Στην γερμανική προσπάθεια επιστρατεύτηκαν ακόμα και ρωμαιοκαθολικοί ιεραπόστολοι από την Βαυαρία, γιατροί, αλλά δάσκαλοι προκειμένου να εδραιωθεί η γερμανική παρουσία μέσω δομών που παρείχαν σταθερότητα, ενώ με την εκμάθηση της γερμανικής δίνονταν και χρηματική αμοιβή. Ο μεγάλος γεωργικός πληθυσμός της περιοχής πέριξ των σιδηροδρομικών γραμμών υπό τα γερμανικά συμφέροντα, με σύγχρονα αρδευτικά έργα, μπορούσε, και ως ένα βαθμό έγινε πραγματικότητα, να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή βαμβακιού αλλά και δημητριακών, το βασικό είδος διατροφής των Ευρωπαίων.
Στην ιμπεριαλιστική αυτή προσπάθεια, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη και η γερμανική κοινωνία, αφού την ίδια εποχή εμφανιστήκαν όροι διπλωματίας στην γερμανική βιβλιογραφία αλλά και τον τύπο, που προέτρεπαν σε ενέργειες για την άνοδο της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Γίγνεσθαι, όπως «παγκόσμια πολιτική και παγκόσμια δύναμη» (Weltpolitik und Weltmacht) αλλά και «παγκόσμια ισχύς και παγκόσμια θέση».
Τα ιμπεριαλιστικά αυτά κινήματα, είχαν ως κοινή συνιστώσα τον πολιτιστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος που θα μπορούσε να οδηγήσει και στην δημιουργία αποικιών, στην περίπτωση διαμελισμού της Οθωμανικής επικράτειας. Οι ενέργειες σημαντικών παραγόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος των Γερμανών όπως οι τράπεζες Deutshe Bank και Viner Bank Ferain ή οι αθρόες εισαγωγές πολεμικού υλικού από την βιομηχανία Krupp προς την Ανατολή, κινήθηκαν προς αυτήν κατεύθυνση.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως τα συμφέροντα Γερμανών ιδιωτών και γερμανικών τραπεζών στόχευαν στην απομύζηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως επίσης και στη σταδιακή απορρόφηση οθωμανικών επιχειρήσεων και γαιών ιδιαίτερα στα μικρασιατικά παράλια, πολλές από τις οποίες ανήκαν σε εύπορες ελληνικές οικογένειες ανάμεσα σε αυτές και μερικές που έδρευαν στη Σμύρνη και συγκεκριμένα στις συνοικίες του Φραγκομαχαλά, του Quai(Και), του Μπουρνόβα κ.α.
Εμπνευστής του σχεδίου ήταν ο Γερμανός Όθων Λίμαν φον Σάντερς, ο οποίος θέλησε να δει με τα ίδια του τα μάτια το αποτέλεσμα του “εμπνευσμένου” σχεδίου του. Πρώτος σταθμός της περιοδείας του υπήρξε η Σμύρνη και κατόπιν οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας. Ο Σάντερς όμως διαπίστωσε ότι είχαν παραμείνει τόσο στις πόλεις όσο και διασκορπισμένοι στα δάση, αρκετές χιλιάδες χριστιανοί, Έλληνες και Αρμένιοι. Αγανακτισμένος για την αποτυχία του εγχειρήματός του είπε: “Αυτός ο πληθυσμός, σε ενδεχόμενη εκστρατεία της Ελλάδας, μπορεί, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να οπλιστεί και να χρησιμοποιηθεί σαν στρατός μάχης. Συνεπώς, επιβάλλεται να συμπληρωθεί το έργο του διωγμού”.
Με τη συνεργασία των Κεφαλικών δυνάμεων και των των Τσετών, συνέχισαν να τρομοκρατούν τους χριστιανούς. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί, έβαλαν σ’ εφαρμογή τη δεύτερη πράξη του σχεδίου: λεηλασία και αρπαγή των περιουσιών των πληθυσμών αυτών, κατά το οποίο, μικρά και μεγάλα καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, θα περιέρχονταν στην κατοχή τους. Στο σημείο αυτό, μπήκε στο ύπουλο ανθελληνικό παιχνίδι και η Γερμανική κρατική τράπεζα Deutsche Bank). Η Deutsche Bank χρηματοδοτούσε όποιο Γερμανό επιθυμούσε να επενδύσει στα Ελληνικά ακίνητα σ ’ολόκληρη την Τουρκική επικράτεια. άρχισε να κινείται μέσα στα πλαίσια της μεθόδου αυτής και να
Επίσης, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής αρκετοί εύποροι Έλληνες της Σμύρνης αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες ήλπιζαν να φυγαδευτούν από ξένους ανάμεσα σε αυτούς και Γερμανοί προσφέροντας τους σημαντικά ποσά ή παραχωρώντας μέρος από τις περιουσίες τους ή ακόμα και το σύνολο. Για αυτό, μετά τον ξεριζωμό στη Σμύρνη παρατηρείται το φαινόμενο: πρώην ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως καταστήματα ρούχων, μπακάλικα, καφενεία, αρτοποιίες κ.α. να φέρουν πλέον γερμανικά ονόματα.
Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Γερμανοί, έγιναν κάτοχοι εκατοντάδων καταστημάτων στις ελληνικές συνοικίες του Πέρα και του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης και του Φραγκομαχαλά της Σμύρνης. Τέλος, να σημειωθεί πως η παραπάνω τακτική από πλευράς Γερμανών εφαρμόστηκε και σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της Μικράς Ασίας.
Τελειώνοντας, μέρος της παρούσας μελέτης περιλαμβάνει την αξιοποίηση του γερμανικού Τύπου της εποχής. Εφημερίδες εκείνης της εποχής, όπως οι Vorwärts, Kölnische Zeitung, Deutsche allgemeine Zeitung και Badische Presse, όλες τους φιλοκυβερνητικές, αναφέρονται είτε με ουδετερότητα είτε ακόμα και με κυνισμό για την Μικρασιατική Καταστροφή παραβλέποντας τη δίνη και τον πόνο του ξεριζωμού, όπως τον υπέστησαν χιλιάδες Έλληνες της Σμύρνης.
Συγκεκριμένα, η Deutsche allgemeine Zeitung αναφέρει στις 3 Σεπτεμβρίου 1922 πως η κεμαλική πολιτική επιτέλους επέτυχε την βασική εθνοπολιτική της επιδιώξη που ήταν ο αφελληνισμός της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης, γεγονός που θα συνέβαλλε στην επέκταση του γερμανικού κεφαλαίου. Μόνο η εφημερίδα Sozialdemokrat όντας σοσιαλιστικών πεποιθήσεων κατήγγειλε, όπως εξάλλου έκανε και στο παρελθόν, την διεύρυνση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ανατολή εις βάρος άλλων, όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι.
Κατά τα άλλα, από τις παραπάνω εφημερίδες με εξαίρεση την σοσιαλδημοκρατική αμέλησαν να αναφερθούν στην ανθρωπολογική καταστροφή συντελέστηκε από τις 31 Αυγούστου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη, όπως επίσης και στο μεγάλο κύμα προσφύγων που ήδη από το 1922 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρογονική του γη η οποία είχε κληροδοτηθεί από πάππου προς πάππου για 100 και παραπάνω χρόνια.
Συμπερασματικά, Η γερμανική παρουσία στη Μικρά Ασία, που έφτασε στο απόκορύφωμά της στα χρόνια του Kaiser Wilhelm II, κατέληξε με το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου στην πλήρη αποτυχία των αρχικών της στόχων και με συνέπειες ολέθριες τόσο για την κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και για ένα ζωτικό τμήμα της, τον Ελληνισμό. Η άσκηση επιρροής στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας από τη Γερμανία, έφτασε στο απόγειό της την εποχή, κατά την οποία ο Wangenheim ήταν πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην εποχή του Bismarck κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτοσκοπός.
Προσανατολισμός του Bismarck ήταν η εδραίωση της οικονομικής κυριαρχίας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας σε όλη την περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και κατ’ επέκταση και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η άσκηση επιρροής στην πολιτική σκηνή της ανατολικής αυτοκρατορίας δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τους Γερμανούς πολιτικούς μέχρι τη στιγμή της ανόδου του Wilhelm II στον γερμανικό θρόνο στα 1888, περίοδο κατά την οποία θεωρήθηκε ότι ήταν προς το συμφέρον της Γερμανίας τα οικονομικά συμφέροντα να γίνουν αλληλένδετα με την πολιτική επιρροή και εκφράστηκε έντονα από τον πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Marschall (1897-1912). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα από την συνεργασία της γερμανικής πρεσβείας (Wangenheim) και της στρατιωτικής αποστολής (Liman), σύρθηκε στον καταστροφικό Ά Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ολοκληρωτική κυριαρχία που επεδίωκε να πετύχει η Γερμανία στην Τουρκία μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την δημιουργία των κατάλληλων πολιτισμικών θυλάκων στην περιοχή. Για τον λόγο αυτό, η Γερμανία προσανατολίστηκε να πάρει τον έλεγχο σε νευραλγικές θέσεις της δημόσιας διοίκησης και προπαντός να έχει πλήρη επιρροή στον τουρκικό τύπο. Τα αποτελέσματα για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας από την παρουσία της Γερμανίας στην τελευταία ήταν δραματικά.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα το γερμανικό κεφάλαιο είχε θέσει ως στόχο του την απόκτηση της οικονομικής και εμπορικής δύναμης του ακμάζοντος Ελληνισμού της περιοχής και το πέτυχε σε σημαντικό βαθμό μέσω της επιθετικής του οικονομικής διείσδυσης στην Ανατολή. Η οικονομική καταστροφή ήταν μεν μεγάλης σημασίας, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ξεριζωμό μεγάλου μέρους του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα που διαμόρφωσε η επανάσταση των Νεότουρκων αποτέλεσε μια βολική περίσταση ώστε να εκδηλωθεί το γερμανικό μένος εις βάρος μιας φυλής με ισχυρή παρουσία αιώνων στην περιοχή.
Η ανοχή, η ηθική αυτουργία και η συνενοχή των Γερμανών στο έγκλημα εις βάρος του Ελληνισμού, επιβεβαιώνεται από τα ντοκουμέντα, επίσημα έγγραφα και μαρτυρίες, που έφερε στο φως η έρευνα επιστημόνων που ασχολήθηκαν διεξοδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Οι αδικαιολόγητες εκτοπίσεις πληθυσμών ήταν προϊόν γερμανικού σχεδιασμού και νεοτουρκικής εκτέλεσης. Οι εκτοπίσειςοδήγησαν σε πορείες δίχως επίγειο προορισμό, ήταν τελικά πορείες θανάτου.
academia.edu