O Γάμος στην Ερυθραία
Η νύφη, μετά τα στεφανώματα, πάταγε ένα σίδερο στο σπίτι του γαμπρού για να είναι γερή. Βουτούσε το δάχτυλό της σε φλιτζανάκι με μέλι και έκανε τρεις σταυρούς στην πόρτα, ώστε με τη βοήθεια της Παναγιάς η ζωή να είναι γλυκιά.
Νυφικό φαγητό ήταν το κεσκέκι. Μούσκευαν στάρι στο καζάνι, το έβγαζαν, το άπλωναν κάτω σε καθαρό σεντόνι ή το έριχναν σε πέτρινο γουδί και με ξύλινους κόπανους (τοκμάκια), το χτυπούσαν, ώσπου να ξεφλουδίσει, να μείνει άσπρο. Έπειτα το έβραζαν σε καζάνια με βοδινό κρέας για πολλές ώρες και αυτό έλιωνε και χύλωνε. Στάρι και κρέας γίνονταν ένα εξαιρετικά νόστιμο και χορταστικό έδεσμα.
Σαν ήτανε μια κοπέλα να παντρευτεί, γίνονταν τα προξενιά. Πήγαιναν και τη ζητούσαν από τους δικούς της. Όσες είχαν κτήματα και καλά, έπαιρναν από τους γονιούς τους. Οι πιο πολλές είχαν μονάχα τα νιάτα τους και την προκοπή τους.
Την παραμονή του γάμου έβαζαν γαρίφαλα στο νερό. Με κείνο το νερό που μοσχοβόλαγε πασάλειβαν τη νύφη και έπλεναν και τα μαλλιά της… Όσο πιο πολλά μαλλιά είχε, τόσο πιο πολλά κοτσίδια τής έπλεκαν κι έπιαναν από το ένα αφτί, έφερναν βόλτα στο κεφάλι και τέλευαν στο άλλο αφτί. Έτσι, όπως ακριβώς χτενίζονταν και οι Τουρκάλες. Την παραμονή έκαναν το λουτρό τους και καθάριζαν το σώμα τους από το περιττό τρίχωμα.
Τις κάθιζαν στην άκρη του τζακιού, το πρόσωπό τους κατάμεσα και τους λέγαν πολύ συγκινητικά τραγούδια, του χωρισμού, για να λυπούνται. Μια «καθώς πρέπει» νύφη έπρεπε να κλαίει. Ήταν όμως και άκαρδη και δεν έκλαιγε. Την σπρώχναν, την τσιμπούσαν μουλωχτά για να την παρακινήσουν να κλάψει –«κλάψε, μωρή!» Το ’χαν για προσβολή, σαν δεν έκλαιγε.
Την ίδια μέρα της στεφάνωσης, έρχονταν οι γυναίκες από το μέρος του γαμπρού, μάνα, θείες, αδερφές, και ντύναν τη νύφη. Της φορούσαν βαριά μεταξωτά, κόκκινα ρούχα, κεντημένα, και δυο κόκκινα μαντήλια με πούλιες στο κεφάλι. Οι πολύ φτωχιές, οι κακομοίρες, έπαιρναν δανεικά από άλλες νύφες.
Σαν έρχονταν ο πεθερός στο σπίτι της, έλεγε τρεις φορές «ήρθα να πάρω τη νύφη». Στην τρίτη τού άνοιγε μια φτωχιά που παράστεκε στο γάμο και της έδινε μπαξίς και έμπαινε.
Την ώρα που η νύφη κινούσε να φύγει από το σπίτι του πατέρα της, γινόταν σαν θρήνος, ξεφώνιζαν όλοι και ήταν πολύ συγκινητικό. Η κόρη έσκυβε και φιλούσε τα πόδια του κυρού της κι εκείνος έβγαζε από πάνω του το ζωνάρι του, το ’φερνε τρεις φορές στης κόρης του το κορμί κι εύχονταν να μην ξεμακρύνει, να κρατά τις συνήθειες του σπιτιού του πατέρα της και να στερεωθεί σαν το δικό του σπίτι και να ’ναι καλορίζικη. Ύστερα την ανέβαζαν σ’ ένα άλογο και ήταν η νύφη ένα φόρτωμα κόκκινα ρούχα! Στην πόρτα του γαμπρού είχαν δεμένες κλωστές, από τη μια άκρη στην άλλη, και η νύφη σαν έμπαινε, τις έσπαγε.
Ύστερα από το στεφάνωμα, η νύφη κάθονταν και πήγαιναν όλοι οι καλεσμένοι και τη φιλούσαν και της έδιναν, ανάλογα με τα πλούτη του ο καθένας, χρήματα και ξεφώνιζαν για να ακούει όλο το χωριό: «αυτό το μετζίτι το δίνει ο θείος Νικολής», «αυτό το φλουρί το δίνει ο τάδε».
Για να γλεντούνε, έπαιρναν -όπως έκαναν οι Τούρκοι στους γάμους τους- στάχτη, τη ζύμωναν με πετρέλαιο, έκαναν μασάλες στρογγυλές (πυρσούς). Τις ακουμπούσαν στα γύρω γύρω πεζούλια, τις άναβαν το βράδυ και φωτούσαν ωραία.
Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν με βιολιά και λαούτα.
Είχαν τη συνήθεια ν’ απλώνουν τα προικιά να τα βλέπουν όλοι, από σεντόνι μέχρι μαντηλάκια. Έδεναν σκοινιά και τα κρέμαγαν. Το σπίτι κατασκοτείνιαζε κι έμπαιναν και έβγαιναν όλοι.
Μαρτυρία Αγγελικής Χρύση, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Η νυφική φορεσιά στο Γενίλιμάνι
Η νύφη φορούσε φόρεμα από φουλάρι, σαλβάρι με μπατζάκι, έπεφτε φαρδύ. Από πάνω το μεσοφόρι, κολαρισμένο, άσπρο με τις νταντέλες. Η φούστα κι από πάνω το μπλουζάκι από μεταξωτό γιά βελούδο, κατά την εποχή. Ήταν ραμμένο σαν μπολερό, με χρυσά κεντημένο στο λαιμό, στο μανίκι ως κάτω στο στήθος. Τα χρυσά κεντήματα τα ’χαμε φυλαγμένα κάθε νοικοκυρά κι ως τα τελευταία χρόνια δεν είχαν χαλάσει καθόλου. Τον χειμώνα φορούσαν από πάνω ζακέτες, που τις ράβαν οι μοδίστρες ή μπουχουρένιους μποξάδες με κρόσσια ή με μπουρντούρα, ροδιά, άσπρη, όμοια με το φόρεμα. Τις ζακέτες πολλές νύφες και πλούσιες κυράδες τις φοδράριζαν με γούνες.
Στο κεφάλι φορούσαν σκέπασμα με κεντημένες πούλιες, κόκκινες, πράσινες, και κρόσσια γύρω γύρω.
Τα στέφανα τα ’φερναν από τη Σμύρνη, τη Χίο. Μερικές τα φτιάναν από κληματόβεργα. Την τύλιγαν με χαρτί ή μπρίλα (χρυσή κορδέλα). Της μητέρας μου ήταν φερμένα από τη Χίο. Σαν ασπρίζαμε το σπίτι και κατεβάζαμε τη στεφανοθήκη της, τα έβλεπα σαν αληθινά τριανταφυλλάκια και τους έκανα κόρτε.
Τα καθημερινά ρούχα ήταν έτοιμα, υφαντά, μπουχούρια, κασμίρια, τσόχες, μπαρέζια (λουλουδάτα).
Οι άντρες στο κεφάλι φορούσαν σκούφο ή φέσι. Οι γυναίκες μαντήλι, φακιόλι, σκέπη με ογιάδες, πετουλάκι (δαντέλα) πλεγμένο με μετάξι. Οι άντρες στο γάμο τους φορούσαν βράκες, όπως τον άλλο καιρό, ή πολλοί πανταλόνια. Και στο ίδιο σχέδιο, άσπρα μακριά σώβρακα. Αν ήταν γεωργοί, φορούσαν φανέλα, πουκάμισο, γιλέκο, χωρίς γραβάτα. Οι άλλοι φορούσαν πανταλόνια και γραβάτα. Την ώρα του γάμου, τα παλιά χρόνια, τους βάζαν στο στήθος γαρουφαλάκι με μπλίρα, του γαμπρού και των ξαδερφιών του.
Μαρτυρία Ειρήνης Αγγελικοπούλου, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Από το βιβλίο του Ανδρέα Μπαλτά Τα Καράμπουρνα της Μικρασιατικής Ερυθραίας, εκδ. Μπαλτά, 2010 (σελ. 62-63)
Θοδωρής Κοντάρας