Στις μέρες της πνευματικής μας ένδειας, όπου συνηθίσαμε να τιμούμε ή να αποχαιρετούμε με σπαραξικάρδιους επικήδειους τους ευάριθμους φιλέλληνες, μια και στερέψαμε από πραγματικούς στη σκέψη και την ψυχή Ελληνες, η εκδημία αυτού του -κατά το παπαδιαμαντικό- «οδοιπόρου χαμένου εις ερήμους σιωπηλάς» μάς απορφανεύει περισσότερο.
Βεβαίως θα τον επιδαψιλεύσει η Ιστορία: «ποιητής» της αρχαιολογίας, ο άνθρωπος που περπάτησε στα «βήματα» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία, ένας «ήρωας» του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ο καλοκάγαθος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, ο πολυβραβευμένος οικουμενικός Πόντιος που «βρήκε μια Κνωσό στα βάθη της Ασίας», ο σεμνός και ταπεινός διάκονος της επιστήμης του, ο αναχωρητής που αναζήτησε το αραξοβόλι του στο Τουρκμενιστάν, παρέα με ψηφιδωτά με ζωόμορφες απεικονίσεις, με χρυσούς φτερωτούς λέοντες, ψάρια και ανθρώπινες φιγούρες που στόλιζαν τους νεκρικούς θαλάμους της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Απόκοσμος, αποποιούμενος τις μεγαλόσχημες συμβατικότητες που του πρόσφεραν οι απειράριθμες τιμητικές διακρίσεις και οι ενθουσιώδεις παρουσιάσεις στο διεθνή Τύπο, ξεκούραζε την ψυχούλα του με τη ζωογόνο δύναμη των ποντιακών τραγουδιών, απολάμβανε με το δικό του τρόπο τα παραδοσικα εδέσματα, κοκκίνιζε σαν σχολιαρόπαιδο όταν στο τάβλι έριχνε τα ζάρια.
Πέρυσι τον Φλεβάρη, που φιλοξενήσαμε συνέντευξή του στην «Ε», μας υποσχέθηκε πως θα ερχόταν το καλοκαίρι να δει το μικρό Βίκτορα, τον ανιψιό του, για να ανταμώσει με τους φίλους του στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, για ένα περίπατο στην Πλάκα. Οταν του τηλεφώνησε πριν από λίγες ημέρες στη Μόσχα ο φίλος του Χρήστος Γαλανίδης, παρ’ ότι καθηλωμένος έπειτα από σοβαρό εγκεφαλικό, τον αντάμειψε με εκείνο το αγέρωχό του «ποίος εν;».
Αλησμόνητα τα ταξίδια μας στη Γερμανία αγκαλιά με τα Ποντιόπουλα, όταν τα ολοκάθαρα μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα συγκίνησης, όταν η καρδιά του παλλόταν στο «Παρακάθ» της Θεσσαλονίκης με τον Αχιλλέα Βασιλειάδη και τον Κώστα Σιαμίδη να του αφιερώνουν παραγγελιές.
Απέριττες απολαύσεις ενός ταπεινόφρονα σκαπανέα του παγκόσμιου πολιτισμού, που διέθετε σοφία απροσμέτρητη, περιφρονώντας το πομπώδες και το υποκριτικό. Εκεί στη ρόδινη αγκαλιά του ουρανού τον φανταζόμαστε, να μας αποχαιρετά με τη γλυκύθυμη νοσταλγία της πατρίδας, σιγοψέλνοντας ποντιακά με την άγρυπνη προτροπή «ο λαός να ξαναϋψώσει περήφανα το ανάστημά του». Αιώνιο, φέγγος θερμό η μνήμη του.
enet.gr