Η επαγγελματική αποκατάσταση των αστών προσφύγων στις πόλεις

You are currently viewing Η επαγγελματική αποκατάσταση των αστών προσφύγων στις πόλεις

Γράφει ο Γιώργος T. Τσερεβελάκης *

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην Ελλάδα των 5.000.000 κατοίκων κατέφυγαν περίπου 1.5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Σημειωτέον ότι ανάμεσα στον παιδικό προσφυγικό πληθυσμό υπήρχαν 50.000 περίπου ορφανά από τον έναν ή και από τους δύο γονείς.

Η πλειονότητα, 650.000 άτομα περίπου, ή το 52% κατέφυγε στις πόλεις. Οι υπόλοιποι 580.000 εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ειδικότερα στην Παλαιά Ελλάδα εγκαταστάθηκαν 372.000 πρόσφυγες με ποσοστό αστικής αποκατάστασης 92.27% οι οποίοι απορροφήθηκαν από τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής.

Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων στον αστικό χώρο θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα τριών παραμέτρων: Πρώτα, τη δομή της απασχόλησης, κυρίως στη βιομηχανία, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή – δεύτερον, τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά του προσφυγικού πληθυσμού – τρίτον, την οικονομική συγκυρία που διαμορφώθηκε με την έλευση των προσφύγων.

Η ανάπτυξη του βιομηχανικού φαινομένου στην Ελλάδα υπήρξε απότοκος μιας σειράς ευνοϊκών συγκυριών. Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι, με γνώμονα τον ελάχιστο οικονομικό κίνδυνο και το βραχυπρόθεσμο, τυχοδιωκτικό κέρδος, απέφευγαν να δεσμεύουν τα χρήματά τους σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που απαιτούσαν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου.

Κύριο και βασικό χαρακτηριστικό της ενεργούς ζήτησης ήταν ο κατακερματισμός της σε μικρές αγορές τοπικού ή συνοικιακού επιπέδου, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν τα χαμηλά εισοδήματα και η ζήτηση αγαθών πρώτης ανάγκης χαμηλής ποιότητας. Ο κατακερματισμός της ζήτησης συντηρούσε και αναπαρήγε τον κατακερματισμό της παραγωγής. Οι βιομηχανικές μονάδες που δημιουργήθηκαν ήταν στην πλειονότητά τους εντάσεως εργασίας, λειτουργούσαν με χαμηλή παραγωγικότητα και είχαν μικρή διάρκεια ζωής. Η ίδια η διάρθρωση της βιομηχανίας όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει το φαινόμενο του μικροεπαγγελματισμού, αλλά αντίθετα το ευνοούσε. Δίπλα στα εργαστήρια αναπτύχθηκε πλήθος μικροεργαστηρίων προσωπικού και οικογενειακού χαρακτήρα με ελάχιστα τεχνικά μέσα. Οι δύο αυτές κατηγορίες επιχειρήσεων επιβίωναν και συμβίωναν χάρη στον υψηλό πληθωρισμό και στη φυσική προστασία που είχε επιβάλει η συγκυρία του πολέμου.

Σύμφωνα με τις απογραφές του ελληνικού κράτους, το 51% των Μικρασιατών προσφύγων προερχόταν από αστικές περιοχές και το 49% από αγροτικές. Αυτές όμως οι μετρήσεις αμφισβητούνταν από την Κοινωνία των Εθνών (διεθνής Οργανισμός αντίστοιχος του ΟΗΕ. Δημιουργήθηκε μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου). Το 65% των προσφύγων, σύμφωνα με δικές τους δηλώσεις, ήταν έμποροι, βιοτέχνες και τεχνίτες, ενώ το 35% ανειδίκευτοι εργάτες, δηλαδή άτομα χωρίς συγκεκριμένο επάγγελμα, απλά ζούσαν από την εκμίσθωση της εργατικής τους δύναμης. Η πλειονότητα των προσφύγων ανήκε στα μικροαστικά και χαμηλά στρώματα των πόλεων. Έτσι, φανερωνόταν η εικόνα που είχαν οι Μικρασιάτες για τον εαυτό τους και προανάγγελλαν τους τρόπους με τους οποίους θα επιχειρούσαν να αφομοιωθούν στη νέα τους πατρίδα.

Στην προσπάθεια της επαγγελματικής και κοινωνικής αφομοίωσης των προσφύγων θα βοηθούσε και η συγκυρία που διαμορφώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από το 1923 η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια φάση επιτάχυνσης των ρυθμών εκβιομηχάνισης, που χαρακτηρίζεται από σημαντική αύξηση του αριθμού και του είδους των βιομηχανικών επενδύσεων.

Παρατηρείται διεύρυνση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών και ιδιαίτερα ζήτησης ειδών πρώτης ανάγκης – όπως τρόφιμα και ρουχισμός – που οφείλεται στην εισροή των προσφύγων. Το γεγονός αυτό συνιστούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις γις τους επενδυτές. Άλλωστε, η μεγάλη άνοδος των τιμών, κυρίως στα είδη ενδυμασίας και διατροφής, ευνοούσε τη λειτουργία μικρών εργαστηρίων και τα μικροεπαγγέλματα.

Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχουν οι απογραφές, στα αστικά επαγγέλματα απορροφήθηκαν 208.881 πρόσφυγες. Οι άνδρες απορροφήθηκαν κυρίως από τη βιομηχανία και το εμπόριο σε ποσοστό 49.45% και 23.41% αντίστοιχα – στις γυναίκες, η συντριπτική πλειονότητα απασχολήθηκε στη βιομηχανία, ενώ σημαντικό μέρος υπηρέτησε ως υπηρετικό προσωπικό. Βεβαίως, ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων προσφύγων γυναικών διαφεύγει από τις επίσημες απογραφές. Οι περισσότερες από αυτές, επικεφαλής απορφανισμένων από πατέρα οικογενειών, εργάζονταν ως καθαρίστριες, πλύστρες ή σε άλλες ευκαιριακές δουλειές.

Οι πρόσφυγες που απασχολήθηκαν στον τομέα της μεταποίησης υπολογίζονται σε 114.512, εκ των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στους άντρες. Οι άντρες απορροφήθηκαν στις βιομηχανίες δέρματος, ξύλου και τροφίμων, καθώς και στη μηχανουργία. Μια άλλη σημαντική μερίδα αντρών προσφύγων εργάστηκε στις οικοδομές.

Κοινό χαρακτηριστικό των κλάδων αυτών είναι ο κατακερματισμός της παραγωγής σε μικρά εργαστήρια, που συμβαδίζει με την επιβίωση και αναπαραγωγή των παραδοσιακών παραγωγικών δομών. Η μετάβαση εξάλλου από το καθεστώς του εργάτη στο καθεστώς του ανεξάρτητου τεχνίτη – βιοτέχνη αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μηχανουργεία. Κατά τη δεκαετία του 1920 ιδρύθηκαν πολλά μικρά μηχανουργία, λεβητοποιεία και χυτήρια. Τα εργαστήρια αυτά είχαν χαμηλά έξοδα λειτουργίας και αναλάμβαναν εργασίες σε τιμές που ήταν ασύμφορες για τα μεγάλα μηχανουργεία. Εν τέλει, οι άνδρες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα δημιούργησαν πλήθος μικροεπιχειρήσεων.

Προς την κατεύθυνση αυτή συνέτειναν δύο ακόμη παράγοντες που εγγράφονταν στο γενικότερο οικονομικό κλίμα της εποχής: α) τα επαγγελματικά δάνεια που χορήγησε η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος στους πρόσφυγες μικροβιοτέχνες και μικροεμπόρους και β) η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης τα έτη 1924-1925.

Η υφαντουργία και η βιομηχανία καπνού συγκέντρωσαν αντίστοιχα το συντριπτικό ποσοστό των προσφύγων γυναικών. Πρόκειται για κλάδους με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ανειδίκευτη μισθωτή εργασία. Οι γυναίκες απασχολήθηκαν από μεγάλες βιομηχανικές μονάδες σε θέσεις ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, με στόχο την εξασφάλιση ενός σταθερού ημερομισθίου. Αντίθετα, οι άνδρες επέλεξαν την περιπέτεια του ελεύθερου επαγγελματία.

Η Μικρασιατική Καταστροφή δημιούργησε για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις για τον σχηματισμό εργατικού δυναμικού στις πόλεις – ενός δυναμικού στερημένου από τα μέσα επιβίωσης και αποκομμένου από τις ρίζες του. Κατά συνέπεια, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις επιδίωξαν, και εν πολλοίς πέτυχαν την επαγγελματική τους ανεξαρτησία η οποία συνδυαζόταν με την εργασία των άλλων μελών της οικογένειας σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Η συγκεκριμένη κατηγορία προσφύγων συνέβαλε στη διευρυμένη αναπαραγωγή των παραγωγικών σχημάτων και της δομής απασχόλησης που επικρατούσαν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

* Ο Τσερεβελάκης Τ. Γεώργιος είναι φιλόλογος.

patris.gr