Το Βιλαέτι Προύσας βρίσκεται στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Είχε έκταση 68.000 χλμ2 (με άλλους υπολογισμούς, 73.800 χλμ2) και εκτεινόταν από το Αιγαίο (κόλπος του Αδραμυττίου, Αϊβαλί) ως την Προποντίδα στα βόρεια. Συνόρευε στα νότια με το βιλαέτι Σμύρνης και στα ανατολικά με τα βιλαέτια Άγκυρας και Ικονίου. Περιελάμβανε τμήματα της Μυσίας, Βιθυνίας, Αιολίδας και Φρυγίας.
του Πέτρου Μεχτίδη
Ελληνες στην Προύσα
Η πρωτεύουσα του βιλαετίου, η Προύσα, στις παρυφές του Ολύμπου (υψόμε-τρο 2.443 μέτρα) υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών τον 14ο αιώνα (1326). Τον 15ο αιώνα στην Προύσα ζούσαν μόλις 69 οικογένειες χριστιανών. Το 1883 μαρτυρούνται 4.202 Χριστιανοί (σε σύνολο 40.232 κατοίκων) και έφτασαν πριν την Καταστροφή τους 7.000 (Τούρκοι 80.000). Στην πόλη υπήρχε ακμάζουσα βιομηχανία μεταξιού με 19.000 κλώστριες, 164 κλωστήρια και ετήσια παραγωγή 750 τόνων ακατέργαστου μεταξιού. Πριν το 1922 λειτουργούσαν 50 ατμοκίνητα εργοστάσια / κλωστήρια μεταξιού ξένων και 87 Ελλήνων. Επίσης υπήρχε ειδική σηροτροφική σχολή.
Ένα άρθρο του 1841 περιγράφει την Προύσα: «…η μεγάλη αυτή πόλις είναι ικανώς εύκτιστος, και τόσον διά της βιομηχανίας (εις τα μεταξωτά μάλιστα, των οποίων μετρούνται 700 περίπου υφανταί) όσον και διά του εμπορίου μία των ακμαιοτάτων της αυτοκρατορίας. […] πολλά και ωραία λιθόκτιστα πανδοχεία και μεγαλοπρεπή θερμά λουτρά και ωραίας αναπηδητικάς πηγάς, αι οποίες πληθύνουν τας ευθυμίας της πόλε-ως» (Ανώνυμος, «Αποθήκη των Ωφελίμων Γνώσεων», 54, Ιούνιος, 1841, «Η πόλις Προύσα»).
Περίπου διπλάσιοι (13.000) ήταν οι Έλληνες στην παραλιακή Κίο (επίνειο της Νίκαιας), ενώ 6.800 στο Μιχαλίτσι, συγκοινωνιακό κέντρο μεταξύ Πανόρμου και Προύσας. Άλλη ελληνική κοινότητα στο σαντζάκι Προύσας ήταν τα Μουδανιά, με 4.500 Έλληνες. Τα Μουδανιά συνδέονταν σιδηροδρομικά με την Προύσα με γραμμή 42 χιλιομέτρων, που ολοκληρώθηκε το 1892 και ένωνε τις δύο πόλεις σε δύο ώρες. Το 1905 η κίνηση των εμπορευμάτων έφτανε τους 35.000 τόνους.
Στα παράλια της Προποντίδας βρίσκεται η Τρίγλεια (4.000 Έλληνες), γενέτειρα του Εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης (1867-1922) και μοναστικό κέντρο ήδη από τη Βυζαντινή περίοδο, το Παλλαδάριον (3.000 Έλληνες), η Σιγή (3.590 Έλλη-νες) με σωζόμενο βυζαντινό ναό. Πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της Προύσας, σε νησίδα της ομώνυμης λίμνης, βρισκόταν η Απολλωνία (2.500 Έλληνες).
Δυτικά του σαντζακίου Προύσας βρισκόταν το Μπαλικεσίρ, πρωτεύουσα σα-ντζακίου, όπου οι Έλληνες ζούσαν στους μαχαλάδες Αλή Φακίρ, Καράογλαν, Χαστάχανε, Τόπχανε, Σαάτχανε. Σημαντική ήταν η ελληνική κοινότητα Μπάλια με 6.000 Έλληνες, εργάτες οι περισσότεροι σε μεταλλείο αργύρου και μολύβδου. Στη Μπάλια εγκαταστάθηκαν και Πόντιοι μεταλλωρύχοι. Το μετάλλευμα εξαγόταν από το λιμάνι του Αδραμυττίου.
Στις ακτές της Προποντίδας οι ακμάζουσες κοινότητες συγκεντρώνονταν γύρω από την χερσόνησο της Κυζίκου (περίπου 20.000 Έλληνες, κυρίως αλιείς). Εκτός από την Αρτάκη (6.500 Έλληνες), την Πάνορμο (4.000) και την Πέραμο (3.500) ση-μειώνω την Κούταλη (2.000) του Παναγή Κουταλιανού (1847-1916), τον Μαρμαρά (9.200 Έλληνες) και την Αλώνη / Πασά λιμάν (5.000). Το μάρμαρο της Προκονήσου / Μαρμαρά ήταν γνωστό ήδη από την Αρχαιότητα. Τον 20ο αιώνα λειτουργούσαν 24 λατομεία με 500 εργάτες. Στην Αρτάκη υπήρχε παραγωγή 4.000.000 οκάδων ελιών και 1.000.000 οκάδων κρασιού. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι οι κάτοικοι της Προ-ποντίδας ήταν ικανότατοι σπογγαλιείς (μόνο στην Κούταλη υπήρχαν 30 σπογγαλιευτικά πλοία).
Φτάνοντας στα παράλια του Αιγαίου βρίσκουμε την περιοχή Αδραμυττίου / Αϊ-βαλίου / Μοσχονησίων, που κατοικείται κυρίως από Έλληνες. Το Αϊβαλί ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1570 από κατοίκους της Λέσβου και ως το 1821 υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά και εκπαιδευτικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καίριος ήταν ο ρόλος του ιερέα Ιωάννη Δημητρακέλλη – Οικονόμου (1735-91) στην παραχώρηση μοναδικών προνομίων («Τούρκος, λέγει, δεν επετρέπετο να πλησιάση εις Κυδωνίας ή μόνον εις απόστασιν μέχρι της οποίας ηκούετο από της πόλεως η φωνή πετεινού»).
Η καταστροφή του 1821 δεν σταμάτησε την ακμάζουσά του πορεία και σύντο-μα (μέσα του 19ου αιώνα) είχε φτάσει στα προεπαναστατικά δεδομένα (πληθυσμός το 1919: 32.000 Έλληνες). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Αϊβαλί υπήρχαν πέντε τράπεζες (Τράπεζα της Ανατολής, Αθηνών, Credit Lyonnais, Μυτιλήνης). Γύρω από το Αϊβαλί σώζονται έως σήμερα ελιές που κάλυπταν το 1900 έκταση 80.000 στρεμμάτων και παρήγαν 1.000.000 οκάδες λάδι. Στο λιμάνι κατέπλεαν ετησίως 600 ατμόπλοια και 2.000 ιστιοφόρα.
Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση επισκέφτηκε το Αϊβαλί ο Άγγλος ιερέας Arundell και έγραψε τα εξής: «Η ιστορία αυτού του ενδιαφέροντος μέρους είναι πολύ γνωστή. Όταν άρχισε η επανάσταση, το Αϊβαλί είχε πληθυσμό σχεδόν 40.000 κατοίκους. Ξένοι υμνούσαν το κολλέγιο του. Είχε τριακοσίους πενήντα μαθητές όλων των ηλικιών στην πόλη, τα περίχωρα και τα νησιά. Διδάσκονταν αρχαία και νέα Ελληνικά, καλές τέχνες («belles letters»), φυσική ιστορία και μαθηματικά, λογική, ρητορική και ηθική φιλοσοφία. Οι έδρες ανήκαν σε διακεκριμένους καθηγητές, οι οποίοι προτείνονταν τόσο για τις γνώσεις τους όσο και για την αρετή τους. Στις 13 Ιουνίου 1821 το Αϊβαλί μετατράπηκε σε ένα σωρό ερειπίων. Τα κολλέγια, τα νοσοκομεία και οι εκκλησίες καταστράφηκαν από τα δεινά του πολέμου.
Τίποτα δεν ήταν πιο σπαραξικάρδιο από το θέαμα της εγκατάλειψης που απλωνόταν παντού, καθώς ιππεύαμε μέσα στην πόλη. Τα σπίτια, που κάλυπταν μία μεγάλη έκταση στους πρόποδες και στις πλαγιές ενός ψηλού λόφου, ήταν τώρα σχεδόν ισοπεδωμένα. Αντί για τα αμέτρητα ψηλά σπίτια που υπήρχαν πριν οκτώ χρόνια, γυμνοί τοίχοι χωρίς σκεπές ύψους πέντε έως δέκα πέντε ποδιών. Παρατήρησα μία ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, να κάθεται μόνη ανάμεσα στα ερείπια μίας μεγάλης έπαυλης. Το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της σε μία στάση μεγάλης λύπης. Ήταν προφανώς η σκηνή παλαιότερων και ευτυχέστερων ημερών!» (Arundell F.V.J 1834, σελ. 317-320). Απέναντι από το Αϊβαλί βρίσκονται τα Μοσχονήσια (συστάδα 29 νησιών), με παράλληλη ιστορική πορεία με αυτό. Από τα Μοσχονήσια κατάγονταν ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας (1895-1983) και από το Αϊβαλί ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) και ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973).
Ανατολικά της Προύσας, στο σαντζάκι Μπίλετζικ βρίσκουμε τις Λεύκαι των 840 Ελλήνων και τα Κουπλιά των 4.000. Τα Κουπλιά λέγεται ότι ιδρύθηκαν το 1610, ήταν κέντρο σηροτροφίας και ο Κουπλιανός Σωκράτης Γούναρης βραβεύτηκε το 1895 στη Μασσαλία για τους σπόρους κουκουλιού. Νοτιοανατολικά από το Μπίλε-τζικ υπήρχε το Σογιούτ με τον τάφο του γενάρχη των Οθωμανών Ερτογρούλ, αλλά και 1.500 Έλληνες (σύνολο 18.000).
Στο εσωτερικό του βιλαετίου Προύσας, μακριά από τις πιο πλούσιες ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας, υπήρχε η Κιουτάχεια (5.000 Έλληνες), γνωστή για τα κεραμικά, το Εσκί σεχίρ με 7.000 Έλληνες και το Ουσάκ (2.000 Έλληνες).
Οι απαρχές της εκπαίδευσης στην περιοχή ξεκινάνε στα τέλη του 18ου αιώνα από την Προύσα, τα Μουδανιά, την Τρίγλεια και το Μιχαλίτσι. Η γνωστή οικογένεια των ευεργετών Ζαρίφη ίδρυσε την ίδια περίοδο σχολείο στο Βόρυ και στο Αϊβαλί ιδρύθηκε το 1803 η Ακαδημία. Έναν αιώνα μετά χτίστηκαν τα Ζαρίφεια Εκπαιδευτή-ρια της Τρίγλειας (1910), το Ιβανώφειο νηπιοπαρθεναγωγείο στο Παλλαδάριο, η Πα-παδοπούλειος Σχολή στην Πέραμο και το Κεντρικό Ευγενίδειο Αρρεναγωγείο (1899) (Μεχτίδης, 2006, σ. 175).
Σχετικό με τα σχολεία της Προύσας είναι το απόσπασμα: «Εν τη συνοικία Βαλουκπαζαρίου Αλληλοδιδακτική σχολή, εις ην φοιτώσιν 100 μαθηταί, Παρθεναγωγείον μετά 40 μαθητριών. […] Εν τη συνοικία Καγιαμπάση Αλληλοδιδακτική Σχολή, […], Παρθεναγωγείον μετά 40 μαθητριών και Νηπιαγωγείον μετά 180 νηπίων. […] Εν τη συνοικία Δεμιρκαπύ Δημοτική σχολή, εις ην φοιτώσι περί τους 70 μαθητάς και μαθητρίας» (Κανδής, 1883, σ. 151).
Στο Αϊβαλί στα χρόνια 1828-1856 λειτουργούσαν δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία και γυμνάσιο. Το 1860 χτίστηκε το νέο γυμνάσιο στην παλιά Ακαδημία και το τρίτο δημοτικό σχολείο. Το 1896 καταγράφηκαν ελληνικό γυμνάσιο (60 μαθητές), σχολαρχείο (140 μαθητές), τρία δημοτικά (700 μαθητές) και τρία παρθεναγωγεία (750 μαθήτριες). Ανάλογη είναι η εκπαιδευτική κίνηση και στα Μοσχονήσια. Το 1839 λειτούργησε το πρώτο δημοτικό σχολείο και το 1865 το ελληνικό σχολείο. Ο αριθμός των μαθητών έφτασε τους 600 (Μεχτίδης, 2006, σ. 175).
Γενικά για το βιλαέτι Προύσας υπάρχει ο αριθμός των 211 σχολείων και 25.515 μαθητών (Στ. Παπαδόπουλος «Νέα Έφεσος», 1965, σελ. 171), που επιβεβαιώνει και η στατιστική του Φεβρουαρίου 1919: 211 σχολεία, 563 δάσκαλοι και 26.615 Έλληνες μαθητές (Χάρτης Ελληνικών σχολείων και εκκλησίων κατά Φεβρουάριον 1919 στο «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μ. Ασίας» Δ.Ι.Σ. 1967). Συγκριτικά με τις άλλες πε-ριοχές της Μ. Ασίας, οι μαθητές στο βιλαέτι Προύσας είναι τρίτοι σε αριθμό, μετά το βιλαέτι Σμύρνης (56.625) και Τραπεζούντας (37.190).
Επέλεξα να ορίσω τις «σημαντικότερες» πόλεις και οικισμούς με κριτήριο τον πληθυσμό (αν και όλοι οι μελετητές αναφέρουν το μάταιο του προσδιορισμού του πληθυσμού στην Οθωμανική αυτοκρατορία). Ίσως φάνηκε κάπως κουραστική η παράθεση πολλών ονομάτων και αριθμών. Όμως οι ελληνικές κοινότητες που αναφέρθηκαν αποτελούν ένα μόνο μικρό και αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνολικού αριθμού των ελληνικών κοινοτήτων. Στο βιλαέτι Προύσας έχουν καταγραφεί 65 πόλεις και 3.059 χω-ριά. Θα ήταν φυσικά πολύ πιο κουραστικό, έστω και να αναφερθούν οι χιλιάδες των οικισμών (βλ. σχετικά, Μεχτίδης, 2006, σ. 162).
Το βιλαέτι (vilayet / eyelet / μπεηλερμπεηλήκι / βαλιλίκι),) διαιρείται στα σαντζάκια (sancak, μουτε-σαριφλίκι μετά το 1864), τα σαντζάκια σε καζάδες (καϊμακλίκι μετά το 1864) και οι καζάδες σε ναχι-γέδες (δήμους).
Βιβλιογραφία:
• Κανδής Β., «Η Προύσα» (Αθήνα, 1883).
• Κοντογιάννης Π., «Γεωγραφία της Μ. Ασίας» (Αθήνα 1919, 2000).
• Σολδάτος Χρ., «Ο οικονομικός βίος των Ελλήνων της δυτικής Μ. Ασίας», (Α-θήνα, 1994)
• Σταματόπουλος Δημήτριος, «Μπαλούκεσερ», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία.
• Καραχρήστος Ιωάννης, «Αϊβαλί (Κυδωνίες)», 2003, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία.
• Μεχτίδης Πέτρος «Τα παράλια της Μικράς Ασίας – Ελλήνων μνήμες» (Αθήνα 2006).
• Μεχτίδης Πέτρος, «Ημερολόγιο 2011: Κωνσταντινούπολη – Μικρασία – Πό-ντος» (Αθήνα, 2010).
[Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 5 (Ιανουαρίου 2011)
του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]