Δρόμοι παλιοί…στην Καισαριανή

Διήγημα του Ισίδωρου Ρωσταδάκη

Τι ώρα έχει πάει;Εφτά…Απογευματιάτικα βάζουν Μπέλλου στο ραδιόφωνο;Πώς και έτσι;<<Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες…

Τι μέρα είναι σήμερα και πάει να αφήσει το πούλμαν στο παλιό τέρμα;Μπορεί να του έτυχε κάποιο δρομολόγιο.Κάτσε να κατέβω να πάω να τον βρω.

Πολυκατοικίες,παντού.Παλιά θα έβγαινα στο μπαλκόνι,θα του έβαζα μια φωνή και θα με άκουγε.Τώρα που να φωνάξω;Μόνο εγώ θα με ακούσω και στην καλύτερη να ξυπνήσω και την κυρα-Λαμπρινή από δίπλα.Καλή γυναίκα.Θυμάμαι το σπίτι της,με την μεγάλη επιβλητική ξύλινη αυλόπορτα που οδήγουσε στον κήπο.Και τι κήπος ε;Παντού γλάστρες,λουλούδια και κάθε λογής φυτό.Τα αγαπούσε πολύ η κυρα-Λαμπρινή αυτά.Αλλά και εμείς,δεν μπορώ να πω το αντίθετο.Όποτε  παίζαμε μπάλα μας ξέφευγε και κάθε φορά έσπαγε και από ένα.Παιδάκια ήμασταν,μήπως καταλαβαίναμε;Kαι δώστου φωνές μετά.

Η μπάλα εξαφανιζόταν φυσικά και μετά απο παρακάλια και αγγαρείες που μας έβαζε η ίδια να της κάνουμε,μπορεί και να μας την έδινε.Την ξύλινη πόρτα τώρα έχει αντικαταστήσει μια υπερσύγχρονη,με τα αρχικά του ζευγαριού επάνω:”E.E”.Τυχερή η κυρα Λαμπρινή.Πάντρεψε την κόρη της με έναν Γερμανό,γραμματιζούμενος λέει είναι,σπουδαγμένος στα καλύτερα πανεπιστήμια.Ένα στρώμμα από άσφαλτο έχει πάρει τη θέση των λουλουδιών,καθώς τα λουλούδια δεν θα ήταν ιδανικά για να παρκάρει επάνω τους η BMW.

Tι είναι αυτός ο ήχος;Μου ξυπνάει πολλές αναμνήσεις.Το νέο πολυκατάστημα έχει σήμερα εγκαίνια.Η κυρία Μαρίνα με το σουβλατζίδικο έδωσε το κτήμα για αντιπαροχή.Τι σουβλάκι ήταν εκείνο;Μαθητής της τρίτης γυμνασίου τότε,τελειώνοντας το φροντιστήριο των αγγλικών τα βράδια, κατέβαινα προς τη Βασιλέως Κωνσταντίνου.Το λεωφορείο της γραμμής καθυστερούσε περισσότερο απ ότι έκανα την απόσταση με τα πόδια,οπότε κατηφόριζα και έκανα μια στάση στην πλατεία στο σουβλατζίδικο του Καμπρυγιάννη.

Μας περιποιούταν η κυρία Μαρίνα,δε λεω,και το σουβλάκι με διπλή πίττα μας το έφτιαχνε πάντα.Μα βλέπω τώρα πολλά σουβλατζίδικα και όχι ένα και κόσμος αδερφάκι μου,πολύ κόσμος.Απ ότι βλέπω έχει ανοίξει αλυσίδα σουβλατζίδικων.Τα παιδιά της κυρα Μαρίνας πρέπει να βγάζουν πολλά λεφτά απο τα ενοίκια αυτού του μεγαθηρίου.

Μα τι ακούγεται;Κάτι με τραβάει μακριά από τον προορισμό μου.Παιδιά,πολλά παιδιά τρέχουν στο δρόμο πίσω από ένα τρίκυκλο καρότσι.Μα φυσικά!Ο παγωτατζής.Τον ακούω και η μνήμη μου λειτουργεί ξανά.<<Καιμάκι παγωτό παιδιά!!!!>>.Κάθε απόγευμα του καλοκαιριού την ίδια ώρα πάντα,έκανε την περατζάδα του και όλοι μαζί στην κυριολεξία λεηλατούσαμε το καρότσι.Δεν προλάβαινε να βάλει στον έναν,όρμαγε ο επόμενος.

Το ψυγείο άδειαζε αμέσως και η μαγική άσπρη μπάλα πλημμύριζε το στόμα με γλύκα.Το καιμάκι παγωτό θυμίζει πάντα την εικόνα αυτη του παγωτατζή,να χαμογελάει και να μας πειράζει λέγοντας μας διάφορα αστεία.Τι είναι όμως αυτό το γωνιακό κατάστημα με την πινακίδα νεον που έχει συγκεντρώσει τόσο πλήθος;<<ΠΑΓΩΤΑ-ΓΛΥΚΑ Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ>>.Θα πάω παρακάτω,ίσως ο παγωτατζής να πήγε στην κάτω γειτονία απόψε.

Ποια μελωδία με σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση;Στην οδό Βρυούλων σήμερα πρέπει να είναι ανοιχτό μέχρι αργά το ποδηλατάδικο.Θυμάμαι το πρώτο μου ποδήλατο.Ένα κατακόκκινο VELAMOS.Και τι δεν είχα κάνει σε αυτό το ποδήλατο.Μανταλάκι με χαρτόνι απο τα ΚΑΡΕΛΙΑ του μπαμπά για να κάνουν θόρυβο οι ακτίνες,να σηκώνουν στο πόδι όλη τη γειτονιά.

Το ποδηλατάδικο το επισκεπτόμουν σχεδόν καθημερινά.Για τους γονείς μου,το ποδήλατο χαλούσε λόγω των τσιμεντένιων κατηφορικών δρόμων με τις αυλακώσεις που δεν μπορούσα να αποφύγω.Για μένα όμως που ήμουν ο υπαίτιος της ζημιάς έφταιγε η κακομεταχείριση που έκανα στο δίτροχο.Η παλιά ξύλινη πρόσοψη του μαγαζιού έρχεται μπροστά στα μάτια μου.Σαν να βλέπω τον μάστορα να κάθεται στο σκαμνάκι του και να έχει τοποθετήσει τον τροχό στο δίχαλο,σφίγγοντας με το κλειδί την ακτίνα που έχανε.Τι να απέγινε άραγε το παλιο ποδηλατάδικο;

Η μουσική δεν σταματάει.Ο δρόμος με έβγαλε σε ένα άλσος.Τι είναι αυτή η μάντρα με τα δεκάδες συνθήματα πάνω της;Μια πινακίδα γράφει”Θυσιαστήριο της Λευτεριάς”.Πως πέρασε ο καιρός;Δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω τον τόπο όπου περνούσα αμέτρητες ώρες με τους συμμαθητές μου.Το Σκοπευτήριο.Ήταν για εμάς τα παιδιά ένας τόπος ψυχαγωγίας,αφού το Γυμνάσιο ήταν δίπλα από το Σκοπευτήριο.

Έτσι,κάποιες φορές κάναμε κοπάνα πηδώντας τη μάντρα και κλέβαμε κρυφά από το φύλακα πιατάκια για σκοποβολή.Ακόμα θυμάμαι τις αλατόσφαιρες που μας έριχνε εαν μας έπιανε να κλέβουμε πιατάκια.Αρχίζω όμως και θυμάμαι σιγά σιγά και άλλα..Αντίσταση,εκτελέσεις,μπλόκο.Ήταν 1η Μαίου του 44 όταν 200 κομμουνιστές,αγωνιστές,αντιστασιακοί οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο από τις γερμανικές δυνάμεις.Κατάληξη;

O θάνατος.Θυμάμαι τον παππού μου και τον πατέρα μου να μου αφηγούνται ιστορίες από εκείνη τη μέρα.Η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου είχε γεμίσει με γράμματα αυτών των αγωνιστών.Γράμματα υπερηφάνειας,χαράς.Γράμματα που έδιναν κουράγιο στις οικογένειες των καταδικασμένων.Η Βασιλέως Κωνσταντίνου μετονομάστηκε αργότερα σε Εθνικής Αντιστάσεως.Ήταν ο λίγοτερος φόρος τιμής που μπορούσαν να αποδόσουν οι κάτοικοι στους αγωνιστές.Τι είναι αυτό;Μια σβάστικα σχεδιασμένη στην μάντρα του Σκοπευτηρίου.

Το άκουσμα πλέον της μουσικής δεν μου φαίνεται παράξενο.Αλλά σαν να ακούω και κάποια άλλη μουσική.Φωνές!Τι μέρα είναι σήμερα;Κυριακή.Βέβαια!Σήμερα από την οδό Νάξου περνάει ο γύφτος με τη μαιμού.Όλες οι κυράδες έχουν βγει στο δρόμο με τα τσουκάλια για να τους τα γανώσει.Τα παιδιά φωνάζουν όλα μαζί και η μαιμού δώστου κόλπα.Τρομερή εικόνα.Όλα τα παιδιά να σφυρίζουν και ο γύφτος να χτυπάει το ντέφι του.

Δεν μπορώ να κρύψω ότι όσο ήμουν μικρός ένιωθα ανάμεικτα συναισθήματα βλέποντας την μαιμού.Από τη μια τρόμαζα και από την άλλη έβαζα τα γέλια μαζί με τους φίλους μου.Η Κυριακή που πέρναγε ο γύφτος ήταν μέρα χαράς και γλεντιού.Μα που πήγαν όλοι ξαφνικά;Τι είναι αυτό το κουτί που ακούγεται μουσική από μέσα;<<BAR-CLUB THE AMERICAN>>.

Η μουσική ολοένα και δυναμώνει.Ας προχωρήσω,εχω αργήσει και θα τον χάσω.Μα επιτέλους τι είναι αυτά τα χαμόσπιτα δίπλα στις πολυκατοικίες;Για μισό λεπτό.Αυτό είναι το σπίτι του παππού μου.Έφτασα στα προσφυγικά.Σπίτια χαμηλά,με μικρές πόρτες και ξύλα καρφωμένα στους τοίχους για παράθυρα.

Τι να πρωτοθυμηθώ.Τις ιστορίες που μου είχε πει αυτός ο άνθρωπος;Βουρλιώτες,Σμυρνιώτες,Κωνσταντινουπολίτες έφτασαν εδώ όταν εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους.Ο προπάππους μου έμεινε πίσω.Είχε χάσει το φως του και όταν έγινε ο μεγάλος διωγμός είπε στον παππού μου να τον αφήσει εκεί για να μην του είναι βάρος και τους πιάσουν οι Τούρκοι.Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος.Συγκίνηση.Μόνο συγκίνηση μου προκαλούν αυτά εδώ τα σπίτια.

Τόσα σπίτια,τόσες ιστορίες το καθένα.<<Οι Τούρκοι μας έδιωξαν σαν Έλληνες και οι Έλληνες μας δέχτηκαν σαν Τούρκους>>.Περίεργοι άνθρωποι οι Μικρασιάτες.Νόμιζες ότι μέσα απο την πολίτικη κουζίνα τους μπορούν να αφηγηθούν όλη την ιστορία τους μόνο με ένα φαγητό.Ποιοί είναι όμως αυτοί οι νέοι που ζωγραφίζουν την σημαία της Τουρκίας επάνω σε αυτά τα σπίτια και γελάνε;

Η μουσική με έβγαλε τελικά στον προορισμό μου.Να τος!Τον βλέπω.Ψηλόλιγνος όπως είναι ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος.Γιατί δεν έρχεται;Ποιοί είναι όλοι αυτοί από πίσω του;Δεν μπορεί να είναι αυτοί.Βλέπω την κυρά Μαρίνα με το σουβλατζίδικο,τον παγωτατζή,τον κυρ-Στάθη με το ποδηλατάδικο,να και ο γύφτος.Έχουν περάσει τόσα χρόνια.Δεν γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να είναι ακόμα ζωντανοί.Το πούλμαν είναι πιο γεμάτο από ποτέ.Πάντοτε μάζευε πολύ κόσμο τις Κυριακές για τις εκδρομές του.Όλοι εδώ τον αγαπούσαν.<<Ο Σιδέρης με το πούλμαν>>.Έτσι τον ήξεραν.Φεύγει!Ακόμα δεν πρόλαβε να έρθει και ξαναφεύγει!ΠΑΤΕΡΑ,ΣΤΑΣΟΥ!

-Μπαμπά,σήκω σε πήρε ο ύπνος,είναι η κηδεία του παππού σήμερα.

………………………………………………..τα καλοκαίρια μας μικρά και ατέλειωτοι χειμώνες>>.Η μουσική σταμάτησε απότομα.Το τραγούδι τελείωσε.Μαζί του τελείωσε και η περιπλάνηση μου στο παρελθόν.’Ωρα να πηγαίνω όμως,θα βρω μεγάλη κίνηση σήμερα εδώ.Εδώ,στην Καισαριανή.