Χρονογράφημα, που έχει τον τίτλο «Αφγανιστανούπολις», δημοσιευμένο στη Βραδυνή στις 3 Δεκεμβρίου 1923 για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Υπογράφει ο Πρωτεύς, ο οποίος αρχίζει διαμαρτυρόμενος για την «εμποροπανηγυροποίησιν» του κέντρου της Αθήνας:
Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν, Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας ταύτας.
Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. (…) Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια.
Ταυτοχρόνως διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων. (…) Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και η μέχρι τούδε μόνιμος κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικοτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα συκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των.
Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή. Εις όλας τας πόλεις του κόσμου υπάρχει τάξις, ρυθμός, καλαισθησία διά το καθετί, όπως αποτελείται αρμονικόν σύνολον προς το καλόν όλων.
Δι’ αυτήν την τάξιν και τον ρυθμόν ευθύνονται οι αρμόδιοι, επιβάλλοντες την θέλησίν των εις τους πολίτας. Εδώ αντιθέτως αφέθησαν αυτοί ελεύθεροι να δώσουν εις ολόκληρον πόλιν τον άρρυθμον χαρακτήρα των, ο οποίος παρουσιάζεται με δικαιώματα απαραβιάστου ιερότητος. Συνηθίσαμεν τόσον εις τας αθλιότητας ταύτας ως εις κανονικήν εκδήλωσιν του αθηναϊκού βίου, ώστε νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο;