Η Ανεξάρτητη Μεραρχία και η ηρωική της πορεία στη Μικρασία (Αύγουστος 1922)

You are currently viewing Η Ανεξάρτητη Μεραρχία και η ηρωική της πορεία στη Μικρασία (Αύγουστος 1922)

Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων και η ανακωχή του Μούδρου

Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους βαλκανικούς πολέμους την περίοδο που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, οι Έλληνες που απελευθερώθηκαν δεν υπερέβαιναν τα δύο εκατομμύρια, ενώ αυτοί που βρίσκονταν ακόμα μέσα στα όρια του οθωμανικού κράτους ήταν περισσότεροι.

Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάς και η οθωμανική αυτοκρατορία ανήκαν σε διαφορετικές συμμαχίες. Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα με το μέρος των νικητών, ενώ οι Οθωμανοί ήταν ξανά οι χαμένοι. Η ανακωχή του Μούδρου που υπεγράφη στις 17 Οκτωβρίου του 1918, έθεσε τέρμα στις πολεμικές επιχειρήσεις των συμμάχων κατά των Οθωμανών.

Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, η δύναμη του οθωμανικού στρατού θα μειωνόταν και τα όπλα και τα πυρομαχικά του θα παραδίδονταν στους συμμάχους. Ενώ ο έλεγχος των στενών εξασφαλιζόταν με την παρουσία των συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη, δεν ελήφθη καμία μέριμνα για τον αφοπλισμό των Οθωμανών που είχαν διασκορπιστεί στη Μικρά Ασία.

Μετά την ανακωχή, συμμαχικά πλοία άρχισαν να καταφθάνουν στον κόλπο της Σμύρνης. Το πρώτο ελληνικό πολεμικό πλοίο που έφθασε στη Σμύρνη ήταν το αντιτορπιλικό Λέων και στη συνέχεια έφθασαν βοηθητικά καράβια που μετέφεραν κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στις αρχές του 1919 κατέπλευσαν αρκετά συμμαχικά πλοία καθώς και μοίρα του ελληνικού στόλου με ναυαρχίδα το καταδρομικό «Αβέρωφ»

Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό Στρατό, ακολούθησε η διεύρυνση του προγεφυρώματος και η κατοχή της δυτικής Μικράς Ασίας από τον Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες υποχρεώθηκαν να δώσουν πολλές μάχες εναντίον των δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Αύγουστο του 1922, η Στρατιά Μικράς Ασίας αποτελούμενη από τα Α, Β και Γ Σώματα Στρατού και την Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, κατείχε μια γραμμή που άρχισε από την Κίο (Γκέμλικ) της Προποντίδας, προχωρούσε ανατολικά του Εσκί Σεχίρ και συνέχιζε νότια προς Σεγίτ Γκαζί και Αφιόν Καρά Χισάρ.

Η γραμμή νότια του Αφιόν Καρά Χισάρ έκαμπτε προς Δυσμάς, ακολουθώντας δε τη δεξιά όχθη του ποταμού Μαιάνδρου κατέληγε στις εκβολές του στο Αιγαίο. Από τα τρία Σώματα Στρατού, το Γ Σώμα, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Π. Σουμίλα, κατείχε το βόρειο τμήμα του μετώπου, ενώ το στρατηγείο του έδρευε στο Εσκί Σεχίρ. Αποτελείτο από 4 μεραρχίες, την ΙΙΙ, τη Χ, την ΧΙ και την Ανεξάρτητη Μεραρχία, οι οποίες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή.

Η ΧΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον κόλπο της Κίου (Γκέμλικ) έως το Μπιλετσίκ. Η ΙΙΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα Μπόζ Νταγ-Πόρσουκ. Η Χ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον ποταμό Πόρσουκ έως τον Αβντάν-Μπαρτακτσί ποταμό, ενώ η Ανεξάρτητη Μεραρχία κατείχε τον τομέα από το Σεγίτ Γκαζί έως το Άκ Ιν. Το Β Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου  Κ. Διγενή, ήταν συγκεντρωμένο στην περιοχή Εϋρέτ-Ντογιέρ, αποτελείτο δε από τις μεραρχίες ΙΙ, VΙΙ, ΙΧ και ΧΙΙΙ.

Το Α Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Ν. Τρικούπη είχε το στρατηγείο του στο Αφιόν Καρά Χισάρ και αποτελείτο από τις μεραρχίες I, IV, V και ΧΙΙ, εξασφάλιζε δε την «εξέχουσα» του Αφιόν, από το Αγιάζ Ιν Ντερέ στο Βορρά, έως το Τοκλού Τεπέ στα δυτικά.

Η Ανεξάρτητη Μεραρχία

Η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία με αργοπορία. Είχε συγκροτηθεί στη Θράκη τον Ιούλιο του 1921 για να συμμετάσχει στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτος διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Γ. Λεοναρδόπουλος. Η Μεραρχία αποτελείτο από τα 51 ο, 52 ο και 53 ο Συντάγματα Πεζικού, μια μοίρα πεδινού και μια ορεινού πυροβολικού.

 

Ανεξάρτητη-Μεραρχία-2

Στις το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τη Μεραρχία να μετασταθμεύσει στο Γκέμλικ (Κίο), στις ασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Η Μεραρχία μεταφέρθηκε γύρω στις 10 Αυγούστου στο Γκέμλικ και μετά προωθήθηκε προς το Εσκί Σεχίρ, όπου και έφθασε στις 2 Σεπτεμβρίου του Εκείνη την περίοδο η κατάσταση που επικρατούσε στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη. Στην πόλη βρίσκονταν πολυάριθμοι τραυματίες, ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια, αναμένοντας καρτερικά την μεταφορά τους στα νοσοκομεία της  Προύσας.

Λίγο αργότερα, έφθασε εκεί και παρέμεινε για μικρό διάστημα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Χαρακτηριστικό της επικρατούσας κατάστασης ήταν τα κουφάρια των αλόγων που κείτονταν μέσα στην ίδια την πόλη, ακόμη και μπροστά στο βασιλικό οίκημα. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά την άφιξή της διετάχθη να κινηθεί ανατολικά για να εκδιώξει μια εχθρική φάλαγγα και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τον εχθρό .

Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1921 η Μεραρχία πορεύτηκε προς την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (Seyit Gazi) 8, η οποία βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Μετά από σκληρή μάχη η Μεραρχία κατόρθωσε να ανακαταλάβει την κωμόπολη με βαριές απώλειες που έφθασαν τους εκατό νεκρούς και τραυματίες. Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, εμφανίστηκε τυχαία και το Σώμα Στρατού που ήταν υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Ανδρέα, δίχως ωστόσο να συμμετάσχει στη μάχη.

Κατά την παραμονή της Μεραρχίας στην περιοχή Σεγίτ Γκαζί, οι αξιωματικοί των πυροβολαρχιών οργάνωσαν στα υψώματα θέσεις ουλαμών, από τις οποίες ορισμένες είχαν διαρκώς τεταγμένα τα πυροβόλα για βολές κατά του εχθρού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε οργανώσει τρεις γραμμές αμύνης και ενεργούσε επιδρομές στο εχθρικό έδαφος για να συλλέξει πληροφορίες. Επιπλέον, στον τομέα που επιτηρούσε, είχε οργανώσει ισχυρή άμυνα με χαρακώματα, καταφύγια, συρματοπλέγματα, πυροβολεία και παρατηρητήρια.

Οι άνδρες της Μεραρχίας το Μάιο του 1922 ανακάλυψαν χάρτες και επιστολές που μεταφέρονταν από έναν Οθωμανό, με παραλήπτη τη σπιτονοικοκυρά του Έλληνα Μεράρχου, η οποία όπως πιθανολογείται ήταν κατάσκοπος των Τούρκων. Από την Άνοιξη του 1922, επάνω από την περιοχή που κατείχε η Μεραρχία πετούσαν συνεχώς εχθρικά αεροπλάνα, εναντίον των οποίων είχαν διαταχθεί να βάλλουν δύο ουλαμοί πυροβολικού. Μια ή δυο φορές τα αεροπλάνα είχαν ρίψει και βόμβες.

Όταν ένα από αυτά κατέπεσε, οι δύο Τούρκοι αξιωματικοί που επέβαιναν σε αυτό το έκαψαν για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Στην πρώτη γραμμή της προκάλυψης, το πεζικό της Μεραρχίας παρέμενε κάτω από στέγαστρα κοντά στα χαρακώματα. Επίσης, υπήρχαν αρκετά καταφύγια για την προφύλαξη των οπλιτών από τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Τα κέντρα αντιστάσεως φράσσονταν από το εχθρικό έδαφος με πολλαπλές γραμμές συρματοπλεγμάτων, ενώ η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στους τομείς των άλλων Μεραρχιών.

Στην Ανεξάρτητη Μεραρχία, όπως συνέβαινε και στις άλλες Μεραρχίες που είχαν αναλάβει την προκάλυψη του μικρασιατικού εδάφους, επειδή οι αποστάσεις από τα κέντρα ανεφοδιασμού ήταν μεγάλες, οι άνδρες υπέφεραν μόνιμα από κακή διατροφή, ελλιπή ιματισμό και κακή υπόδηση. Πόροι επιτόπια δεν υπήρχαν, επειδή η γη στις πρώτες γραμμές του μετώπου παρέμενε ακαλλιέργητη.

Η εφαρμοζόμενη παθητική άμυνα, έχοντας υπερχρονίσει, επέφερε τα αναμενόμενα κακά αποτελέσματα. Η διαρκής αμυντική οργάνωση, η φύλαξη των απομεμακρυσμένων εδαφών της Μικράς Ασίας και η αδυναμία εξασφάλισής τους, σήμαινε ότι η τελική γραμμή υποχώρησης του Ελληνικού Στρατού, όταν σημειωνόταν η εχθρική επίθεση, θα ήταν οι ακτές του Αιγαίου.

Οι οπλίτες, μολονότι είχαν μεγάλες οικογενειακές ανάγκες, ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνεχώς στα μέτωπα για να πολεμούν, δίχως την ελπίδα ότι τα βάσανά τους κάποτε θα έληγαν και οι κόποι τους δεν θα πήγαιναν χαμένοι. Αλλά και οι διάφορες πολιτικές και καθεστωτικές διαμάχες που συνέχιζαν να ταλαιπωρούν την Ελλάδα από το 1915 είχαν συντελέσει στη μείωση της μαχητικότητας και αγωνιστικότητας του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος βρισκόταν σε εκείνο το αφιλόξενο μέτωπο.

Ωστόσο, αυτοί που έμεναν στις πόλεις της Ιωνίας περνούσαν άνετα τις ημέρες τους, αφού είχαν και την περιποίηση των φιλόξενων Ελλήνων κατοίκων της Ιωνίας. Όσοι δε αξιωματικοί ήταν νυμφευμένοι, είχαν μεταφέρει εκεί και τις οικογένειές τους. Στη Σμύρνη παρέμενε η Στρατιά και το Επιτελείο της, ενώ στις άλλες πόλεις του εσωτερικού της Μικράς Ασίας έμεναν οι διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, οι οποίοι πίστευαν ότι η κατάσταση που επικρατούσε στα χαρακώματα της Μικράς Ασίας ήταν ρόδινη και ως τέτοια την περιέγραφαν στις εκθέσεις τους προς την προϊστάμενή τους αρχή.

Εξάλλου οι ανώτατες διοικήσεις δεν έρχονταν σε συχνή επαφή με τους μαχητές. Μόνον ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, είχε εκτελέσει γενική επιθεώρηση του μετώπου, η οποία είχε συντελέσει στη βελτίωση της κατάστασης. Επίσης, είχε βελτιωθεί η πειθαρχία του στρατού και είχαν αποσταλεί τρόφιμα, ρούχα και υποδήματα. Όμως αυτές οι επισκέψεις, όπως και αυτές των διοικητών Σωμάτων και Μεραρχιών, δεν ήταν τόσο συχνές όσο θα έπρεπε. Επιπλέον, στην Αθήνα είχαν συγκεντρωθεί πολλοί μάχιμοι αξιωματικοί, χωρίς να υπάρχει λόγος, ενώ άλλοι που δεν είχαν ποτέ πολεμήσει, είχαν αναλάβει τις πιο εμπιστευτικές θέσεις στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Όλα τα παραπάνω είχαν κλονίσει τον ενθουσιασμό και την πίστη των ανδρών, οι οποίοι βρίσκονταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή και υφίσταντο πολλές στερήσεις. Ωστόσο εκτελούσαν το καθήκον τους και, όπου διοικούνταν καλά, αντεπεξήλθαν άριστα σε όλες τις δυσχέρειες της εκστρατείας. Κατά την παραμονή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σεγίτ Γκαζί και το Άκ Ιν, η αρχική σύνθεσή της είχε μεταβληθεί και είχαν τοποθετηθεί στη διοίκησή της άλλοι αξιωματικοί.

Το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 αποτελείτο από τον Μέραρχο Θεοτόκη Δημήτριο, Συνταγματάρχη, τον Επιτελάρχη Μομφεράτο Γ., τον αρχηγό πεζικού Κωνσταντίνου Ι. και τον Αρχηγό του πυροβολικού Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Αν/χη Πυροβολικού Μαυρογένους Σ. Διοικητής του 51 ου Συντάγματος πεζικού ήταν ο Αν/χης Κωνσταντίνου Ι., του 53 ου Συντάγματος ο Αν/χης Τσίπουρας Ν., της Μοίρας ορειβατικού πυροβολικού ο Ταγματάρχης Ν. Κολομβότσος και της Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος.

Το 52 o Σύνταγμα είχε εξέλθει της Μεραρχίας και την 16 η Αυγούστου του 1922 είχε ακολουθήσει το Γ Σώμα Στρατού. Στο μέτωπο της Μ. Ασίας, αριστερά της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν παρατεταγμένη η Δέκατη Μεραρχία (Χ) και δεξιά, αλλά σε μεγάλη απόσταση, η Ένατη (ΙΧ). Η απόσταση ανάμεσα στις δύο Μεραρχίες φυλασσόταν από ένα απόσπασμα της ΙΧ Μεραρχίας. Όταν ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, ανέλαβε τα καθήκοντά του, ενήργησε γενική επιθεώρηση την 7 η Ιουλίου του1922.

Τότε, το κενό που υπήρχε ανάμεσα στο δεξιό της Ανεξάρτητης Μεραρχίας και του Σ.Σ. Ντογιέρ (Döger), μήκους 40 χλμ., είχε προξενήσει στον Αρχιστράτηγο πολύ κακή εντύπωση. Πράγματι, στην αρχή της γενικής επίθεσης, δύο τουρκικές Μεραρχίες είχαν διεισδύσει στο κενό αυτό ανενόχλητες. Λίγο πριν τη γενική επίθεση των Τούρκων, είχε ανακηρυχτεί η αυτονομία της Φρυγίας, η οποία γιορτάστηκε σε διάφορες πόλεις και χωριά, με την αναγκαστική συμμετοχή και των Τούρκων χωρικών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν τότε να χορέψουν τοπικούς χορούς υπό τους ήχους της ελληνικής στρατιωτικής μπάντας!

Η Γενική Επίθεση των Τούρκων

Όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να διενεργήσουν γενική επίθεση, έκριναν σκόπιμη την πραγματοποίησή της στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καρά Χισάρ και τοποθέτησαν το στρατό τους στην επιλεγείσα θέση, δίχως να ενοχληθούν καθόλου από τους Έλληνες. Η πρώτη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6/19 Αυγούστου του 1922, εναντίον του τομέα Μπουλαντάν, επιτηρούμενου από το 31 ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας.

Στις της ίδιας ημέρας, τουρκικές δυνάμεις από 800 ιππείς και 600 πεζούς με 4 πυροβόλα επιτέθηκαν κατά του προγεφυρώματος της Ορτάντζας και το κατέλαβαν, συνέλεξαν πολλά λάφυρα και αιχμαλώτισαν γυναίκες Ελλήνων αξιωματικών. Η ανακατάληψη της Ορτάντζας επιτεύχθηκε στις 14/27 Αυγούστου, μια ημέρα μετά τη γενική επίθεση των Τούρκων στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Η δεύτερη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε την 11 η /24 η Αυγούστου στον υποτομέα του Μπιλετζίκ.

Στις 04.30, εχθρική δύναμη δύο ταγμάτων πεζικού, υποστηριζόμενη από ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, επετέθη κατά του παρά το Ντερέκιοϊ λόχου του Ι/16 Τάγματος. Ωστόσο, μετά το μεσημέρι τα ελληνικά τμήματα καταδίωξαν τον εχθρό έως το Βεζίρ Χαν και μετά επανήλθαν στις θέσεις τους. Η γενική επίθεση των Τούρκων άρχισε την 13 η /26 η Αυγούστου του 1922 στο περί το Αφιόν Καρά Χισάρ μέτωπο, το οποίο είχε διαιρεθεί σε δύο τομείς, του Καμελάρ και του Ακάρ. Στις εκδηλώθηκε καταιγιστικός βομβαρδισμός από το τουρκικό πυροβολικό εναντίον του ελληνικού μετώπου.

Ακολούθως στις εκδηλώθηκε επίθεση του τουρκικού πεζικού εναντίον του μετώπου της Ι Μεραρχίας. Στον τομέα της IV Μεραρχίας βάλλονταν με μεγάλη ακρίβεια κυρίως οι προχωρημένες θέσεις της αμυντικής τοποθεσίας. Στη συνέχεια ο βομβαρδισμός επεκτάθηκε σε όλον τον τομέα της ΙV Μεραρχίας. Δυστυχώς, το ελληνικό πυροβολικό, επειδή ήταν κατακερματισμένο σε πυροβολαρχίες και ουλαμούς σε όλο το μήκος του μετώπου, δεν μπορούσε να αντιδράσει αποτελεσματικά.

Όταν έγινε φανερό ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν να καταλάβουν το Κιουτσούκ Καλετζίκ καθώς και το κενό ανάμεσα στις Μεραρχίες Ι και IV, ανατέθηκε στο Απόσπασμα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα, η κατάληψη του κενού. Επίσης, η ΙV Μεραρχία ανέθεσε στον Ν. Πλαστήρα τη διοίκηση όλων των δυνάμεων με εντολή την ανακατάληψη των θέσεων, οι οποίες είχαν πέσει στα χέρια του εχθρού. Όταν όμως έπεσε η νύκτα, έγινε φανερό ότι οι Μεραρχίες Ι και ΙV είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες, ιδίως σε αξιωματικούς.

Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 13 ης προς την 14 η Αυγούστου, η Ι Μεραρχία είχε διαθέσει όλες τις μονάδες της και είχε περιοριστεί αναγκαστικά σε προβολή αμύνης. Το πρωί εκδηλώθηκε και νέα εχθρική επίθεση. Στον τομέα της ΙV Μεραρχίας το τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλει από τις τις ελληνικές θέσεις γύρω από τον Πριονοειδή Βράχο, τον οποίο κατέλαβαν οι Τούρκοι κατά τα ξημερώματα.

Επίσης, ισχυρές εχθρικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων του Ν. Πλαστήρα και κατέλαβαν το Κιουτσούκ Καλετζίκ. Στις 10.30, ο διοικητής του Α Σώματος Στρατού διέταξε τις μεραρχίες I, IV, XII να συμπτυχθούν σε νέα γραμμή. Η διαταγή δεν ελήφθη από την Ι Μεραρχία επειδή οι έφιπποι σύνδεσμοι είχαν εξαφανισθεί. Τότε η Ι Μεραρχία εξέδωσε την  ίδια διαταγή για σύμπτυξη στις δυνάμεις της, γύρω στις 14:30, όμως ήταν πλέον αργά, διότι το μέτωπο της Μεραρχίας είχε ήδη καταρρεύσει.

Γενικά, η επικρατούσα στο μέτωπο σύγχυση και αδυναμία συντονισμού είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη και οριστική διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων σε δύο ομάδες, την ομάδα Φράγκου και αυτήν του Τρικούπη. Στις 17/ 30 Αυγούστου η ομάδα Τρικούπη έδωσε μάχη στο Αλί Βεράν, μετά την οποία συντρίφτηκε οριστικά, και στις 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου ο Τρικούπης μαζί με 190 αξιωματικούς και οπλίτες παραδόθηκαν στους Τούρκους. Από την μάχη του Αλί Βεράν κατόρθωσε να απαγκιστρωθεί ο Συνταγματάρχης Π. Γαρδίκας με τα υπολείμματα των IX, XII, IV Μεραρχιών, ανερχομένων σε αξιωματικούς και οπλίτες.

Οι δυνάμεις του Φράγκου επιδόθηκαν σε συνεχείς συμπτύξεις και την 19 η Αυγούστου/1 η Σεπτεμβρίου ενώθηκαν με τα υπολείμματα του Β Σώματος Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη Π. Γαρδίκα. Αφού δε έφθασαν στον Τσεσμέ, απέπλευσαν για τα νησιά του Αιγαίου μαζί με όλη την δύναμη που βρισκόταν στην περιοχή της Σμύρνης, την 31 η Αυγούστου/ 13 η Σεπτεμβρίου του 1922.

Η οπισθοχώρηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας

Στο μεταξύ, η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά από καταυλισμό τριών ημερών, στις της 16 ης /29 ης Αυγούστου του 1922, τέθηκε σε ΝΔ πορεία από το Άκ Ιν προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ (Cehürler) για να κατευθυνθεί προς το Ντουμλού Πινάρ και να τεθεί στη διάθεση του Β Σώματος Στρατού. Γύρω στις 17.30, η επικεφαλής ημιλαρχία, όταν πλησίαζε στο Ακ Ολούκ, εβλήθη από Τούρκους ατάκτους, τους οποίους σκόρπισε.

Όταν η εμπροσθοφυλακή που αποτελείτο από το 51 ο Σύνταγμα πεζικού, έφθασε στο Ακ Ολούκ, εγκαταστάθηκε στα ΒΑ του χωριού. Λόγω της βροχής και των αργοκίνητων τμημάτων της, η Μεραρχία συγκεντρώθηκε εκεί με όλα τα τμήματά της, περίπου τις πρωινές ώρες της 17 ης Αυγούστου. Η Μεραρχία διάνυσε την ημέρα εκείνη πάνω από 35 χιλιόμετρα. Στις της επομένης, 17/30 Αυγούστου, σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, συνεχίστηκε η πορεία της φάλαγγας προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ.

Η πορεία εξελίχτηκε κανονικά, γύρω δε στο μεσημέρι η Μεραρχία, μετά από πορεία 13 χλμ. έφθασε στο σταθμό, τον οποίο βρήκε εγκαταλειμμένο. Γύρω από το σταθμό υπήρχαν διάφορα σκορπισμένα υλικά, οι δε τηλεφωνικές και τηλεγραφικές εγκαταστάσεις ήταν κατεστραμμένες. Από τις πληροφορίες που δόθηκαν από κατοίκους της περιοχής, έγινε αντιληπτό ότι μια τουρκική Μεραρχία ιππικού είχε διέλθει από την περιοχή, κινούμενη προς την Κιουτάχεια. Επίσης, ελήφθησαν πληροφορίες για τους κανονιοβολισμούς που είχαν ακουστεί την 16 η Αυγούστου από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και αυτούς που είχαν ακουστεί την επομένη από την περιοχή της Κιουτάχειας.

Οι πληροφορίες αυτές ήταν αρκετές για να πείσουν τη διοίκηση της Μεραρχίας ότι αυτή ήταν απομονωμένη σε μια περιοχή που είχε ήδη καταληφθεί από τον εχθρό. Ωστόσο ο διοικητής, έχοντας αποφασίσει να συνεχίσει προς Ντουμλού Πινάρ, εξέδωσε διαταγή, σε εκτέλεση της οποίας η Μεραρχία τέθηκε σε πορεία, η δε φάλαγγα της Μεραρχίας γύρω στις ξεκίνησε από τον Σ.Σ. Τζεχιουρλέρ προς την κωμόπολη Αλαγιούντ, όπου βρίσκεται και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Κιουτάχειας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό συνεχή βροχή έφθασε στο Σ.Σ. Αλαγιούντ, έχοντας διανύσει από το Ακ Ολούκ περί τα τριανταπέντε χιλιόμετρα.

Η κωμόπολη και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αλαγιούντ είχαν εγκαταλειφθεί, έτσι οι άνδρες της Μεραρχίας καταυλίστηκαν εκεί. Έφαγαν δε μόνο ξηρά τροφή, επειδή δεν τους επετράπη να ανάψουν φωτιά και στη συνέχεια ξάπλωσαν με τα ρούχα. Όπως προέκυψε, η ελληνική φρουρά του σταθμού, αποτελούμενη από ένα λόχο, είχε εκδιωχθεί από τον εχθρό, ο οποίος είχε περάσει από εκεί. Στο σημείο αυτό, ο ασύρματος της Μεραρχίας αδυνατούσε μεν να επικοινωνήσει με ελληνικούς ασυρμάτους, ωστόσο ακούγονταν πολλοί τουρκικοί σταθμοί και ένας γαλλικός.

Ο ασύρματος της Μεραρχίας είχε εμβέλεια μόνον 120 χιλιομέτρων, όμως δεχόταν τηλεγραφήματα από μεγαλύτερη απόσταση. Επειδή, παρά τις προσπάθειες, κανένας ελληνικός ασύρματος δεν απαντούσε, βγήκε το συμπέρασμα ότι τα ελληνικά στρατεύματα ήταν πέραν των 120 χιλιομέτρων και ότι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τους ασύρματους τους. Ωστόσο, γύρω στις το πρωί της 18ης Αυγούστου, ελήφθη μια κρυπτογραφημένη ακατάληπτος διαταγή της Στρατιάς.

Η Μεραρχία ζήτησε την επανάληψη της τελευταίας παραγράφου της διαταγής η οποία είχε ως εξής: «εάν μέχρι της αύριον 18 Αυγούστου 1922 δεν συνδεθείτε μετά του Α ή Β Σώματος Στρατού, κατέλθετε δια Γκεντίζ προς Ουσάκ» 18. Δεν δόθηκαν όμως απαντήσεις στα ερωτήματα της Μεραρχίας. Η Διοίκηση της σχημάτισε την εντύπωση ότι τα στενά του Γκεντίζ και η πόλη του Ουσάκ είχαν ήδη καταληφθεί από τον εχθρό και ότι η κίνηση της Μεραρχίας προς το Ουσάκ δεν επρόκειτο να μεταβάλει τη διαμορφωθείσα δυσμενή κατάσταση. Υπήρχε ωστόσο η ελπίδα ότι η ταχεία υποχώρηση του Νότιου Συγκροτήματος, μετά την άφιξη ενισχύσεων από τη Σμύρνη, θα σταματούσε κοντά στο Ούσακ.

Στην πραγματικότητα, το Νότιο Συγκρότημα είχε πετάξει τα όπλα και υποχωρούσε άτακτα προς τη Σμύρνη. Σαφής εικόνα της κατάστασης του Νότιου Συγκροτήματος βεβαίως δεν υπήρχε, όμως ήταν ενδεικτικό ότι τα κανόνια από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και του Ουσάκ είχαν σιγήσει, προμηνύοντας ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε οπισθοχωρήσει και βρισκόταν πολύ μακριά. Μπροστά σ αυτήν την κατάσταση, η διοίκηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας τέθηκε προ φοβερών διλημμάτων.

Τι έπρεπε να κάμει; να συνεχίσει την πορεία της προς το Ουσάκ όπως όριζε η διαταγή, ή προς το Ινονού, το οποίο βρισκόταν βορειότερα; Επειδή όμως υπήρχε η περίπτωση της πλήρους καταστροφής της Μεραρχίας, εάν εκτελείτο η διαταγή της Στρατιάς, η διοίκηση αποφάσισε να μην την εκτελέσει. Η απόφαση αυτή απέβη τελικά σωτήρια, διότι, εάν η Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς το Ουσάκ, θα πετσοκόβοταν από τις τουρκικές δυνάμεις που καιροφυλακτούσαν.

Η μάχη νότια της Κιουτάχειας

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ημέρες, το πρωινό της 18 ης /31 ης Αυγούστου του 1922 ήταν ηλιόλουστο. Η Μεραρχία ξεκίνησε στις από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χλμ. η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων και πλάτους μέτρων.

Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του ποταμού Πορσούκ και ενώνεται με τον Σαγγάριο. Η φάλαγγα της Ανεξάρτητης Μεραρχίας είχε κατατμηθεί ως εξής: την εμπροσθοφυλακή, αποτελούμενη από δύο τάγματα του 51 ου Συντάγματος πεζικού, τη 2η Ορειβατική πυροβολαρχία, τη διοίκηση της Μοίρας ορειβατικού Πυροβολικού και βοηθητικούς σχηματισμούς, το κύριο σώμα που αποτελείτο από το 53 ο Σύνταγμα Πεζικού, την 1 η Ορειβατική Πυροβολαρχία και την Πυροβολαρχία συστήματος Σκόντα, ενώ την οπισθοφυλακή αποτελούσε το ΙΙ/53 ο Τάγμα, πλην ενός λόχου του.

Πριν την εκκίνηση της Μεραρχίας, απεστάλη μια δεξιά και μια αριστερά πλαγιοφυλακή για την εξασφάλιση των πλευρών. H δεξιά πλαγιοφυλακή, αποτελούμενη από το ΙΙ/51 ο Τάγμα με ουλαμό πυροβολικού, εγκαταστάθηκε βόρεια της στενωπού στα ΒΑ αντερείσματα του υψόμετρου 1100 που κείται ΒΔ της γέφυρας Πορσούκ. Στα νότια αντερείσματα, γύρω στο υψόμετρο 1026, θα τασσόταν ο 6/53 ος Λόχος με διμοιρία πολυβόλων και η ημιλαρχία με μέτωπο προς νότο.

Μετά από μισή ώρα ξεκίνησε επειγόντως η εμπροσθοφυλακή διοικούμενη από το Διοικητή του 51 ου Συντάγματος Πεζικού, Αντισυνταγματάρχη Ι. Κωνσταντίνου, αποτελούμενη από δύο Τάγματα του 51 ου Συντάγματος μαζί με μια ορεινή πυροβολαρχία, με την εντολή να ακολουθήσει το δρομολόγιο μέσω της στενωπού και όταν φθάσει στην έξοδο να καταλάβει τα εκατέρωθεν υψώματα για να εξασφαλίσει τη διέλευση της φάλαγγας.

Γύρω στις η προπορευόμενη δεξιά πλαγιοφυλακή, στη διασταύρωση των αμαξιτών οδών νότια του χωριού Ζιντζιρλί Κουγιού, συνάντησε 10 Τούρκους ιππείς, οι οποίοι συνόδευαν 30 άμαξες, πλήρεις πυρομαχικών του Ελληνικού Στρατού. Αιχμαλώτισε 2 ιππείς, κατέσχεσε τις άμαξες και απελευθέρωσε έναν Έλληνα αξιωματικό και 4 οπλίτες του 32 ου Συντάγματος Πεζικού, από τους οποίους πληροφορήθηκε τη διάλυση του 32 ου Συντάγματος που συνέβη μέσα στη στενωπό από τους Τούρκους την προηγουμένη ημέρα.

Στο μεταξύ η εμπροσθοφυλακή, κατά την πορεία της μέσα στη στενωπό και δύο χιλιόμετρα μετά τη γέφυρα, ανακάλυψε πολλά πτώματα φονευθέντων Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών καθώς και βαριά τραυματισμένους του 32 ου Συντάγματος Πεζικού. Παρέλαβε μαζί της τους τραυματίες και έθαψε μερικούς μόνον νεκρούς, επειδή βιαζόταν να φθάσει στην έξοδο του φαραγγιού. Στις η αριστερή πλαγιοφυλακή συνεπλάκη με 25 Τούρκους ιππείς, τους οποίους κατεδίωξε προς Νότον.

Όταν η κεφαλή του κυρίου σώματος, μαζί με το Διοικητή της Μεραρχίας, έφθασε στη διασταύρωση της αμαξιτής οδού, πληροφορήθηκε ότι η αριστερή πλαγιοφυλακή είχε συναντήσει ουλαμό τουρκικού ιππικού επί της αμαξιτής οδού Κιουτάχειας- Αφιόν Καρά Χισάρ, ακολουθούμενο από φάλαγγα τουρκικού πεζικού. Η πλαγιοφυλακή δέχθηκε οβίδες πυροβολικού και πανικοβλήθηκε, εγκαταλείποντας δε τις θέσεις της υποχώρησε ατάκτως προς την κύρια φάλαγγα.

Μετά την ανατροπή της πλαγιοφυλακής, τα επιτιθέμενα τουρκικά τμήματα έσπευσαν να διαβούν τη γέφυρα και τον ποταμό, του οποίου η ανώμαλη κοίτη δεν επέτρεπε τη διάβαση παρά μόνο σε ορισμένα σημεία. Η επίθεση των Τούρκων υπήρξε ορμητική και σφοδρή, όμως οι Έλληνες αντέταξαν ισχυρή και αποτελεσματική άμυνα. Γύρω στις 14.00, ο Διοικητής διέταξε τη συνέχιση της πορείας των τμημάτων, τα οποία δεν είχαν εμπλακεί, προς την έξοδο της στενωπού. Την κάλυψη της προέλασης ανέλαβε το 53 ο Σύνταγμα Πεζικού.

Όταν όμως το τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον τους με σφοδρότητα, τα τμήματα αυτά αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν βορειότερο δρομολόγιο και κατέφυγαν σε μια δασώδη κορυφή, όπου βρισκόταν και το στρατηγείο της Μεραρχίας, παρέμειναν δε εκεί, έως ότου σκοτείνιασε. Οι Τούρκοι που καθηλώθηκαν στη νότια όχθη του ποταμού κινήθηκαν προς Αγκάσκιοϊ και δεν ενήργησαν επιθέσεις.

Όμως, η έκτακτη τουρκική Μεραρχία, από την πλευρά της Κιουτάχειας, προσπάθησε να προσβάλει την Ανεξάρτητη Μεραρχία με ένα τμήμα της από το Ζιντζιρλί Κουγιού και με ένα άλλο από το Ατζέμ Νταγ. Και οι δύο ενέργειες εξουδετερώθηκαν από το ΙΙ/51 ο Τάγμα της δεξιάς πλαγιοφυλακής. Γύρω στις η εμπροσθοφυλακή, η οποία είχε προωθηθεί έως το Κιρέτσκιοϊ, εβλήθη από βλήματα πυροβολικού. Τότε ο διοικητής της διέταξε την εγκατάσταση πλαγιοφυλακών εκατέρωθεν της στενωπού.

Στις συγκεντρώθηκε το ΙΙΙ/53 ο Τάγμα με την ορεινή Πυροβολαρχία στη δασώδη κορυφή, ενώ προς το Ατζέμ Νταγ διατέθηκε το ΙΙ/53 ο Τάγμα. Όταν ένας αξιωματικός του Επιτελείου αναγνώρισε μια ημιονική οδό, η οποία άρχιζε από την αμαξιτή οδό, ένα χλμ. νότια του Ζιντζιρλί Κουγιού και διερχόταν από τη δασώδη κορυφή, όπου είχαν συγκεντρωθεί τμήματα της Μεραρχίας, αποφασίστηκε η συνέχιση της πορείας από αυτήν την οδό.

Η κίνηση προς τα εμπρός, διαμέσου της ημιονικής οδού, άρχισε γύρω στις Μόλις όμως οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες θα διέφευγαν από τον κλοιό τους, επιτέθηκαν με πείσμα, αλλά αποκρούστηκαν. Η μάχη συνεχίστηκε έως τις 20.00, όταν η φάλαγγα είχε περάσει τη δασώδη κορυφή. Προηγουμένως είχε εγκαταλείψει τα δίτροχα και τις άμαξες των μεταγωγικών και είχε φορτώσει τα πολεμοφόδια σε καμήλες. Με το σκοτάδι που επικρατούσε, διακόπηκε και η επαφή με τους Τούρκους.

Ακολούθως, η φάλαγγα έφθασε στο χωριό Κιρέτσκιοϊ και εκεί σταμάτησε για τρεις ώρες, δηλαδή από τις έως τις της 19 ης Αυγούστου/1 ης Σεπτεμβρίου. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 3 αξιωματικοί και δύο ανθυπασπιστές νεκροί, δύο αξιωματικοί τραυματίες, 19 νεκροί οπλίτες και 54 τραυματίες. Επίσης 33 οπλίτες του 6/53 ου Λόχου και του Ι/53 ου Τάγματος είχαν εξαφανιστεί. Κατά τη διάρκεια της πορείας της Μεραρχίας παρουσιάστηκαν 5 αξιωματικοί και 170 οπλίτες του 32 ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν κρυφτεί σε διάφορα σημεία της στενωπού για να μην αιχμαλωτιστούν.

Κατά τον λοχαγό Δ. Αμπελά, οι άνδρες και οι αξιωματικοί του 32 ου Συντάγματος που διασώθηκαν ήταν Φαίνεται ότι η σύγκρουση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας με την Τουρκική Μεραρχία Ιππικού και την ΙΙΙ Μεραρχία Καυκάσου, οι οποίες είχαν αποστολή να κινηθούν ταχύτατα προς την περιοχή του Ινονού για να αποκόψουν την υποχώρηση του Γ Σώματος Στρατού, είχε γίνει συμπτωματικά. Ωστόσο η σύγκρουση καθυστέρησε τις δύο Μεραρχίες, οι οποίες δεν έφθασαν εγκαίρως στο Ινονού. Σύμφωνα με τον λοχαγό Δ. Αμπελά, η Μεραρχία διέπραξε σοβαρά σφάλματα κατά τη διάρκεια της μάχης.

Δηλαδή, όταν πληροφορήθηκε ότι μια ολόκληρη εχθρική μεραρχία βάδιζε καθέτως προς το μέσον σχεδόν της φάλαγγας των μονάδων της και ότι επίκειται σφοδρή σύγκρουση, έπρεπε να καταλάβει με ισχυρές δυνάμεις τις θέσεις, τις οποίες κατείχε η αριστερή πλαγιοφυλακή, για να κρατήσει μακριά τον εχθρό, ώστε να επιτρέψει την κανονική πορεία των διάφορων μονάδων της, μαζί με την εμπροσθοφυλακή.

Στην πραγματικότητα όμως η Μεραρχία τοποθέτησε στα αριστερά μικρή πλαγιοφυλακή, η οποία ανατράπηκε αμέσως και άφησε ακάλυπτο το αριστερό πλευρό της φάλαγγας, με αποτέλεσμα αυτή να καθηλωθεί στη μειονεκτική θέση που βρισκόταν όλη την ημέρα της 18 ης Αυγούστου. Άλλο σφάλμα υπήρξε η απώλεια επαφής ανάμεσα στην εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα της Μεραρχίας. Ενώ η Μεραρχία έδινε μάχη με τους Τούρκους, η εμπροσθοφυλακή δεν είχε ιδέα της κρίσιμης κατάστασης και γι αυτό δεν προσέφερε καμία βοήθεια. Γενικά δε ο αγώνας δεν έγινε υπό την καθοδήγηση της Μεραρχίας.

Κάθε μονάδα και κάθε τμήμα ενήργησαν μεμονωμένα και κατά την κρίση του διοικητού τους. Προφανώς, η μοίρα της Μεραρχίας θα ήταν τραγική, εάν οι δύο τουρκικές μεραρχίες αντί να κινηθούν προς το Ινονού, την ακολουθούσαν. Επομένως, αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν η ταχεία απαγκίστρωσή της από τους Τούρκους και η γρήγορη κίνηση της προς το Γκεντίζ την 19 η και 20 η Αυγούστου, κίνηση που θα ανέτρεπε την τουρκική άμυνα στα στενά του Γκεντίζ.

Από τις παρατηρήσεις του λοχαγού τότε, Δ. Αμπελά βγαίνει επίσης το συμπέρασμα ότι ο Μέραρχος Δ. Θεοτόκης είχε στην διάθεσή του ικανότατους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν την ευχέρεια να αυτοσχεδιάζουν κατά περίπτωση. Η πορεια προς ΓκεντΙζ και ΣιμΑβ Μολονότι η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε διανύσει 25 χιλιόμετρα τη 18 η /31 η Αυγούστου και είχε δώσει σκληρή και πολύωρη μάχη, αποφασίστηκε να συνεχίσει την πορεία της έως την εύρεση κατάλληλου εδάφους για άμυνα, το οποίο θα διέθετε πηγή πόσιμου νερού.

Έτσι, η Μεραρχία κατατμήθηκε ξανά σε εμπροσθοφυλακή, κύριο σώμα και οπισθοφυλακή και ξεκίνησε υπό το σεληνόφως, τις πρώτες ώρες της 19 ης Αυγούστου. Ο επιμελητής της Μεραρχίας είχε διαταχθεί να φροντίσει για την προμήθεια τροφής από τα γύρω χωριά, διότι δεν υπήρχαν πλέον εφεδρικές τροφές και νομή. Σε μια φύση μαγευτική, η περιοχή ήταν σπαρμένη με πτώματα Ελλήνων, διάτρητα από σφαίρες διαφόρων όπλων. Τα πτώματα ήταν γυμνά και συλημένα από τους γύρω χωρικούς ή τους ατάκτους τσέτες. Με ορθάνοικτα μάτια κοίταζαν προς τον ουρανό, με ένα ύφος απορίας.

Το θέαμα ήταν φρικιαστικό και αποκαρδιωτικό, τρανό παράδειγμα της θηριωδίας του πολέμου ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, έχοντας θερίσει την προηγούμενη ημέρα τουλάχιστον 350 Έλληνες στρατιώτες σε αυτή μόνο τη θέση. Οι νεκροί ήταν άνδρες του 32 ου Συντάγματος που είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τον Συνταγματάρχη Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος έφιππος είχε φροντίσει να εξαφανιστεί. Ενώ ορισμένοι άνδρες είχαν σκαρφαλώσει τις πλαγιές της στενωπού για να σωθούν, άλλοι επιζώντες ξεκίνησαν δίχως το διοικητή τους προς Γκεντίζ και Ουσάκ, μέσα σε εχθρική περιοχή, υπό τον Ταγματάρχη Σ. Σακελλαρίου.

Οι περισσότεροι από αυτούς φονεύτηκαν καθοδόν από τον εχθρό, ενώ ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν. Όσον αφορά τον Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος προερχόταν από τον οικονομικό κλάδο, ήταν απότακτος και είχε προαχθεί από λοχαγό σε αντισυνταγματάρχη 26! Κατά τη διάρκεια της πορείας της η Ανεξάρτητη Μεραρχία συναντούσε άνδρες του 32 ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν διαφύγει και κρύβονταν στα στενά.

Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και τραυματίες, οι οποίοι, αφού έτυχαν ιατρικής φροντίδας, εντάχθηκαν σε ιδιαίτερο λόχο. Κατά το μεσημέρι η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε βορείως του χωριού Κινίκ Βεράν, όπου και στάθμευσε, μετά από πορεία 20 χιλιομέτρων. Το απόγευμα εμφανίστηκε από την πλευρά του Κινίκ Βεράν μια τουρκική περίπολος, η οποία απεχώρησε όταν πυροβολήθηκε από φυλάκιο της Μεραρχίας. Το ίδιο απόγευμα εμφανίστηκε ένα ελληνικό αεροπλάνο, το οποίο διέγραψε κύκλους επάνω από το σημείο καταυλισμού της Μεραρχίας και μετά απομακρύνθηκε.

Το υπόλοιπο της ημέρας, οι άνδρες της Μεραρχίας ασχολήθηκαν με τον καθαρισμό των όπλων, τον εφοδιασμό σε πυρομαχικά, τρόφιμα και νομή. Το βράδυ, οι άνδρες κοιμήθηκαν ξανά με τα ρούχα τους, αφού προηγουμένως τοποθετήθηκαν φρουροί και ορίστηκαν περίπολοι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι χωρικοί είχαν δώσει την πληροφορία ότι πριν δύο ημέρες Τούρκοι ιππείς είχαν κινηθεί προς Γκεντίζ- Ουσάκ και ότι από την 18 η /31 η Αυγούστου και μετά δεν ακούγονταν κανονιοβολισμοί.

Από τις πληροφορίες αυτές και τις αφηγήσεις των διασωθέντων του 32 ου Συντάγματος, προέκυψε το συμπέρασμα ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία στις 04:00 της 20 ης /2 ας Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί τα μεσάνυκτα, άρχισε την πορεία της ακολουθώντας την αμαξιτή οδό προς Γκεντίζ. Γύρω στις εμφανίστηκε ένα ελληνικό αεροπλάνο από ΝΔ, το οποίον, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την εξής διαταγή: « Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν.

Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας.

Το Γ Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς» 27. Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη.

Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς. Μετά το μεσημεριανό φαγητό η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, εκεί όπου αρχίζουν οι λόφοι ΒΑ του Γκεντίζ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε σωρό πτωμάτων Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια.

Προφανώς οι μετά την αιχμαλωσία τους άγρια δολοφονηθέντες Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί ανήκαν και αυτοί στο 32 ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, ενώ η νομή ήταν ακόμη αρκετή για τα ζώα.

Μολονότι δεν υπήρχε πλέον ψωμί, οι άνδρες της Μεραρχίας απόλαυσαν το θερμό συσσίτιο τους που αποτελείτο από κρέας και αμέσως μετά κοιμήθηκαν στην ύπαιθρο, δίχως να στήσουν τις σκηνές τους. Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία.

Την 7 η πρωινή της 21 ης Αυγούστου/3 ης Σεπτεμβρίου, η Μεραρχία ξεκίνησε από τα υψώματα Α και ΒΑ του Γκεντίζ. Η εμπροσθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, αποτελείτο από δύο τάγματα του 51 ου Συντάγματος Πεζικού και μια πυροβολαρχία. Η οπισθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, αποτελείτο από 2 τάγματα του 53 ου Συντάγματος Πεζικού και την πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά.

Οι υπόλοιπες μονάδες βρισκόταν ανάμεσα στα δύο άκρα. Όταν η πορεία έφθασε στην είσοδο των Στενών Γκεντίζ, άλλαξε κατεύθυνση προς ΒΔ, ακολουθώντας καρόδρομο παράλληλα με την αμαξιτή οδό και στα δεξιά της. Σε λίγο εμφανίστηκε μια ομάδα Τούρκων ιππέων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οπισθοφυλακή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας. Σύντομα όμως σκόρπισαν όταν δέχθηκαν μικρό αριθμό βολών πυροβολικού της οπισθοφυλακής.

Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, μια ίλη τουρκικού ιππικού, δυνάμεως 150 ιππέων, άρχισε να παρακολουθεί την Ανεξάρτητη Μεραρχία. Η οπισθοφυλακή τους σκόρπισε με βολές πυροβολικού και πυρά πεζικού, δίχως να διακόψει την πορεία της. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες.

Γύρω στις τα τμήματα της εμπροσθοφυλακής έφθασαν στον αυχένα, νότια του 1465 υψώματος Καρά Ογλού και βόρεια του Σιμάβ. Επειδή η περιοχή ήταν δύσβατη, ανωφερής και κατακλυσμένη από τα νερά του ποταμού, γύρω στο Τσάικιοϊ, η φάλαγγα επιμηκύνθηκε και καθυστέρησε πολύ. Η οπισθοφυλακή έφθασε στο σημείο αυτό μετά από τέσσερις ώρες. Τα τμήματα εγκατέστησαν κυκλικές προφυλακές και επιχειρήθηκε επαφή δια μέσου του ασυρμάτου με ελληνικά τμήματα, όμως η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα.

Μολονότι η Μεραρχία δεν διέθετε πλέον ψωμί, προσφέρθηκε στους άνδρες άφθονο θερμό συσσίτιο. Σχεδόν όλοι αμέσως μετά το δείπνο κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, ανάμεσα στα πεύκα. Κατά τη διάρκεια της νύκτας παρουσιάστηκε ένας Λοχίας της V Μεραρχίας, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η Νότια Ομάδα Μεραρχιών είχε διαλυθεί στο Ντουμλού Πινάρ, πολλοί άνδρες είχαν αιχμαλωτιστεί, ενώ άλλοι είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή προς τη Σμύρνη.

Επίσης, συνελήφθηκαν 2-3 Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι έδωσαν την πληροφορία ότι η φάλαγγα που ακολουθούσε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, ανήκε σε μικτό τουρκικό απόσπασμα, αποτελούμενο από ένα σύνταγμα ιππικού, ένα τάγμα πεζικού και ένα ουλαμό πυροβολικού, με δύο ορειβατικά πυροβόλα. Στις της 22 ας Αυγούστου/4 ης Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο και στις η φάλαγγα ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση.

Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη ελληνικές επιγραφές.

Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα. Το 2 ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη.

Γύρω στις η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί. Στις η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή πορείας για την επομένη. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις της 23 ης Αυγούστου/5 ης Σεπτεμβρίου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χλμ. περίπου. Αφού στήθηκαν προφυλακές, οι άνδρες έλαβαν ζεστό συσσίτιο κρέατος δίχως ψωμί και μετά αναπαύτηκαν.

Η Ανεξάρτητη Μεραρχία στο Σιντιργί

Την επoμένη, 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου του 1922, η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιντιργί 31 γύρω στις το πρωί, ακολουθώντας πάντοτε την κοίτη του ποταμού Σιμάβ. Επειδή ο δρόμος ήταν στενός και δύσβατος, τα δίτροχα της Μεραρχίας, οι αραμπάδες που μετέφεραν τραυματίες, καθώς και τα πυροβόλα Σκόντα κινούνταν με δυσκολία. Το Μηχανικό κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη βελτίωση και διεύρυνση της ορεινής ατραπού που ήταν σε πολλά σημεία πολύ στενή.

Για τη μεταφορά των πυροβόλων Σκόντα και των τραυματιών πολλές φορές απαιτήθηκε και η μυϊκή δύναμη των ανδρών. Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα της Μεραρχίας, μετά από μια πορεία 22 χλμ., έφθασαν στη θέση Ριζά, ενώ η οπισθοφυλακή είχε μείνει πολύ πίσω. Οι άνδρες ήταν τόσο καταπονημένοι, ώστε αποφάσισαν να κοιμηθούν νηστικοί, παρά να περιμένουν το μαγείρεμα του κρέατος που μετέφεραν. Το πρωί της 25 ης Αυγούστου/7 ης Σεπτεμβρίου η οπισθοφυλακή και η πυροβολαρχία Σκόντα που είχαν καθυστερήσει, ξεκίνησαν για να συναντήσουν το κύριο σώμα και την εμπροσθοφυλακή.

Μετά από πορεία δύο ωρών, τα πυροβόλα και οι άνδρες έφθασαν στο σημείο διανυκτερεύσεως των προπορευόμενων τμημάτων. Η Μεραρχία παρέμεινε στο σημείο εκείνο έως το μεσημέρι, για να παρασκευαστεί το κρέας που διέθετε. Μετά το φαγητό και την ανάπαυση, γύρω στις 12.30, η Μεραρχία ξεκίνησε την πορεία της με την ίδια σύνθεση. Τότε άρχισαν να πέφτουν εχθρικές οβίδες κατά της οπισθοφυλακής, η οποία δεν είχε ξεκινήσει ακόμη. Η επίθεση αυτή σήμαινε ότι το τουρκικό απόσπασμα που αποτελείτο από Σύνταγμα Ιππικού, Τάγμα Πεζικού και Ουλαμό Πυροβολικού, ακολουθούσε δε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, είχε ήδη καταφθάσει.

Το εχθρικό πυροβολικό, προπαρασκευάζοντας καλώς τις βολές του, άρχισε αμέσως με δραστικές βολές, δίχως να βάλλει δοκιμαστικά. Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνου, διέταξε να εξέλθουν από τη στενωπό τα δύο τάγματα (Ι και ΙΙΙ του 51 ου Συντάγματος πεζικού) που δέχονταν τα πυρά του εχθρού και να συνταχθούν με κανονισμένες αποστάσεις σε φάλαγγα, έχοντας τα οπλοπολυβόλα στην ουρά των διμοιριών. Επίσης, έδωσε εντολές στις δύο πυροβολαρχίες να καλύψουν την πορεία των πεζών τμημάτων, τα οποία άρχισαν να δέχονται και βολές από τυφέκια.

Όταν όμως τα πολυβόλα της 2 ης πυροβολαρχίας άρχισαν να βάλουν 60 βλήματα το λεπτό, ο εχθρός τρομοκρατήθηκε και τράπηκε σε φυγή. Εκείνη την ημέρα η οπισθοφυλακή δεν ενοχλήθηκε ξανά από τον αντίπαλο. Ωστόσο, η εμπροσθοφυλακή δέχθηκε επιθέσεις από το ιππικό του εχθρού που είχε φθάσει σε εκείνο το σημείο από το Σιμάβ και το Ντεμιρτζί, με σκοπό να παρεμποδίσει την πορεία της Μεραρχίας. Όμως οι αντεπιθέσεις του διοικητή της εμπροσθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, το σκόρπισαν. Η συνέχεια της πορείας εξασφαλίστηκε με πλαγιοφυλακή που προχωρούσε σε υψώματα αριστερά της οδού.

Η ψυχραιμία και η άμεση απάντηση στις παρενοχλήσεις του εχθρού καθήλωσαν τις επίμονες προσπάθειές του και ουδόλως τον άφησαν να διακόψει την πορεία της Μεραρχίας επί της νότιας όχθης της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Προς το τέλος της στενωπού, η πορεία έκαμψε ΝΔ και η εμπροσθοφυλακή γύρω στις έφθασε στο Σιντιργί. Από τον Μύλο του Ριζά έως την κωμόπολη είχαν διανυθεί περί τα 20 χιλιόμετρα. Η Μεραρχία, αφού διέσχισε την κεντρική οδό της κωμόπολης, κατευθύνθηκε στα γύρω υψώματα για να καταυλιστεί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ.

Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Επειδή οι περισσότεροι Τούρκοι κάτοικοι είχαν τραπεί στα βουνά, η Μεραρχία δεν μπόρεσε να εφοδιαστεί με ψωμί, όμως βρέθηκε κριθάρι για τα ζώα. Γύρω στις η Μεραρχία εξέδωσε και κοινοποίησε στις μονάδες της τη διαταγή πορείας της επομένης. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων.

Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί. Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά.

Το πρωί της 26 ης Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε για να διέλθει αρχικά τη μεγάλη πεδιάδα ΒΔ του Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους. Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»;

Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από αυτούς που παρακολουθούσαν τη Μεραρχία κατά τη διάρκεια της πορείας της 32. Μολονότι είχαν διαπραχτεί πολλές ωμότητες στην Μικρά Ασία, φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμη Έλληνες που θεωρούσαν δεδομένη την καλή διάθεση των Τούρκων ατάκτων ως προς την ασφάλεια των Ελλήνων αμάχων.

Για το επεισόδιο αυτό αναφέρεται επίσης και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι: «κατά τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 26 ης Αυγούστου η Μεραρχία δι αξιωματικών του επιτελείου της εγνώρισεν εις τας Ελληνικάς οικογενείας, ότι ήτο διατεθειμένη να παρέξη τα μέσα εις τους επιθυμούντας εξ αυτών να μεταφερθώσιν εις την Ελλάδα.

Ούτοι, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των, απεφάσισαν να παραμείνωσιν εις Σιντιρτζή, την δε απόφασιν των εγνώρισαν περί την εις την Μεραρχίαν.

Προς το Γκελενμπε

Το λυκαυγές της 26 ης Αυγούστου ένα Τάγμα του 51 ου Συντάγματος κατέλαβε τα υψώματα ΒΑ του Σιντιργί για να εξασφαλίσει την κίνηση της φάλαγγας της Μεραρχίας. Η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα διήλθε την κοιλάδα ΒΔ του Σιντιργί δίχως καμία ενόχληση. Όταν η οπισθοφυλακή έφθασε στο πέρας της κοιλάδας γύρω στις 09.30, δέχθηκε τα πυρά τουρκικού ορειβατικού πυροβολικού, τύπου Σκόντα. Τότε, η πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, άρχισε τις βολές κατά του εχθρού, ο οποίος βρισκόταν στα υψώματα βορείως της κοιλάδας και τον καθήλωσε στις θέσεις του.

Κατά τη διάρκεια της πορείας, ομάδες άτακτων που κατείχαν θέσεις εκατέρωθεν της οδού, επί της οποίας βάδιζε η Μεραρχία, έβαλαν εναντίον της από μεγάλη απόσταση. Συγχρόνως, ένα εχθρικό Σύνταγμα Ιππικού, μετά πυροβολικού, αποπειράθηκε να ανακόψει την πορεία του κυρίου σώματος της Μεραρχίας. Τότε τάχθηκε εναντίον του εχθρού ουλαμός πυροβολικού και πολυβόλα πεζικού, με αποτέλεσμα το εχθρικό Σύνταγμα να τραπεί σε φυγή. Η πορεία συνεχίστηκε μέσα από διάφορα χωριά τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους, οι οποίοι φοβούνταν τις αντεκδικήσεις. Μετά από μια πορεία 25 χιλιομέτρων, γύρω στις 19.00, η Μεραρχία έφθασε σε ένα οροπέδιο που βρισκόταν πλησίον των χωριών Τσομπανλάρ και Ντερμπέντ.

Παρασκευάστηκε αμέσως θερμό συσσίτιο, διανεμήθηκαν δε υποδήματα σε όσους είχαν μεγάλη ανάγκη. Έγινε προσπάθεια σύνδεσης του ασυρμάτου με ελληνικές μονάδες, όμως αυτή απέβη άκαρπη. Στο χώρο του καταυλισμού τοποθετήθηκαν περιμετρικά ισχυρές προφυλακές. Την πρώτη μετά το μεσονύκτιο σήμανε εγερτήριο και οι άνδρες ήπιαν ζωμό για πρωινό και έλαβαν μερίδα κρέατος για το συσσίτιο της ημέρας. Ενώ ήταν ακόμη πυκνό σκοτάδι, η κεφαλή της εμπροσθοφυλακής ξεκίνησε γύρω στις 02.00, ακολουθούμενη από τα σώματα και τους σχηματισμούς.

Τα τμήματα της οπισθοφυλακής ξεκίνησαν γύρω στις 05.00, όταν είχε αρχίσει να χαράζει. Ενώ το τελευταίο τάγμα της οπισθοφυλακής προχωρούσε, έπεσαν επανειλημμένες ριπές εχθρικών βλημάτων προς τους χώρους του καταυλισμού της Μεραρχίας, οι οποίοι όμως είχαν ήδη εκκενωθεί. Η πορεία της Μεραρχίας ήταν προς τα νοτιοδυτικά, με κατεύθυνση την κωμόπολη Γκελενμπέ 34. Γύρω στις 09.00 εμφανίστηκαν περί τους 100 Τούρκους ιππείς, από τα ΒΑ του Γκελενμπέ, οι οποίοι διασκορπίστηκαν με τις βολές του πυροβολικού της οπισθοφυλακής.

Στις 11.00 η οπισθοφυλακή δέχτηκε πυρά από ατάκτους, οι οποίοι είχαν πάρει θέσεις στα γύρω υψώματα του Γκελενμπέ, αλλά σύντομα διαλύθηκαν με τα πρώτα πυρά της πυροβολαρχίας. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας η Μεραρχία παρακολουθούνταν από τουρκικό ιππικό, το οποίο οσάκις πλησίαζε, δεχόταν τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού. Αντίθετα, το τουρκικό πυροβολικό σιωπούσε, διότι φαίνεται ότι δεν τολμούσε να πλησιάσει τη βραδύτατα κινούμενη οπισθοφυλακή της Μεραρχίας.

Λίγο πριν το μεσημέρι, η Μεραρχία έφθασε στην κωμόπολη του Γκελενμπέ, η οποία ήταν έρημη. Από τους κατοίκους, οι Έλληνες είχαν αποχωρήσει μαζί με τις ελληνικές αρχές, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στα βουνά μόλις είδαν τη Μεραρχία να πλησιάζει την κωμόπολη. Εκεί υπήρχαν πολλά περιβόλια με οπωροφόρα δένδρα και αμπελώνες, τα οποία χρησίμευσαν για τη σίτιση των ανδρών της Μεραρχίας.

Ωστόσο, τα σπίτια των Ελλήνων είχαν λεηλατηθεί, οι ναοί είχαν συληθεί και οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια είχαν πεταχτεί στους δρόμους. 

Στο Κιρκαγατς

Η Μεραρχία, μετά από μικρή ανάπαυση στην κωμόπολη, συνέχισε την πορεία της ακολουθώντας το δρόμο προς το Κιρκαγάτς. Τις πρώτες απογευματινές ώρες η φάλαγγα πλησίασε στην πόλη που είχε γύρω στους 10.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες. Η Μεραρχία εισήλθε από τα ΒΑ στην κοιλάδα που κείται ανατολικά του Κιρκαγάτς,. Όταν το κύριο σώμα της φάλαγγας πλησίαζε την κοιλάδα, τα μεταγωγικά της οπισθοφυλακής δέχθηκαν τα πυρά του τουρκικού πυροβολικού που παρακολουθούσε τη Μεραρχία μαζί με το εχθρικό ιππικό.

Την ίδια στιγμή, οι ανιχνευτές της εμπροσθοφυλακής εντόπισαν εχθρικές περιπολίες στα νοτιοδυτικά τους. Τότε ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής, Κωνσταντίνου, διέταξε την τοποθέτηση των οπλοπολυβόλων στην κεφαλή των διμοιριών και σήμανε επίθεση της αριστερής πλαγιοφυλακής κατά των εχθρικών περιπολιών. Ενώ συνεχιζόταν η πορεία της φάλαγγας, η αριστερή πλαγιοφυλακή, μετά από συμπλοκή με τους ιππείς του εχθρού, συνέλαβε 4 από αυτούς. Ύστερα από ανάκριση, αυτοί ανέφεραν ότι στο Κιρκαγάτς υπήρχαν 5.000 ιππείς και 8.000 πεζοί.

Όταν η εμπροσθοφυλακή έφθασε σε απόσταση 3 χλμ. από την κωμόπολη, ακούστηκαν τουρκικές σάλπιγγες που σήμαναν προσκλητήριο από το ύψωμα ΝΔ της πόλεως. Σύντομα εμφανίστηκαν γύρω στους 200 Τούρκους ιππείς με κόκκινες σημαίες, οι οποίοι άρχισαν να κατεβαίνουν από το ύψωμα και με βραχύ καλπασμό να πλησιάζουν την εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας, επειδή είχαν εκλάβει την Ανεξάρτητη Μεραρχία ως τουρκική και έρχονταν να την προϋπαντήσουν.

Όταν αντιλήφθηκαν το λάθος τους, επειδή δεν μπορούσαν να διακρίνουν το βάθος της ελληνικής φάλαγγας, λόγω των δένδρων που υπήρχαν στην περιοχή, θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα περιπλανώμενο τμήμα του Ελληνικού Στρατού που είχε κατορθώσει να διασωθεί. Αφού είχαν πλησιάσει αρκετά, οι Τούρκοι άρχισαν να φωνάζουν «τεσλίμ», δηλαδή «παράδοση». Στο κάλεσμα αυτό, η πυροβολαρχία της εμπροσθοφυλακής απάντησε με πυρά εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι, πετώντας τα κόκκινα λάβαρα έσπευσαν να σωθούν προς το ύψωμα που βρισκόταν νότια της κωμοπόλεως.

Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ι. Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς.

Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Αφού δε απέπεμψε την επιτροπή των κατοίκων, αμέσως μετά έδωσε εντολή για την κατάληψη των υψωμάτων ΝΔ και ΝΑ της πόλεως.

Όταν έφθασε στην κωμόπολη ο Μέραρχος, διέταξε τα τμήματα να κατευθυνθούν προς το σιδηροδρομικό σταθμό, συντεταγμένα κατά μεγάλες αποστάσεις, για να εντυπωσιαστεί ο εχθρός και να φαίνεται ότι η ελληνική φάλαγγα αποτελείτο από 40.000 άνδρες. Αφού έφθασε η φάλαγγα της Μεραρχίας στο σιδηροδρομικό σταθμό, άρχισε να κινείται προς τους χώρους καταυλισμού. Η συγκέντρωση της δυνάμεως της Μεραρχίας στους χώρους καταυλισμού διήρκεσε πέντε ώρες και τερματίστηκε κατά τη δύση του ηλίου.

Στο σταθμό του τραίνου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κάτοικοι που φορούσαν κόκκινα φέσια, ενώ η πόλη ήταν στολισμένη με κόκκινες σημαίες. Εκεί βρισκόταν και ο μουφτής και ο μουχτάρης της πόλεως, οι οποίοι παρακάλεσαν να μην εισέλθει η Μεραρχία στην πόλη και οι άνδρες της να μην πειράξουν τους Τούρκους, με την υπόσχεση ότι θα παρέχονταν άφθονα τρόφιμα για τις ανάγκες της Μεραρχίας. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα.

Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού. Όταν τα τρόφιμα έφθαναν στον σιδηροδρομικό σταθμό, παραδίδονταν στην επιμελητεία που τα διένειμε στις μονάδες. Οι χριστιανοί κάτοικοι της κωμόπολης είχαν υποχρεωθεί να φορέσουν ξανά φέσι και είχαν παραδώσει όλα τους τα χρήματα στους τσέτες για να μην εκτελεστούν.

Αυτοί πληροφόρησαν τους Έλληνες αξιωματικούς ότι βρισκόταν μέσα στην πόλη περί τους 800 τσέτες, οι οποίοι δεν είχαν προφθάσει να φύγουν μαζί με τις κύριες εχθρικές δυνάμεις 37. Γύρω στις 17.00 η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή σταθμεύσεως και κατόπιν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων παρουσιάστηκαν στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν. Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας.

Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο.

Όταν επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες ότι το τουρκικό ιππικό είχε καταλάβει το Αξάριο (Ακχισάρ), η Μαγνησία είχε καταστραφεί, η Σμύρνη είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Ελληνικός Στρατός είχε επιβιβαστεί στα πλοία στον Τσεσμέ και τα Μουδανιά, ενώ οι Τούρκοι άτακτοι είχαν καταλάβει την Πέργαμο, τη Μενεμένη και όλη την περιοχή της Σμύρνης, ο Μέραρχος αποφάσισε να τραπεί προς το λιμάνι του Ντικιλί (Δεκελί), νότια του Αϊβαλί και απέναντι από τη Λέσβο, για να διαφύγει μαζί με τους άνδρες του και τους πρόσφυγες.

Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, η πορεία που θα ακολουθείτο την επομένη ημέρα ήταν δια της αμαξιτής οδού που περνούσε από τα Σόμα, το Κινίκ, και την Πέργαμο, με προορισμό το Ντικιλί. Μετά τη διαταγή ακολούθησε δείπνο, το οποίο περιλάμβανε άφθονο κρέας, ζεστό φαγητό, ψωμί και φρούτα. Μαζί με τους στρατιώτες δείπνησαν και οι πρόσφυγες που θα ακολουθούσαν την πορεία της Μεραρχίας το πρωί.

Όταν τη νύκτα τσέτες και άλλοι ένοπλοι Τούρκοι έβαλαν κατά των προφυλακών της Μεραρχίας, πυρπολήθηκε προς παραδειγματισμό ένα μικρό χωριό κοντά στο Κιρκαγάτς. Το ίδιο βράδυ συνελήφθησαν και δύο Τούρκοι από τα Σόμα, οι οποίοι είχαν έλθει στο Κιρκαγάτς για να αναγγείλουν ότι όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή του τουρκικού στρατού. Μετά τα μεσάνυκτα της 27 ης προς την 28 η Αυγούστου/9-10 Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο για την εκκίνηση. Αμέσως δόθηκε ζωμός για πρωινό, καθώς και το συσσίτιο της ημέρας.

Γύρω στη μια το πρωί η Μεραρχία ξεκίνησε με το φως του φεγγαριού προς τα βορειοδυτικά. Κατά την πορεία οι έφιπποι άνδρες της Μεραρχίας προσέφεραν τα άλογα τους στους γέροντες και τις γυναίκες με τα παιδιά τους. Μολονότι ορισμένοι πρόσφυγες που είχαν δικά τους ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα) τα χρησιμοποιούσαν, οι περισσότεροι ήταν πεζοί. Οι πρόσφυγες ήταν περίπου 4.000, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα. Γύρω στις 08.00 η φάλαγγα είχε διανύσει περί τα 10 χιλιόμετρα και σε μικρό χρονικό διάστημα έφθασε στα Σόμα, τα οποία ήταν έρημα κατοίκων, επειδή αυτοί είχαν καταφύγει στο Ντικιλί.

Στην κωμόπολη εισήλθε μόνον η επιμελητεία με τα μεταγωγικά για να ασχοληθεί με το θέμα του επισιτισμού. Όμως δεν βρέθηκε τίποτε, παρά μόνο στραγάλια, τα οποία αμέσως μοιράστηκαν ως τροφή. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν αναρτηθεί πολλές τουρκικές και γαλλικές σημαίες και είχαν ανεγερθεί θριαμβευτικές αψίδες για την υποδοχή του τουρκικού στρατού. Μεγάλο μέρος της κωμοπόλεως ήταν ερειπωμένο και κοντά στις εκκλησίες υπήρχαν σωροί ιερών κειμηλίων και σπασμένες εικόνες. Πολλοί πρόσφυγες μπήκαν στα μαγαζιά που ήταν ανοικτά για να τα λεηλατήσουν και πυρπόλησαν κάποια σπίτια.

Τότε η Μεραρχία αναγκάστηκε να πάρει μέτρα για να σταματήσουν οι βιαιοπραγίες. H οδός που είχε επιλεγεί, περνούσε μέσα από χωριά φανατικών Τούρκων. Μόλις η φάλαγγα πέρασε το πρώτο χωριό μετά τα Σόμα, τα τελευταία τμήματα της οπισθοφυλακής εβλήθησαν από ενόπλους. Τότε, ένας τεταγμένος ουλαμός πυροβολικού έβαλε κατά του χωριού με είκοσι βλήματα, τα οποία προξένησαν ζημιές και θύματα. Η επέμβαση αυτή έφερε αποτελέσματα και η φάλαγγα δεν ενοχλήθηκε ξανά στα επόμενα χωριά. Η προπορευόμενη φάλαγγα της επιμελητείας έφθασε στο Κινίκ γύρω στις 09.00π.μ.

Η πρώτη μέριμνα του επικεφαλής της επιμελητείας, Ταγματάρχη Μπουντούρογλου, ήταν να συλλάβει κάποιο χότζα, με τη βοήθεια του οποίου κατήλθαν από τα γύρω υψώματα οι κάτοικοι του χωριού και υποχρεώθηκαν να ζυμώσουν ψωμί για τη Μεραρχία, η οποία κατέφθασε στο Κινίκ γύρω στις 16.30. Εκεί αποφασίστηκε να διανυκτερεύσει η Μεραρχία, η οποία από το Κιρκαγάτς έως το σημείο αυτό είχε διανύσει πάνω από 40 χιλιόμετρα, παρά την παρουσία των γυναικόπαιδων, των οποίων τα πόδια φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει φτερά προκειμένου να σωθούν.

Σύντομα έφθασε μια επιτροπή από δύο Τούρκους και έναν ομογενή, η οποία δήλωσε στο Μέραρχο ότι η πόλη της Περγάμου υποτάσσεται στη Μεραρχία και ότι δέχεται να προμηθεύσει ψωμί, τρόφιμα και νομή, με την προϋπόθεση ότι η φάλαγγα δεν θα περάσει μέσα από την Πέργαμο. Στις 05.00 της 29 ης Αυγούστου/11 ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της προς τα δυτικά. Οι στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν πλέον ξυπόλυτοι, επειδή οι αρβύλες τους είχαν καταστραφεί, βάδιζαν στη δεξιά πλευρά της οδού, ενώ οι πρόσφυγες στην αριστερή.

Ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου μαζί με τα μεταγωγικά και την επιμελητεία προπορευόταν της κύριας φάλαγγας και γύρω στο μεσημέρι έφθασε στα λουτρά του Αττάλου, ΝΔ της πόλεως της Περγάμου, όπου σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι προμήθειες που είχε υποσχεθεί η επιτροπή της πόλεως. Η κύρια φάλαγγα έφθασε στα λουτρά του Αττάλου γύρω στις 13.00. Εκεί είχαν ήδη συγκεντρωθεί αρκετά τρόφιμα όπως όσπρια, ζυμαρικά, ρύζι, τυρί, ψωμί και νομή για τα ζώα.

Ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι ήλθαν στο σημείο που είχε αποφασιστεί να καταυλιστεί η Μεραρχία, δήλωσαν ότι οι τουρκικές αρχές και οι Τούρκοι κάτοικοι της Περγάμου τους παρακινούσαν να μην ακολουθήσουν τη Μεραρχία, διότι αυτοί θα τους προστάτευαν. Ωστόσο ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου συνέστησε στους Έλληνες κατοίκους να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, αλλά δεν εισακούστηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτοί σφαγιάστηκαν από τους τσέτες και τον τουρκικό στρατό 39. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει η Μεραρχία, αναμενόταν στην Πέργαμο η άφιξη εφίππου Μεραρχίας από τη Σμύρνη, για να αποκόψει την πορεία της Ανεξάρτητης Μεραρχίας.

Επίσης ακούστηκε ότι θα έφθανε και το μικτό τουρκικό απόσπασμα, το οποίο ακολουθούσε τη Μεραρχία από τα στενά του Γκεντίζ. Η Μεραρχία στρατοπέδευσε επτά χλμ. ΝΔ της Περγάμου, έχοντας διανύσει 25 χλμ. εκείνη την ημέρα. Όταν όλα τα τμήματα μαζί με τους πρόσφυγες έφθασαν στο σημείο εκείνο, γύρω στις 19.00, παρασκευάστηκε συσσίτιο, το οποίο μοιράστηκε σε όλους. Η διανυκτέρευση της Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε στο χωριό Ραλί Τσιφτλίκ, αφού τοποθετήθηκε ισχυρό δίκτυο προφυλακής προς όλες τις κατευθύνσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν μια ομάδα εκατό περίπου έφιππων άτακτων προσπάθησε να εισβάλει στον καταυλισμό, εβλήθη με οπλοβομβίδες και χειροβομβίδες και διασκορπίστηκε.

Αφιξη στο Ντικιλί

Στο μεταξύ, είχε συγκροτηθεί μεικτό απόσπασμα από το Τάγμα ΙΙ/53 και από έναν ανεξάρτητο ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, στον οποίο δόθηκε η διαταγή της κατάληψης του Ντικιλί, επειδή εκεί περί τους 1000 τσέτες λήστευαν και βασάνιζαν χιλιάδες Ελλήνων και εκατοντάδες Αρμενίων, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, αναμένοντας να διαπεραιωθούν στη Λέσβο.

Ο Τσίπουρας έλαβε επίσης την εντολή, μετά την εμπέδωση της τάξης, να μεταβεί στη Μυτιλήνη και να επιτάξει ατμόπλοια για τη μεταφορά των ανδρών της Μεραρχίας και των προσφύγων που ακολουθούσαν. Τότε ο Μπουντούρογλου ανέλαβε τη διοίκηση του 53 ου Συντάγματος. Όταν το απόσπασμα του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα έφθασε πλησίον του Ντικιλί, παρουσιάστηκε μια ομάδα Τούρκων, η οποία τον πληροφόρησε ότι το Ντικιλί είχε δήθεν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό και ότι η Μεραρχία έπρεπε να μεταβεί στη Σμύρνη.

Μετά τη σύλληψη της, η ομάδα αυτή έδωσε πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη των Τούρκων που βρισκόταν μέσα στο Ντικιλί. Αμέσως μετά, ο Τσίπουρας διέταξε το απόσπασμα να κινηθεί για να καταλάβει αιφνιδιαστικά το Ντικιλί. Το απόσπασμα αφού προέβη σε αψιμαχίες με τους τσέτες που είχαν καταλάβει την κωμόπολη, τους εκδίωξε και την κατέλαβε. Αμέσως δε εγκατέστησε προφυλακές προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην παραλία του Ντικιλί ήταν συγκεντρωμένοι περί τους 3000 πρόσφυγες, δίχως καμιά προστασία, αφού οι Έλληνες χωροφύλακες είχαν επιβιβαστεί από τους πρώτους σε πλοιάρια και είχαν αποχωρήσει για τη Μυτιλήνη.

Οι τσέτες είχαν λεηλατήσει όλα τα σπίτια των ομογενών και είχαν ληστέψει τους πρόσφυγες, οι οποίοι βρίσκονταν πλέον στο έλεος τους. Επειδή στο Ντικιλί δεν υπήρχε κανένα πλοιάριο το οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα στην Μυτιλήνη, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια μικρή σάπια βάρκα που είχε τραβηχτεί στη στεριά. Η βάρκα επισκευάστηκε πρόχειρα, εφοδιάστηκε με ένα πανί και μεταφέρθηκε στη θάλασσα. Σ αυτή επιβιβάστηκαν ο Τσίπουρας, δύο λοχαγοί, δύο στρατιώτες και ένας βαρκάρης. Στην αρχή η βάρκα προχωρούσε με πανί λόγω του ούριου ανέμου, όταν όμως κόπασε, δύο άνδρες άρχισαν να κωπηλατούν.

Γύρω στις οκτώ το πρωί έφθασαν στη Μυτιλήνη, από όπου ο Τσίπουρας ήλθε σε επαφή με το Γενικό Στρατηγείο που βρισκόταν στον Τσεσμέ. Αφού άφησε τους δύο λοχαγούς να μεριμνήσουν για τον ανεφοδιασμό και τον καταυλισμό της Μεραρχίας, επέστρεψε με το πρώτο ατμόπλοιο πίσω στο Ντικιλί. Στο μεταξύ, η Μεραρχία είχε εκδώσει διαταγή πορείας για την επόμενη ημέρα. Στις 04.00 της 30 ης Αυγούστου/ 12 ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία ξεκίνησε μαζί με τους πρόσφυγες για το Ντικιλί. Όταν γύρω στις 11.00 η φάλαγγα έφθασε σε σημείο από το οποίο φαινόταν η θάλασσα, όλοι ξέσπασαν σε κραυγές χαράς, φωνάζοντας «θάλασσα, θάλασσα».

Περίπου το μεσημέρι η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στο Ντικιλί μετά από πορεία 30 χλμ. και βρήκε σε κακή κατάσταση τους 3.000 πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από τα γύρω χωριά. Έτσι, οι πρόσφυγες ομογενείς που ήταν υπό την προστασία της Μεραρχίας έφθασαν τις 8.000. Στην κωμόπολη είχαν ήδη τοποθετηθεί προφυλακές των δύο ταγμάτων, τα οποία είχαν ακολουθήσει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα. Η εκκενωση του ΝτικιλΙ Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, το 51 ο Σύνταγμα τοποθέτησε προφυλακές και μια ορειβατική πυροβολαρχία στα Β και ΒΑ του Ντικιλί, ενώ το 53 ο Σύνταγμα εγκατέστησε προφυλακές στα Ν και ΝΑ.

Μετά από αυτήν την τακτοποίηση, οι άνδρες αναπαύθηκαν, αναμένοντας το συσσίτιο, το οποίο αποτελείτο από άφθονο κρέας. Γύρω στις 15.30 φάνηκαν δύο πλοιάρια, το «Ιωνία» και το «Αιτωλία», τα οποία εκτελούσαν πριν την καταστροφή δρομολόγια ανάμεσα στη Σμύρνη και το Κορδελιό. Σε ένα από αυτά επέβαινε και ο Αντισυνταγματάρχης Τσίπουρας. Η διοίκηση της Μεραρχίας διέταξε να επιβιβαστούν στο «Αιτωλία»οι εξής: Η Μοίρα συζυγαρχιών, το απόσπασμα τηλεγραφητών, αγέλη σφαγίων, νοσηλευτικό τμήμα, μοίρα τραυματιοφορέων και λόχος στρατηγείου.

Στο δε ατμόπλοιο «Ιωνία» το Ι/53 ο Τάγμα υπό τη διοίκηση του Τσίπουρα που διορίστηκε φρούραρχος Μυτιλήνης. Η επιβίβαση άρχισε γύρω στις 17.00 μεγαλύτερα και περατώθηκε στις 19.00. Τότε έφθασαν από τον Τσεσμέ πλοιάρια, τα οποία όμως αδυνατούσαν να πλευρίσουν, επειδή η αποβάθρα στο Ντικιλί ήταν ακατάλληλη για το μέγεθος τους 41. Όταν τα δύο ατμόπλοια έφθασαν στη Μυτιλήνη μετά από δύο ώρες, άρχισαν αμέσως να αποβιβάζουν τους επιβαίνοντες, οι οποίοι αρχικά συγκεντρώθηκαν σε ένα γήπεδο πλησίον του λιμανιού, την δε επομένη στάθμευσαν στο φρούριο της πόλεως.

Μόλις κατέπλευσε στο Ντικιλί και το ελληνικό αντιτορπιλικό «Θέτις», η Διοίκηση αποφάσισε τη μεταφορά της Μεραρχίας για την επομένη. Τότε έφθασαν στο Ντικιλί από τη Μυτιλήνη και τα ατμόπλοια «Ιωνία» και Αιτωλία» με δύο φορτηγίδες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των ανδρών από την αποβάθρα στα μεγαλύτερα πλοιάρια. Σύντομα, έφθασαν στο λιμάνι του Ντικιλί ακόμη τρία πολεμικά, από τα οποία ένα ήταν αντιτορπιλικό, ενώ άρχισαν να εκτελούν περιπολίες έξω από αυτό. Το μεσημέρι της 31 ης Αυγούστου/13 ης Σεπτεμβρίου εμφανίστηκαν τσέτες στα γύρω βουνά, οι οποίοι όμως σκορπίστηκαν από τα πολυβόλα της οπισθοφυλακής.

Μετά το μεσημέρι φάνηκαν από την πλευρά της Περγάμου τμήματα ιππικού του τακτικού τουρκικού στρατού καθώς και άτακτοι. Όταν η πυροβολαρχία έριξε μερικές βολές εναντίον τους δίχως επιτυχία, επειδή βρίσκονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των επτά χιλιάδων μέτρων, τα γυναικόπαιδα των προσφύγων άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς, φοβούμενα για τη μοίρα τους. Οι εχθρικές επιθέσεις επαναλήφθηκαν και το απόγευμα, όμως το ελληνικό πεζικό τους αντιμετώπισε με επιτυχία, χρησιμοποιώντας πολυβόλα και τυφέκια. Μόλις σκοτείνιασε, επειδή οι ελληνικές δυνάμεις που παρέμεναν ακόμη στο Ντικιλί ήταν ελάχιστες, οι άνδρες της οπισθοφυλακής άρχισαν να ανησυχούν.

Ο κίνδυνος εχθρικής επίθεσης με πυροβολικό και ισχυρό πεζικό ήταν υπαρκτός, ωστόσο οι Έλληνες επέδειξαν αξιοθαύμαστη πειθαρχία. Στα προβλήματα της οπισθοφυλακής προστέθηκε και η έλλειψη πλοιαρίων για τη μεταφορά των χιλιάδων κτηνών, ίππων και ημιόνων, καθώς και των αμέτρητων σφαγίων. Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής αποφάσισε να πάρει μόνον τα ισχυρότερα κτήνη και τα υπόλοιπα να τα σκοτώσει. Διέταξε λοιπόν τη συγκέντρωση των ζώων στην πλατεία της προκυμαίας και μετά έβαλε εναντίον τους με πολυβόλα.

Οι σωροί πτωμάτων των άτυχων ζώων κάλυψαν την πλατεία και τους γύρω δρόμους, ενώ μερικά που δεν είχαν πληγωθεί θανάσιμα συνέχισαν να περιφέρονται άσκοπα.  Η επιβίβαση των ανδρών της οπισθοφυλακής, μαζί με την πυροβολαρχία της, άρχισε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα υπό το φως των προβολέων των πολεμικών πλοίων. Πρώτα επιβιβάστηκε η πυροβολαρχία και στη συνέχεια τα τέσσερα τάγματα πεζικού. Τελευταίοι επιβιβάστηκαν οι διοικητές των Συνταγμάτων Ι. Κωνσταντίνου και Ν. Τσίπουρας, ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας Αντισυνταγματάρχης Γ. Μομφεράτος, ο διοικητής της οπισθοφυλακής Ταγματάρχης Α. Μπουντούρογλου και ο διορισμένος φρούραρχος του Ντικιλί Αντισυνταγματάρχης Σ. Μαυρογένους.

Μετά την επιβίβαση όλων των τμημάτων, το χάραμα της 1 ης Σεπτεμβρίου/14 ης Σεπτεμβρίου του 1922, ένα αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού έριξε δυο βολές εναντίον των θέσεων του εχθρού, από όπου είχε εκδηλωθεί η απογευματινή επίθεση, ενώ οι φλόγες από τον εμπρησμό της αγοράς του Ντικιλί είχαν αρχίσει να υψώνονται προς τον ουρανό.

Αυτή ήταν η άδοξη αλλά ηρωική αποχώρηση των ελληνικών τμημάτων της Ανεξάρτητης Μεραρχίας μαζί με τους πρόσφυγες, οι οποίοι κατόρθωσαν να σωθούν, μετά την απρόσμενη ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που είχε μεγαλουργήσει για χιλιάδες χρόνια.

Η ΗΡΩΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1922 KEIMENO-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Δρ. Ευάγγελος Ε. Τζάχος, Διδάκτωρ Μηχανικός ΕΜΠ