Για τον Αγιο Χρυσόστομο Σμύρνης

You are currently viewing Για τον Αγιο Χρυσόστομο Σμύρνης

Για τον Aγιο Χρυσόστομο Σμύρνης (απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το χαμένο ταίρι» του Διονύση Λεϊμονή, εκδόσεις Ακρίτας , Μάιος 2009)

27 Αυγούστου 1922!!!

…Τούτη η εικόνα έκανε το μυαλό μου να γυρίσει στα όμορφα παλιά μου χρόνια κι έτσι το στήθος μου πήρε να γεμίζει γάλα που τα παιδιά μου βρήκαν πεντανόστιμο παρά τις κακουχίες μας. Κοίταζα το θαύμα κι ευχαριστούσα μέσα μου την Παναγιά μητέρα του θεού. Μα κι εγώ της το ‘χα τάξει να τής πάω καντήλα ασημένια σκαλισμένη στο χέρι από τεχνίτη άξιο του τόπου μας. ΄Αμποτε να σωθούμε κι έννοια σου Παναϊα μου, έλεγα από μέσα μου. Και μου το έκανε το θάμα της. ΄Επιναν τα ορφανά μου και δόξαζα τη χάρη Της. ΄Ετσι ησύχασαν λίγο κι ο δρόμος υποχωρούσε κάτω από τα ματωμένα μας πόδια.

΄Οπου συναντάγαμε καρπούς πέφταμε πάνω να δροσιστούμε για να μην αποκάμουμε. Σε κάθε πηγή σβήναμε την κάψα μας. Κάποιοι αγκομαχούσαν κι έλεγαν πως δε θα αντέξουν ως το τέλος. Σέρνονταν σαν σκιές. Παρακάλαγαν να χαθούν να μερέψουν. ΄Εχασαν τις δυνάμεις τους. Τέτοια ήταν η απελπισιά τους που οι ανήμποροι χώνονταν στα νεκροταφεία να λυτρωθούν.

Με τρεμάμενα χέρια προσπαθούσαν να σηκώσουν τις παγωμένες ταφόπλακες να κρυφτούν από κάτω μέχρι να πάρουν δυνάμεις. Γύρευαν τη συντροφιά των αποθαμένων χωρίς να τους καίγονται πια για τη ζωή τους. Κι αν πέθαιναν τι τους έμελλε; Μήπως δε θα ‘ταν αναπαμένοι μέσα στα μυρωδάτα, άγια χώματά τους; Θα ‘σμιγαν επιτέλους με τους δικούς τους. Καλύτερα έτσι παρά να τους φάνε τα όρνια της Ανατολής. Κάλλιο εθελοντές στον ΄Αδη παρά έρμαια στο σπαθί του Αγαρηνού.

—Κουράγιο, αδέρφια τούς κράζαμε με τρόμο, μα εκείνοι δε μάς αποκρινόταν. Χάνονταν στο σκοτάδι του ΄Αδη πίσω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Προτίμαγαν μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά…

—Ξανάδατε από τότε κανέναν, γιαγιά; τη ρώτησα με αγωνία.

—Μετά από μέρες μάθαμε πως οι διώκτες μας δεν έκαναν πίσω ούτε σ’ αυτό. Τρύπωσαν μες στα μνήματα των προγόνων μας. Ακούγαμε σκουξίματα και φωνές πίσω μας, μα το μυαλό μας δεν έβαζε τόση βαρβαρότητα! Το ξέρεις ότι πολλές κόρες και μάνες τις βίασαν τα σκυλιά πάνω στους τάφους των πατεράδων και των παππούδων τους μπρος στα έντρομα μάτια των δικών τους κάτω από το αγριεμένο βλέμμα του θεού;

—Γιατί, θεέ μου, γιατί επέτρεψες τούτο το κακό; ξεσπούσαμε ώρες ώρες ανήμποροι και τσακισμένοι, σαν έφταναν στα αυτιά μας οι ωμότητες τούτων των στρατιωτών που το ‘χαν βάλει σκοπό να μάς χαλάσουν άτιμα, μα γρήγορα μετανιώναμε για τη βλασφημία μας:

—Δόξα σοι θεέ μου, δόξα σοι, μεγάλη η χάρη Σου. Συ ορίζεις και την ανάσα μας, συ μας την παίρνεις πάλε…Αυτός ορίζει τη ζωή μας, αυτός και τη θανή μας, λέγαμε και πορευόμαστε στο άγνωστο.

Μα η φωτιά μάς ακολουθούσε καταπόδας. Ο μπουχός από τους καπνούς άρχισαν να μάς περιζώνει επικίνδυνα. Τα ρουθούνια μας πάλευαν να ανασάνουν. Μπροστά, μόνο μπροστά κοιτάζαμε εμείς. Πίσω ήταν η συμφορά. Μπροστά ο φόβος. Δίπλα μας η αβεβαιότητα. Το γιαγκίνι δεν έκανε εξαιρέσεις. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω…

—Θα αντέξουμε» ξεγελιόμαστε χωρίς πολλές φορές να πιστεύουμε στα λόγια μας

—Δε θα πεθάνουμε φωνάζαμε μέχρι να το χωνέψουμε καλά

–Δε θα πέσουμε στα χέρια τους, έλεγαν δίπλα μας κι ας ήταν τσακισμένοι

—Καλύτερα μιας ώρας… τραγουδάγαμε στα δύσκολα

Πολλοί από μάς δεν μπορέσαμε να φτάσουμε ως το Και, την παραλία της Σμύρνης. Κάποιοι απόκαμαν στο δρόμο. ΄Αλλοι ποδοπατούνταν από το αλαφιασμένο πλήθος. ΄Ένα λάθος βήμα έφτανε να βρεθείς τ’ ανάσκελα κι έπειτα… Αργότερα, την ώρα του απολογισμού τα πράγματα φάνηκαν πολύ άσχημα. Πολλές απουσίες. Πολλά δάκρυα. Τραγικές απώλειες. Τα χαμπέρια έφταναν τροχάδην:

—Μάθατε, Χριστιανοί για το δεσπότη μας; έσκουξε ένας πατριώτης και τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα από τρόμο.

—Τι έγινε, κυρ Μιχάλη; Τι έχεις να μάς μολογήσεις; Τον ρώτησαν οι άλλοι να μάθουν για τον παπά που ως τώρα τους κράταγε ενωμένους μοιράζοντας τους ελπίδες για το αύριο.

—Πάει ο δεσπότης μας. Τον παρέδωσαν στον τούρκικο τον όχλο κι οι άπιστοι σκόρπισαν τα ιερά του τα μέλη σ’ όλα τα καλντερίμια της Σμύρνης μας. Γέμισε την πόλη μας ο παπάς μας. Σκόρπισε μέσα στη Σμύρνη που ‘περέτησε με την πίστη και την αγιοσύνη του, είπε ο άλλος κι όλοι μείναμε άλαλοι απ’ το κακό μαντάτο.

—Τι λες, κυρ Μιχάλη; ΄Ελα στα συγκαλά σου, του φώναξε ένας από μας που δεν ήθελε να πιστέψει τα λόγια του.

—Στα συγκαλά μου; Μωρέ δε με πιστεύετε; Δεν είμαι πιωμένος σήμερα. Δεν είναι ώρα σχόλης. Στάλα δεν έβαλα στο στόμα μου. Πάει ο δεσπότης μας. Τον έφαγαν οι άπιστοι σας λέω. Τον κρέμασαν να τον δουν οι ΄Ελληνες για να αποθαρρήσουν λέει και να κάνουν πίσω… επέμενε εκείνος.

—Αλίμονο! ΄Εβαλαν χέρι στα ιερά και τα όσια! Βάλθηκαν να μάς ξεπαστρέψουν! Μα δε βλέπει κανείς τ’ άδικο; ουρλιάζαμε χωρίς να μάς ακούει κανείς. Δεν παίρναμε απόκριση. Τρέχαμε μόνο προς την ακτή. Τα παιδιά μου κολλημένα πάνω μου ένα με τη σάρκα μου. Δεν έπρεπε να μείνω πίσω. Είχα στο λαιμό μου αθώες ψυχές. Μα μήπως κι εμείς είχαμε φταίξει πουθενά;

Την πεθερά μου την είχα χάσει από μπρος μου. Δεν ανησυχούσα τόσο, γιατί ήξερα πως ήταν ικανή τη γη να ανοίξει να ψάξει να μάς έβρει. Τα μικρά βύζαιναν το είναι μου απελπισμένα. ΄Αχνα δεν έβγαζαν. Πώς είχα αποκτήσει τέτοια δύναμη δεν μπορώ τώρα να το φανταστώ. ΄Αλλο με βάραινε. Τα παιδιά μου μού ‘διναν δύναμη να μην τα παρατήσω. Κινούσαν το σώμα μου. Τράβαγα μπροστά. Τα πόδια μου είχαν ατσαλωθεί. ΄Ενα χέρι με άγγιξε ξαφνικά στον ώμο:

—Εδώ είμαι, Δέσποινα, φτάσαμε, κόρη μου, κάμε κουράγιο,

—Φτάσαμε, μάνα, δόξα σοι ο θεός. Δε μάς άφησε να χαθούμε….

Διονύσης Λεϊμονής, Φιλόλογος