Λεπίδες στην ψυχή μου ένιωθα, όταν μπήκα στην Αγία Σοφία. Θα μου πει κανείς, πως είναι δυνατόν, τέτοια αίσθηση; Όταν κοιτάς προς τα πάνω σε οποιοδήποτε ναό, επαναπαύεσαι που βλέπεις το πρόσωπο του Χριστού. Εδώ, μαυρίζει η ψυχή, κι η καρδιά δεν παίρνει ανάσα, γιατί θέλει τόσο να πει, < Άνω σχώμεν τας καρδίας>
κι δεν μπορεί.
Ένιωσα τον πόνο, την θλίψη, την αγανάκτηση, τον φόβο, την ταραχή όλων των γεγονότων του 1453. Η θλιμμένη Μητέρα όλων μας, είχε ένα βλέμμα άκρως πονεμένο, κι παρόλο που τα καυτά δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου, την έβλεπα πολύ καθαρά, γιατί δεν μπόρεσα να κοιτάξω αλλού…έπρεπε να αφοσιωθώ στον πόνο της, που εξαιτίας όλων μας, από τους προγόνους μέχρι σήμερα, γυρίσαμε την πλάτη μας με τους εγωισμούς, τα πάθη και τις κακίες μας.
Πολλοί θα πουν ότι άλλοι έφταιγαν, κι τι να έκανε ο απλός κόσμος. Όμως, όλοι έχουμε την ευθύνη, όλοι πονέσαμε Την Παναγία, κι γι” αυτό δεν γίνεται να απομακρύνεις το βλέμμα σου από κοντά της.
Θυμάμαι την γιαγιά μου την Σμυρνιά, με τι πράο τρόπο προσευχόταν, τι φλογερή πίστη είχε αλλά κι πόνο για την πατρίδα της. Το καντηλάκι της πάντα άναβε. Εκείνη μου έμαθε να προσεύχομαι, γονάτισε στο κρεβατάκι μου, παιδάκι που ήμουν κι μου είπε τι να λέω, με μέγιστη ταπείνωση. Σταματάω να πληκτρολογώ καθώς πάντα κλαίω όταν σκέφτομαι την γιαγιά μου, είχε εκλεκτική αρχοντιά, σε όλα. Ο πόνος μου ήταν διπλός, πρώτα για Την Παναγία μας κι έπειτα για τον πόνο της γιαγιάς μου. Παρόλο που ήμουν στην Πόλη κι όχι στην Σμύρνη, εντούτοις, ένιωθα πιο κοντά στην γιαγιά Ελπίδα.
Ψιθυρίσαμε μαζί με τον πνευματικό μου το Υπερμάχω…στο μυαλό μου προσπαθούσα να σκεφτώ την εκκλησία όπως της άξιζε να είναι. Δεν μπόρεσα εύκολα να φύγω, όμως αυτό που μου έδινε ελπίδα, ήταν η ιδέα να επιστρέψουμε για να εκκλησιαστούμε μια μέρα στην Αγία Σοφία. Προσμένω με χαρά την στιγμή που θα πει ο Ιερέας , <Άνω σχώμεν τας καρδίας> κι θα δω το γαλήνιο πρόσωπο του Χριστού, κι να γεμίσουν κι πάλι τα μάτια με δάκρυα…δάκρυα λύτρωσης.
Ειρήνη Α. Κουτάκη
Ιστορικός Διεθνολόγος