Ο άντρας μου ο Δημητρός είχε φύγει λίγο καιρό πριν για την Ελλάδα. Δούλευε σε μια εγγλέζικη ασφαλιστική εταιρεία και είχε ακούσει πως ετοιμαζόταν κάτι μεγάλο. Ήρθε και μου τόπε. Άκου να σε πω Θεανώ Εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες θα πάω στην Αθήνα να βρω ένα σπίτι να το ετοιμάσω και να έρθετε. Του πα πως φοβόμουνα να μείνω αλλά εκείνος με καθησύχασε. Δεν θα γίνει τίποτε ακόμα. Σε μια δυο εβδομάδες θα σας ειδοποιήσω.
Έφυγε την άλλη μέρα. Κι έμεινα εγώ με τη μάνα μου τον αδερφό μου τον Αλέκο τη μικρή μου αδερφή την Ελένη και το μωρό τη Μαρικούλα που ήταν 2 χρονών. Αυτό το μωρό είχε κάτι μάτια, μα κάτι μάτια, μαύρα σαν κάρβουνα.
Σκεφτόμουνα που θα πάμε και τι θα κάνουμε σε ξένο τόπο. Το σπίτι μας εδώ ήταν παραδεισένιο. Με τα χαλιά του, τα κεντήματα του, τα μπακίρια του, τα έπιπλα του και την αυλή του τον κήπο με τα ζαρζαβάτια μέχρι και σηροτροφείο είχε φτιάξει η μάνα μου κι εμπορευότανε μετάξι. Είχαμε τον τρόπο μας.
Και το μωρό μου; Αυτό ήταν που με φόβιζε περισσότερο. Τι θα γινότανε με το μωρό. Η μάνα μου ήταν σκληρό καρύδι, Γενναία γυναίκα. Μη φοβάσαι τίποτε είπε Θα πάρουμε ότι μπορούμε και μόλις μας ειδοποιήσει ο Δημητρός θα φύγουμε. Θα φτιάξουνε τα πράγματα και θα ξαναγυρίσουμε. Το ‘λεγε μα δεν το πίστευε. Ήξερε τι μαγειρευότανε. Το άκουγε απ τις γειτόνισσες Ελληνίδες και Τουρκάλες.
Γι αυτό ετοιμαζότανε. Άρχιζε να μαζεύει ότι θεωρούσε πολύτιμο και τα ‘βαζε στο τέγκι Σε μια γωνιά πάνω σε ένα τραπεζάκι είχαμε μια ραπτομηχανή χειρός. Σε ξύλινη βάση με ένα καπάκι που χε χαραγμένο επάνω το όνομα Singer με φιλντισένια γράμματα. Της την είχαν δώσει προίκα τότε που παντρεύτηκε τον άντρα της το 1895. Μεγάλο δώρο για την εποχή εκείνη. Και μ αυτή γάζωνε και ρουχαλάκια και πάνες του μωρού και έκανε κι ένα σωρό άλλα.
Σε λίγες μέρες ήρθε το τηλεγράφημα. Ο Δημητρός τα είχε κανονίσει όλα. Εν τω μεταξύ οι φασαρίες είχαν σχεδόν αρχίσει. Η μάνα μου η Σεβαστή μας ξύπνησε. Ξυπνάτε και φεύγουμε τα πράγματα δεν είναι καλά.
Αλαφιάστηκα. Πήρα το μωρό αγκαλιά. Οι υπόλοιποι είχαν ετοιμαστεί. Μόνο ο αδερφός μου ο Αλέκος μας είπε ότι θα ‘μενε. Γιατί παιδάκι μου τον ρώτησε η μάνα μου. Για να σώσω ότι μπορώ είπε. Θα έρθω αργότερα. Δούλευε άλλωστε και είχε να τακτοποιήσει κάτι πράγματα, αν μπορούσε
Ξεκινήσαμε με το μωρό, η αδελφή μου η Ελένη η μάνα μου η Σεβαστή κι εγώ. Είχαμε το τέγκι ανά χείρας και βέβαια τη ραπτομηχανή. .Στο λιμάνι τα καράβια περιμένανε. Κόσμος πολύς υπήρχε αλλά όχι ιδιαίτερη φασαρία. Μόνο ένας σχετικός αναβρασμός.
Πήγαμε για το πλοίο. Στη σκάλα ανέβηκα πρώτα εγώ με το παιδί. Από πίσω η μάνα μου. Όπως ανέβαινε τη σκάλα σκόνταψε. Η μηχανή της έφυγε απ το χέρι κι έπεσε στη θάλασσα. Τρελάθηκε. Ανάθεμα με βλαστήμησε. Έμεινε λίγο σκεφτική. Κατέβηκε ξανά στο ντόκο. Απέναντι σε ένα σπίτι καθόταν ένα μικρό Τουρκάκι καμιά 12αριά χρονών με την πλάτη στον τοίχο. Έλα εδώ μπρε΄του είπε στα Τούρκικα. Να σε πω θέλω Ο μικρός την πλησίασε.
Έξυπνο μουτράκι με λαμπερά μάτια. Θα σε δώσω παράδες του είπε αν μου πιάσεις τη μηχανή που ‘πεσε στο νερό. Το είδες δεν το είδες; Ο μικρός κούνησε το κεφάλι Το είδα της είπε. Πλησίασε στην άκρη του νερού και χωρίς να διστάσει βούτηξε. Ανάμεσα στο πλοίο και το ντόκο. Σε λίγες στιγμές ανέβασε τη μηχανή. Η μάνα μου αναστέναξε με ανακούφιση. Έβγαλε ένα μικρό πορτομονέ και του ‘δωσε παράδες. Αρκετά λεφτά. Ο μικρός χαμογέλασε κι έφυγε. Η μάνα μου αγκάλιασε τη μηχανή σαν να ‘τανε το πιο πολύτιμο αγαθό κι ανέβηκε στο καράβι.
Σε λίγες ώρες φύγαμε. Δεν γυρίσαμε το πρόσωπο να δούμε τι αφήναμε πίσω, δεν το αντέχαμε. Άραγε θα γυρίζαμε ποτέ πίσω; Στον Πειραιά μας περίμενε ο Δημητρός. Άλλη χώρα άλλες συνθήκες. Μια ζωή ν αρχίσουμε ξανά απ την αρχή. Η ζωή μας άλλαξε. Οριστικά.
Αλλά η μηχανή μηχανή. Πόσα και πόσα δεν γάζωσε όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Μα πιο πολύ ποιος νομίζετε ότι τη χρησιμοποιούσε; Eκείνο το μωρό με τα μεγάλα μαύρα μάτια που μεγάλωσε κι έγινε μια πανέμορφη κοπέλα, η Μαρικούλα. Μαγικά πράγματα έκανε μ αυτή τη μηχανή, μαγικά.
Αφήγηση Θεανώς συζύγου Δημητρίου Κόντου
Κωνσταντινούπολη 1900 – Ηλιούπολη Αττικής 1990
Και για την αντιγραφή Αλέκος Παπανδρέου (εγγονός)